“Το ταξίδι” του ΜαΦρα

   Οι γκρίζες βουνοκορφές αντιφέγγιζαν στις ερυθρωπές ανταύγειες του ήλιου που αργοπέθαινε όπως κάθε μέρα υποχωρώντας πρόθυμα στο αέναο κάλεσμα της Νύχτας που θα ξεπρόβαλε. Το απαλό φως του διακλαδίζονταν παιχνιδιάρικα στις λευκές κολώνες και χάνονταν στο μυστηριώδες άδυτο του Ναού του Ουρανού.

Ο νεαρός Ιαν-Σε άναβε το τελευταίο κερί στην Πύλη του Φωτός και μετά προχώρησε αργά προς τον Δάσκαλό του , τον Νόβα-Σαν. Εκείνος στέκονταν ακίνητος εκεί, μπροστά στον Ναό, στην άκρη του Ουράνιου Εξώστη. Ο Ιαν – Σε στάθηκε δίπλα του κι αμίλητος ακολούθησε το βλέμμα του Σοφού Δάσκαλού του που χάνονταν στο Άπειρο. Έβλεπαν κι οι δύο τον Ήλιο να χάνεται ενώ η αφέντρα πια νύχτα σκόρπιζε το λιγοστό φως με το σκοτεινό της φύσημα. Τα βουνά τεράστια, έσμιγαν τις πλαγιές τους πολύ κάτω, εκεί που το μάτι δεν έφτανε κι οι ιεροί αετοί ποτέ δεν κατέβαιναν.

Ο Ιαν-Σε άφησε να του βγει απ’ το στόμα μια τελευταία ερώτηση σαν αποχαιρετισμός στην ημέρα που έφευγε.

« Πότε θα κάνω εγώ το Ταξίδι, Δάσκαλε»;

Advertising

Advertisements
Ad 14

Ο Σοφός Νόβα-Σαν έριξε  με μια απλή κίνηση τον χιτώνα στους ώμους του και του είπε με τον λόγο της πολύχρονης Σοφίας:

« Ιαν-Σε, πρόσεξε μην βιαστείς και σπάσεις τα φτερά σου σαν το μικρό σπουργίτι που ανυπομονεί να πετάξει. Όταν θα’ ρθει η ώρα, ο πρώτος που θα το καταλάβει , θα ‘σαι εσύ. Τότε δεν θα ρωτήσεις κανένα γιατί  εσύ θα είσαι αυτός που θα το ξέρει καλύτερα».

Ο Νόβα-Σαν προχώρησε προς τη Πύλη του Φωτός με τον νεαρό Ιαν-Σε να τον ακολουθεί. Στάθηκε μπροστά στο χρυσό μανουάλι με τα εκατό κεριά. Το κοίταξε καθώς οι φλόγες τους τρεμόπαιζαν αργά – αργά σαν τα κύματα μιας πύρινης θάλασσας.

«Τι βλέπεις»; ρώτησε τον νεαρό.

Advertising

«Τα κεριά..» απάντησε αμήχανα ο Ιαν – Σε.

«Τι σκέφτεσαι βλέποντάς τα»; ξαναρώτησε ο Νόβα-Σαν

«Τη ζέστη..» απάντησε πάλι ο νεαρός.

Διαβάστε επίσης  "Δύσκολο να είσαι λύκος" της Πυλιανίδου Λένας

«Όταν βλέπεις τον Ήλιο, τι σκέφτεσαι»;

Advertising

«Ότι είναι ημέρα.»

«Σωστά.. Κι όταν βλέπεις το φεγγάρι»;

«Ότι είναι νύκτα…»

«Σωστά…Όταν βλέπεις τα κεριά»;

Advertising

«…….»

Ο Νόβα-Σαν απομακρύνθηκε αργά απ’ την Πύλη του Φωτός. Ο Ιαν – Σε κοίταξε σιωπηλός και απορημένος τα εκατό κεριά.

«Δεν είσαι ακόμη έτοιμος για το Ταξίδι» ακούστηκε σαν απόκοσμη ηχώ η γαλήνια φωνή του Σοφού Δασκάλου.

 

Πέρασαν πολλά απ’ αυτά που οι άνθρωποι ονομάζουν «χρόνια» κι ο νεαρός Ιαν-Σε είχε γίνει πια Σοφός. Ήταν τώρα μόνος στον Ναό των Αέρηδων μιας και ο Δάσκαλός του, ο Νόβα-Σαν είχε προ πολλού ξεκινήσει για το Ταξίδι, αφού πρώτα του ‘χε διδάξει τους δρόμους της Γνώσης και της Σοφίας.

Advertising

Η μοναξιά τον ακολουθούσε ακόμη κι όταν οι βροχές μαστίγωναν τον Ιερό Τόπο ή όταν κάθονταν στον νάρθηκα του Ναού, όταν λυσσομανούσαν οι αέρηδες και όταν πάλι στοχάζονταν βυθισμένος στην έκσταση εκεί, στην Πύλη του Φωτός , κάτω απ’ τα ασημένια πέπλα των Άστρων.

Η άμμος στην κλεψύδρα του Χρόνου κύλαγε ασταμάτητα  ενώ στο κατρακύλισμα κάθε της κόκκου σχηματίζονταν η απαρχή μιας νέας ρυτίδας στο ηλικιωμένο πια πρόσωπο του Σοφού Ιαν-Σε. Πάντα όμως η Χαραυγή της Επόμενης Μέρας τον εύρισκε να στέκεται στον Ουράνιο Εξώστη, τυλιγμένο στον χιτώνα του που ανέμιζε αθόρυβα απ’ τις μυριόστομες πνοές των αιωνίων αέρηδων.

Όταν δε ο ήλιος ήταν στο ψηλότερο διάβα του, μπορούσες να διακρίνεις μια αγέρωχη ψιλόλιγνη φιγούρα ανάμεσα στους χίλιους ίσκιους που σχημάτιζαν οι χρυσές κολώνες. Ακόμα κι όταν η μέρα ψυχορραγούσε ο Σοφός Ιαν-Σε στέκονταν στην άκρη του Εξώστη με το βλέμμα καρφωμένο στα τελευταία παιχνιδίσματα του κατακόκκινου πια ήλιου, όπως έκανε και τότε..  με τον Σοφό Δάσκαλό του. Κι ο καιρός περνούσε….

 

«Σοφέ Δάσκαλε, τι είναι αυτό το Ταξίδι»; ρώτησε δειλά ο νεαρός Κέι-Σι τον Σοφό Ιαν-Σε.

Advertising

Ο Σοφός Άντρας τον κοίταξε και αφού έμεινε σιωπηλός για λίγο, του απάντησε με φωνή ήρεμη και ζεστή:

Διαβάστε επίσης  "Η Μάσκα" του Νικόλαου Ρηγάτου

«Αν και μπορεί να δυσκολευτείς για να καταλάβεις , θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω..». Κι ο σοφός άντρας επέτρεψε στις λέξεις να διαχυθούν γύρω τους, σαν τα γλυκά θροΐσματα των αρχαίων μελωδών.

«Με το Ταξίδι αυτό θα βρεθείς σ’ έναν άλλο Κόσμο. Εκεί δεν θα υπάρχει θέση ούτε για τον Ναό των Αέρηδων, ούτε για την Πύλη του Φωτός, ούτε ακόμη για περισυλλογή . Εκεί θα βρεις μόνο αγωνία, φόβο και πόνο. Δεν θα μπορείς να καθορίζεις πάντα τις επιλογές σου, οι χαρές θα ‘ναι επιφανειακές κι οι ηδονές επίσης μόνο σαρκικές και στιγμιαίες…»

«Δηλαδή θα’ ναι κάτι το άσχημο..» μονολόγησε ο Κέι-Σι.

Advertising

«Τώρα το βλέπεις έτσι. Όταν όμως θα ανήκεις εκεί, τα πράγματα θα είναι διαφορετικά».

«Μα Δάσκαλε…πώς είναι δυνατόν να μ’ αρέσει μια τέτοια κατάσταση»;

«Κι όμως θα σ’ αρέσει.. Ίσως όχι πάντα…αλλά τον περισσότερο καιρό»

«Μα πώς; Κι  όλη αυτή η Σοφία κι αυτή η Γνώση; Δεν θα’ ναι μαζί μου για να με καθοδηγούν; Θα χαθούν; Πώς είναι δυνατόν»;

Advertising

« Το μάντεψες. Όλα θα γίνουν ακριβώς όπως το’ πες.. Όλα αυτά που βιώνεις τώρα θα σβήσουν απ’ τη μνήμη σου.. Όλα! Κι ο Ναός των Αέρηδων, η Σοφία, η Γνώση, η Δύναμη..  Ακόμη κι εγώ κι όλα αυτά που σου έμαθα, θα χαθούμε απ’ την θύμησή σου και ίσως μόνο ορισμένες στιγμές, μερικά απ’ αυτά, θα ξεπηδούν για λίγο απ’ το πηγάδι της λήθης μα γρήγορα πάλι θα βυθίζονται μέσα του αφήνοντάς σου μια παραπλανητική εντύπωση κάποιου ξεχασμένου, σαν όνειρο παρελθόντος..»

«Μα αν είναι έτσι, τότε γιατί πρέπει να πάμε εκεί»;

«Γιατί έτσι ορίζει το Σύμπαν. Ανήκουμε όλοι μας σ’ ένα αέναο κύκλο Συμπαντικής Διαδρομής. Έρχεσαι εδώ, μαθαίνεις, γίνεσαι Σοφός και μετά πας Εκεί. Στο μέρος εκείνο θα περάσεις κρίσιμες στιγμές κι ανάλογα με τα έργα σου θα πας αλλού και μετά αλλού…Το Ταξίδι σου θα συνεχίζεται με σκοπό να φτάσεις στον προορισμό σου. Τότε είναι που θα κλείσεις τον Κύκλο σου..»

«Δηλαδή Δάσκαλε»;

Advertising

Ο Σοφός άντρας κοίταξε μακριά και μετά μίλησε αργά και σταθερά¨

Διαβάστε επίσης  "Η χώρα των μηχανών" της Αθηνάς Κούνιου

«Κάποτε θα ξαναγυρίσεις εδώ..»

Ο Μαθητής προσπάθησε να ακολουθήσει το βλέμμα του Δάσκαλου. Χωρίς να τα καταφέρει, ρώτησε ξανά:

«Κι εσύ Σοφέ Δάσκαλε; Πού θα είσαι όλο αυτόν τον καιρό; Τι θα κάνεις εσύ»;

Advertising

«Θα ακολουθήσω και εγώ τον Μεγάλο Δρόμο που με περιμένει. Μα να ξέρεις ότι αν και εμείς δεν θα θυμόμαστε τίποτα από όλα αυτά, εδώ πάντα θα υπάρχει μια θέση για μας..»

Αργά – αργά, ο Σοφός Ιαν – Σε τράβηξε κατά την Πύλη του Φωτός με τα εκατόν ένα κεριά και με τον Κέι-Σι να ακολουθεί. Κοντοστάθηκε κι αμέσως μετά γύρισε και τον ρώτησε:

«Τι βλέπεις»;

«Τα κεριά…»

Advertising

«Τι σκέφτεσαι»;

«..Φως,.. ζέστη» απάντησε χωρίς να το πολυσκεφτεί ο νεαρός Μαθητής.

«Κι όμως.. κάποτε θα νοιώσεις..» είπε ο Σοφός Ιαν-Σε.

 

Έκανε δύο ακόμη βήματα, γυρνώντας την πλάτη του στον νεαρό μαθητή του. Το βλέμμα του βυθίστηκε στο χαμογελαστό πρόσωπο του δικού του Δασκάλου, του Νόβα-Σαν που λικνίζονταν παιχνιδιάρικα ανάμεσα σε τόσα άλλα πρόσωπα αποτυπωμένα στις εκατόν ένα φλόγες των εκατόν ένα κεριών, που ήταν επιμελώς τοποθετημένα στο χρυσό μανουάλι.

Advertising

 

«Σοφέ Δάσκαλε…Πες μου τουλάχιστον, πώς λέγεται εκείνο το μέρος όπου θα πάμε με αυτό το Ταξίδι»; τον απέσπασε από τις μακάριες σκέψεις του, ο Κέι-Σι.

Ο Σοφός Ιαν-Σε έμεινε για μια στιγμή ακίνητος και αφού υποκλίθηκε διακριτικά, πισωπλάτησε βγαίνοντας απ’ τον Ναό των Αέρηδων κατευθυνόμενος προς τον Ουράνιο Εξώστη. Εκεί στάθηκε ακίνητος κάτω απ’ την ησυχία των Άπειρων Άστρων και περικυκλωμένος από μυρωμένες ανάσες των παμπάλαιων Ανέμων.

 

Ο Κέι-Σι τον ακολούθησε προσδοκώντας την απάντηση.

«Λοιπόν, θα μου πεις Σοφέ Δάσκαλε»; τον ρώτησε για τελευταία φορά.

Advertising

 

Ο Ιαν-Σε, χωρίς να τον κοιτάζει και με το βλέμμα καρφωμένο στο άπειρο απάντησε μονολεκτικά :

 

«…Ζωή»!

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Eggers

Το σινεμά τρόμου του Robert Eggers

Ο Νεοϋορκέζος Robert Houston Eggers, φέτος συμπληρώνει την τέταρτη κατά

Βραδιές με δωρεάν προβολές στα Ιωάννινα!

Οι κινηματογραφικές προβολές συνεχίζονται με τις κινηματογραφικές αίθουσες να γεμίζουν!