Αποτίμηση δημοσκόπησης: Ρουά ματ σε κάθε “μαύρο βασιλιά”
Σημαίνοντας τη λήξη της διορίας ενός ακόμη δημοσκοΠΕΣ, είμαστε πια σε θέση ν’ αναλύσουμε και πάλι τις απαντήσεις σας στις ερωτήσεις που θέσαμε, περί δικαιοσύνης, αυθαιρεσίας και κοινωνίας. Χρειάζεται, αρχικά, να επισημανθεί πως η πλειονότητα των αναγνωστών μας εμπιστεύεται την κρίση της ελληνικής δικαιοσύνης, υποστηρίζοντας τις αποφάσεις και τα πορίσματά της. Την αμεροληψία και την αντικειμενικότητα που επιδεικνύει ως προς την επίλυση κι εκδίκαση κάθε είδους αυθαιρεσίας. Ωστόσο, για το 72%, η κοινωνία, καταδικάζοντας το θύτη κι “αγκαλιάζοντας” το θύμα προστατευτικά, διαδραματίζει εξίσου σημαντικό ρόλο στην κάθαρση κι εξάλειψη παντός τύπου εγκλήματος. Ας εξετάσουμε, τώρα, το ζήτημα εκτενέστερα…
Δικαιοσύνη Vs αυτοδικία
Όπως προαναφέρθηκε η πίστη στην αμεροληψία και τη δράση- εν γένει- της δικαιοσύνης θεωρείται δεδομένη από το μεγαλύτερο ποσοστό των αναγνωστών. Η κοινωνία φαίνεται να εμπιστεύεται τις υποθέσεις των θυμάτων και το είδος της ποινής των θυτών, στα δικαστικά όργανα, γι’ αυτό και δεν προβαίνει επ’ ουδενί σε πράξεις αυτοδικίας. Όταν πάλι νιώσει πως αδικείται από τυχόν απόφαση, δέχεται συγκαταβατικά το αποτέλεσμα.
Κοινωνία κι έγκλημα
Έως τώρα πραγματοποιήθηκε αναφορά στο ρόλο των θεσμικών οργάνων της Δικαιοσύνης απέναντι στο εκάστοτε έγκλημα που διαπράττεται. Τί συμβαίνει, όμως, σε σχέση με την κοινωνία; Διαθέτει η τελευταία το δικαίωμα της αποπομπής του δράστη και του εξαγνισμού, της εξιλέωσης του θύματος; Για τους περισσότερους αναγνώστες η απάντηση- άρα κι η αλήθεια- βρίσκεται κάπου στη μέση…
Αρχικά, το έγκλημα διαπράττεται εντός της κοινωνίας. Στους κόλπους της γεννάται, οργανώνεται και διεκπεραιώνεται. Ο εγκληματίας από την άλλη πλευρά, αποτελεί κι αυτός μέρος του συνόλου, τμήμα του όλου που ονομάζεται κοινωνία. Ζει εντός της, παραδειγματίζει και παραδειγματίζεται μέσω των πράξεών του. Συνεπώς, η κοινωνία έχει λόγο και δικαίωμα στην αποδοκιμασία, την κατάδειξη της πράξης του ως κατακριτέας, θέτοντάς τον ακόμη και στο περιθώριο.
Αντιθέτως, υπάρχει σαφώς κι η άποψη κατά την οποία η κοινωνία και τα μέλη της διακατέχονται από πάθη κι αδυναμίες. Είναι ικανά, ταυτίζοντας τον εαυτό τους με το θύμα, μέσω της ικανότητας της ενσυναίσθησης, ορμώμενα από βίαια ένστικτα, να προβούν σε πράξεις και λεγόμενα ακραία, όμοια του δράστη, εγγίζοντας, έτσι, τα όρια της ανθρωποφαγίας. Τυφλώνονται ουκ ολίγες φορές από την συμπόνοια τους προς το θύμα και δε δύνανται να κρίνουν απολύτως αντικειμενικά το εκάστοτε γεγονός. Στο σημείο αυτό εμφανίζεται η δικαιοσύνη προκειμένου να πράξει τα δέοντα, απαλλαγμένη από συναισθηματισμούς κι αμεροληψίες, αποδίδοντας στην κάθε πλευρά εκείνο που πραγματικά αξίζει.
Σε κάθε περίπτωση, η ηχηρή αντίδραση του συνόλου κι ο ψόγος έναντι του θύτη, συμβάλλουν- κατά την πλειοψηφία των αναγνωστών- στην ψυχική ανακούφιση κι ηθική αποκατάσταση του θύματος. Το τελευταίο βιώνει την αμέριστη στήριξη του όλου, αποκτά ξανά ισχύ ως προσωπικότητα, αισθάνεται δικαίωση. Βεβαίως, η κοινωνία δεν κατέχει ούτε κι εποφθαλμιά το ρόλο του δικαστηρίου. Καταδικάζει, ωστόσο, βάσει των κανόνων, των ορίων και της ηθικής που τη διέπουν κάθε επιλήψιμη πράξη. Η τιμωρία του δικαστηρίου ενδεχομένως να μη συγκρίνεται με εκείνη που θέτει το κοινωνικό σύνολο. Άλλωστε, κι η φυλακή θεωρείται κοινωνική ομάδα. Η απομόνωση που υφίσταται το άτομο, όμως, κι ο κοινωνικός ψόγος, μπορούν πραγματικά να αποβούν μοιραία, αποτελώντας τη χείριστη των ποινών για ένα κοινωνικό ον σαν τον άνθρωπο. Τί θ’ απογίνει, άλλωστε, ο “μαύρος βασιλιάς” αν δεν έχει τη δυνατότητα να ξαναπαίξει έστω μία παρτίδα σκάκι με τα άλλα πιόνια;