Σε αυτη την στήλη θα μοιραστω μαζι σας, μια ιστορια σε συνέχειες. Καθε Πέμπτη θα δημοσιευουμε ενα μέρος της ιστοριας. Ελπιζω να περασουμε όμορφα και να αγαπησετε τους ηρωες, όσο τους αγάπησα και εγώ…
Το καλοκαίρι πλησίαζε ολοταχώς! Όλα συνηγορούσαν για την άφιξή του! Η θερμοκρασία περιβάλλοντος είχε ανέβει τουλάχιστον 10 βαθμούς! Τα ανοιξιάτικα ρούχα σιγά σιγά έδιναν τη θέση τους στα καλοκαιρινά! Οι τέντες των διαμερισμάτων, κυρίως εκείνων που «έβλεπαν» ανατολικά και δυτικά, κατέβαιναν για «ξεκαλοκαίριασμα». Τα διάφορα σκιερά σημεία γίνονταν απαραίτητα πια! Όλο και πιο συχνά έβλεπες ιδρωμένα πρόσωπα γύρω σου! Αρχές Ιούνη! Σύμφωνα με το ημερολόγιο απείχε δεκαπέντε μέρες από την επίσημη άφιξή του! Ωστόσο «μύριζε» ήδη και μάλιστα έντονα, προς δόξα των «παλαιότερων έμπειρων», περί των καιρικών φαινομένων που έλεγαν: «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει»
Το εργοστάσιο είχε αρχίσει να γίνεται αποπνικτικό! Κάτι τα μηχανήματα, κάτι ο κλειστός χώρος, κάτι η διαρκής κινητικότητα, ανέβαζαν ακόμη περισσότερο τη θερμοκρασία! Οι εργάτες είχαν αρχίσει να δυσανασχετούν και να ζητούν από τη διεύθυνση να ανάψουν τα κλιματιστικά! Οι μόνοι που δεν διαμαρτύρονταν, ήταν δυο νεαροί δεκα επτάχρονοι φίλοι!
Αυτοί είχαν βρει ένα πρωτότυπο τρόπο να εκφράσουν την «διαμαρτυρία τους». Περισσότερο ονειρεύονταν τις διακοπές, παρά δούλευαν! Ο εργοδηγός τους έβαζε χέρι συνέχεια τις τελευταίες μέρες!
«Τι θα γίνει ρε σεις θα δουλέψετε;». Ήταν καλό παιδί ο Σταμάτης! 30ρης πια αυτός, καταλάβαινε απόλυτα τη «φυγή» τους! Είχε περάσει κι αυτός, από πολύ νεαρή ηλικία, τα ζόρια που περνούσαν οι δυο φίλοι! «Σας επιστώ την προσοχή», τους έλεγε κάνοντας λάθος επί τούτου στη λέξη «εφιστώ», ίσως για να απαλύνει λίγο την έντονη παρατήρησή του προς τα δυο νεαρά αγόρια! Αυτοί έριχναν μια ματιά ο ένας στον άλλον με νόημα, χαμογελούσαν με το «λάθος» του εργοδηγού κι έσκυβαν στη δουλειά τους. Δουλειά! Χαμαλίκι το έλεγαν αλλά το έκαναν! Η ανάγκη βλέπεις!
Την ώρα του διαλειμματος, οι δυο φίλοι συζητούσαν με λαχτάρα, για την ώρα που επιτέλους θα έκλεινε το εργοστάσιο για τις διακοπές!
«Πλησιάζει το καλοκαιράκι φίλε Πάνο! Να καταφέρω να φύγω λίγες μέρες από δω! Έχω ανάγκη από ξεκούραση».
«Έχεις απόλυτο δίκιο Πέτρο, αυτή η χρονιά ήταν αρκετά δύσκολη. Σχολείο το πρωί, δουλειά το απόγευμα, το βράδυ μέχρι αργά διάβασμα, δεν θα αντέξουμε για πολύ ακόμα! Χρειαζόμαστε λίγες μέρες να ξεσκάσουμε και εμείς σαν παιδιά. Βλέπεις εμείς είμαστε φτωχόπαιδα και πρέπει να δουλέψουμε για να βοηθήσουμε τις οικογένειες μας», είπε σοβαρός ο Πάνος. «Κάποτε θα γίνουμε μεγάλοι και δυνατοί. Θα το δεις», απάντησε χαμογελαστός ο Πέτρος.
Τα δυο παιδιά γνωρίζονταν από μικρή ηλικία κι ήταν αχώριστοι φίλοι. Τα σπίτια τους ήταν πολύ κοντά και οι γονείς τους είχαν αποκτήσει μια πολύ καλή φιλική σχέση.
Ο πατέρας του Πάνου, εργαζόταν σε εργοστάσιο αρκετές ώρες την ημέρα και η μητέρα του, έραβε στο σπίτι, ρούχα, κουρτίνες, διάφορα. Δύσκολα χρόνια, μα ποτέ δεν φοβήθηκαν τη δουλειά! Έτσι, κατάφεραν να χτίσουν ένα σπιτάκι! Να βάλουν το κεφάλι τους κάτω από ένα κεραμίδι! Να μην έχουν την έγνοια του ενοικίου!
Ο Πάνος, έβλεπε την δύσκολη οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του και αποφάσισε μόνος του, να εργαστεί.
Ένα απόγευμα άκουσε από τον πατέρα του ότι στο εργοστάσιο που δούλευε ζητούσαν εργάτες για λίγες ώρες. Το συζήτησε αμέσως με τον Πέτρο και τα δυο παιδιά δίχως την έγκριση των γονιών τους πήγαν αμέσως να ζητήσουν δουλειά. Ήταν πολύ ώριμα παιδιά και τα δυο παρότι ήταν μόνο δεκαεπτά χρονών.
«Τέλειωσε φίλε» είπε ο Πάνος. «Πρέπει να κάνουμε κάτι και εμείς , να βοηθήσουμε! Τι άντρες είμαστε; Να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας».
Και όπως το είπαν το έκαναν. Οι γονείς του Πάνου, αντέδρασαν στην αρχή, γιατί φοβήθηκαν ότι θα αμελούσε τα μαθήματα του και φυσικά, γιατί πήρε την πρωτοβουλία μόνος του. Εκείνος αποφασισμένος, τους εξήγησε πως δεν θα αμελούσε τίποτα και πως ήθελε πάνω από όλα να βοηθήσει οικονομικά. Το ίδιο έγινε και στο σπίτι του Πέτρου.
Ο πατέρας του Πέτρου ήταν έμπορος. Είχε ένα κατάστημα με υφάσματα και πήγαινε καλά στην αρχή! Με τα χρόνια όμως στην περιοχή, άνοιξαν πολλά τέτοια μαγαζιά κι άρχισε να μειώνεται σταδιακά η δουλειά του.
Τα έβγαζε πέρα δύσκολα και προσπαθούσε να μη λείψει τίποτα στην γυναίκα του και στον μοναχογιό του. Όμως τα τελευταία χρόνια δεν πήγαινε καλά και είχε αρχίσει να απελπίζεται. Έτσι ο Πέτρος αποφάσισε να τον βοηθήσει .
«Είμαι δεκαεφτά χρονών πατέρα, μπορώ να δουλέψω και συγχρόνως να έχω και το σχολείο μου. Τόσα παιδιά δουλεύουν δεν θα είμαι ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος. Μαζί με τον πατέρα του Πάνου θα είμαστε, άφησε με να προσφέρω κάτι και εγώ στην οικογένειά μου», είπε ένα βράδυ .
(Η συνέχεια την άλλη Πέμπτη).