«Στα δεκαπέντε μου σταμάτησα το σχολείο.
Ήταν μια απόφαση ξαφνική, οριστική κι αμετάκλητη.»
Ακολούθησε μια παύση κατά τη διάρκεια της οποίας η Ουρανία βαριαναστέναξε.
«Δε μου το συγχώρεσε ποτέ η μάνα μου.
“Ουι Χάμπομ, έκσες ντο λέει η παλαλέσα η θαγατέρας;
Γι’ αυτό πα εξέγγες τον τρανότερο βαθμό;
Μια δεσκάλτσα πα να ίνεσαι˙ μια δικηγορέσα!
Ντο θα εφτάς στη ζωής αν φεβς απ’ το σχολείον;
(Αμάν Χάμπο μου, άκουσες τι λέει η τρελή η κόρη σου;
Γι’ αυτό έβγαλες τον μεγαλύτερο βαθμό;
Μια δασκάλα πρέπει να γίνεις˙ μια δικηγόρος!
Τι θα κάνεις στη ζωή σου αν φύγεις απ’ το σχολείο;)”
,έλεγε και ξανάλεγε, γιατί το είχε μεγάλο καημό το να σπουδάσω.
Το πήρε μάλιστα τόσο βαριά, που έσπασε όλα τα ποτήρια και τα πιάτα που στράγγιζαν στον πάγκο της κουζίνας. Ήξερε καλά ,βλέπεις, πως ήμουν αγύριστο κεφάλι και δεν θα μου άλλαζε εύκολα γνώμη.
Αφού σταμάτησε να χτυπιέται σαν υστερική και δεν απέμεινε τίποτα άλλο για να σπάσει, της ανακοίνωσα πως ήθελα να ασχοληθώ με τα γελάδια, δίπλα στο θείο Γιώτη, να βοηθήσω να πραγματοποιηθεί το όνειρο που είχαν μαζί με τον πατέρα, που δεν ήταν άλλο πέρα απ’ τη δημιουργία μιας σύγχρονης κτηνοτροφικής μονάδας!
Τότε μόνο σώπασε˙ όχι γιατί βρήκε ικανοποίηση στο άκουσμα της ιδέας μου, αλλά επειδή το σοκ που δέχτηκε ήταν τόσο μεγάλο, που δεν ήξερε με ποιο τρόπο να αντιδράσει.
“Ο θείος θα μου μάθει τα πάντα για τη δουλειά. Θα τα καταφέρω μάνα˙ θα το δεις!” της είπα, ερμηνεύοντας τη σιωπή της ως ένα θετικό σημάδι.
Το μόνο που την ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή όμως, ήταν το πως θα οργάνωνε τις δικές της κινήσεις.
“Τότε θα μιλήσω μαζί του”.
»Πριν αποκαλύψω στης μάνας μου εκείνα που σχεδίαζα, είχα φροντίσει να επισκεφτώ πρώτα το σπίτι του θείου Γιώτη˙ δέχτηκε με ενθουσιασμό την απόφασή μου.
Με ξεπροβόδισε μάλιστα στην αυλή, για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια που μπαινόβγαινα στο σπίτι τους.
Άνοιξε την εξώπορτα για να περάσω και μου χαμογέλασε.
Ανταπέδωσα εκείνο το χαμόγελο φανερώνοντας την ικανοποίηση που ένιωθα για την εμπιστοσύνη που μου έδειχνε.
“Ο πατέρας σου θα σε καμαρώνει από εκεί που βρίσκεται!” είπε ενώ με μια αυθόρμητη κίνηση με αγκάλιασε.
Αισθάνθηκα πολύ όμορφα με εκείνο που είπε για τον πατέρα μου…
Η αγκαλιά του όμως ήταν τόσο απρόσμενη! Τη δέχτηκα σαν μια ευχάριστη έκπληξη.
Γαντζώθηκα με δύναμη γύρω από τον κορμό του, έκλεισα τα μάτια μου και παραδόθηκα στο στοργικό χάδι ενός άντρα, που πάντα πίστευα πως ήταν απόμακρος, εργασιομανής και ψυχρός, σαν άνθρωπος.
»Γιατί δεν μου είχε φερθεί με τέτοια τρυφερότητα ποτέ πριν;
Ο πόνος για το θάνατο του πατέρα δεν θα ήταν ίδιος.
Στο δρόμο για το σπίτι, θυμήθηκα το πως είναι να νιώθεις ασφάλεια και σιγουριά.
Μια αίσθηση που λίγο αργότερα θα αντίκριζε η μάνα μου, ζωγραφισμένη στα μάτια μου.
Όπως ήταν φυσικό, ποτέ δεν βρήκε τον σύμμαχο που έψαχνε στο πρόσωπο του θείου Γιώτη, πράγμα που την έκανε να θυμώσει μαζί του, αφού πίστευε πως μόνο εκείνος μπορούσε να με αποτρέψει από το να πραγματοποιήσω τα παράλογα σχέδιά μου.
Η θεία Κίτσα πάλι, με υπερασπίστηκε λέγοντας πως με τη δουλειά θα κατάφερνα να φτιάξω την προίκα μου κι έτσι θα αυξάνονταν οι πιθανότητες να βρω έναν καλό γαμπρό.
Ενώ με το σχολείο και τα γράμματα κινδύνευα να μείνω στο ράφι.
Θυμάμαι πως εκείνη την περίοδο δεν με ενδιέφερε ούτε το αν θα γινόμουν στο μέλλον δασκάλα ή δικηγόρος, ούτε βέβαια η δημιουργία μιας αξιόλογης προίκας με σκοπό να προσελκύσω ένα καλό γαμπρό.
Ειδικά ο δεύτερος λόγος με άφηνε παντελώς αδιάφορη!
Ωστόσο, το καινούριο σχίσμα που δημιουργήθηκε ανάμεσα στις δύο οικογένειες, με βρήκε να στέκομαι απ’ την πλευρά των θείων μου αυτή τη φορά. Κι αυτό γιατί η θετική τους αντίδραση στην απόφασή μου να εγκαταλείψω το σχολείο, εξυπηρετούσε το σκοπό μου, που δεν ήταν άλλος από το να βρίσκομαι κοντά στον Λεωνίδα..»
Η Ουρανία σταμάτησε ξαφνικά τη διήγησή της κι έμεινε ακίνητη να κοιτάζει τον συννεφιασμένο ουρανό, πίσω από το μεγάλο παράθυρο του γραφείου.
Επέλεξε να αλλάξει τον εαυτό της στην πιο ευαίσθητη ηλικία, μόνο για να μπορεί να βρίσκεται κοντά στον Λεωνίδα.
Θυμήθηκε αυτή τη λαχτάρα που έκαιγε τότε τα σωθικά της, απορώντας με τον ίδιο της τον εαυτό.
Πως ήταν δυνατόν να είχε ξεμυαλιστεί σε τέτοιο βαθμό, από έναν άντρα που σήμερα μισούσε τόσο πολύ;
«Ποια ήταν η εξέλιξη αυτής της αλλαγής τελικά;»
«Η εξέλιξη;
Η αλήθεια είναι πως πολύ γρήγορα άρχισα να δικαιώνομαι για τις επιλογές μου.
Ο θείος προσάρτησε πολλά από τα κοπάδια του Ριζοχωρίου, στο σύνολο των ζώων που είχαμε αναλάβει την ευθύνη της βοσκής.
Αγόρασε παράλληλα και δέκα αγελάδες της ράτσας holstein, αυξάνοντας σημαντικά τη γαλακτοπαραγωγή μας.
Την ίδια εποχή, τα συνεταιριστικά σχέδια που έκαναν μαζί με άλλους κτηνοτρόφους της περιοχής, άρχισαν πλέον να τοποθετούνται σε μια σταθερή βάση υλοποίησης.
Η δημιουργία ενός συνεταιρισμού που θα προστάτευε τα δικαιώματά μας και θα πίεζε προς κάθε κατεύθυνση για την ύπαρξη των κατάλληλων συνθηκών της αγοράς, ήταν απαραίτητη. Η ενεργή ανάμειξή μου σε όλες τις δουλειές, θαρρείς πως έφερε στον θείο μου έναν αέρα αισιοδοξίας, που ο ίδιος μετέτρεπε σε οργασμό δημιουργικότητας».
«Με τον Λεωνίδα; Πως εξελίχθηκε η σχέση σας;»
«Η σχέση μας έμοιαζε με ρομαντική ταινία εκείνης της εποχής!
Αν και η δική μου μετάλλαξη ήταν ολοκληρωτική και πολυεπίπεδη…
Αφού από μαθήτρια ερωτευμένη με ποιητές και στίχους, έγινα μια γελαδάρισσα που έβοσκε ζώα στις βουνοπλαγιές και κουβαλούσε μπάλες από άχυρο στο χωράφι˙ ωστόσο συνέβαινε ταυτόχρονα και μια αλλαγή στη συμπεριφορά του Λεωνίδα!
Ο άξεστος, χωρίς τρόπους και μισογύνης άντρας, είχε μεταμορφωθεί σε έναν τρυφερό συνεργάσιμο και συγκαταβατικό νέο.
Με βοηθούσε σε κάθε δυσκολία που αντιμετώπιζα με τα ζώα, αποκαλύπτοντάς μου τα πολύτιμα μυστικά του επαγγέλματος.
Παράλληλα εξέφραζε το θαυμασμό του για την ταχύτητα με την οποία μάθαινα και για τον τρόπο που ανταποκρινόμουν σε όλες τις δυσκολίες της δουλειάς».
«Πέρα απ’ τη δουλειά; Η ερωτική σας σχέση, πως εξελίχτηκε;»
«Η ερωτική μας σχέση˙ τι ήθελες να γίνει βρε Ορέστη σε μια κλειστή κοινωνία της δεκαετίας του εξήντα;
Δε λέω, είχαμε κάποιες πιο προσωπικές στιγμές… Πάντα όμως μυστικά και μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα.
Σιγά σιγά μου έμαθε να ιππεύω την Ανδρομάχη –όπως είχε ονομάσει το άλογό του ̶ και μου έταξε το πρώτο πουλάρι που θα γεννούσε˙ όταν με το καλό ερχόταν εκείνη η ώρα…
Δεν ήμουν πλέον για εκείνον ένα κακομαθημένο αγοροκόριτσο, αλλά μια δυναμική αμαζόνα! Μία αληθινή καουμπόισσα!
Στο πρόσωπο του Λεωνίδα είχα βρει τον άνθρωπο που μπορούσα να στηριχτώ για να ανοίξω τα φτερά μου και να πετάξω!
Να δω τον κόσμο και πάλι από ψηλά!»
«Θα πρέπει να ένιωθες πολύ ευτυχισμένη;!»
«Κανονικά, έτσι θα έπρεπε. Όμως, η αλήθεια είναι πως υπήρχε κάτι που δεν μου επέτρεπε να ζήσω τον έρωτά μου έτσι όπως τον ονειρευόμουν».
Ακολούθησε άλλη μια παύση διαρκείας από την Ουρανία, προσπαθούσε να ανακαλέσει στη μνήμη της τα χαρακτηριστικά αυτού του κάτι˙ ήμουν βέβαιος πως θα πρέπει να είχε τεράστια δύναμη, αφού ήταν ικανό να υπονομεύσει μια τέτοια ευτυχία.
«Κάτι ή κάποια, Ουρανία;»
«Είναι στιγμές Ορέστη, που νομίζω πως διαβάζεις τη σκέψη μου!»
«Απλά δίνω μεγάλη προσοχή σε όσα μου διηγείσαι.
Όταν είπες πριν “δεν μου το συγχώρεσε ποτέ η μάνα μου”…
Ήταν σαν να έβγαινε από μέσα σου ένας μεγάλος καημός.»
«Σαν μια σκιά πλανιόταν η πίκρα της από πάνω μου μέχρι τη μέρα που έφυγε!»
Μόλις που πρόλαβε να αρθρώσει αυτή τη φράση κι αμέσως ξέσπασε σε λυγμούς, κρύβοντας το πρόσωπο μέσα στα δυο της χέρια.
Άλλο ένα παγωμένο συναίσθημα δειλά-δειλά εμφανίζεται, σκέφτηκα…
Με κοίταξε κλαίγοντας, σαν να ήθελε να εξομολογηθεί κάτι που τη βάραινε.
«Η αλήθεια Ορέστη είναι πως η μάνα μου έφυγε, μα εκείνη η σκιά παρέμεινε για να βαραίνει τη συνείδησή μου παντοτινά!»
Αν και η συγκεκριμένη δήλωση έμοιαζε με αποκάλυψη, αισθανόμουν πως η Ουρανία εξέφραζε τη μισή αλήθεια γύρω από το παγωμένο συναίσθημα που είχε ανασύρει απ’ το υπόγειο.
Η μισή αλήθεια˙ πάντα κάτι κρύβει!
Το να εκφράζει ο γονιός δυσαρέσκεια, για μια απόφαση που πήρε το παιδί του στην ηλικία της εφηβείας, είναι μια συνηθισμένη κατάσταση. Πολύ συχνά μάλιστα, γίνεται η αιτία να δημιουργηθούν εντάσεις και προστριβές στη μεταξύ τους σχέση.
Καθώς όμως ο χρόνος κυλάει και η ζωή χαράζει ξεχωριστά μονοπάτια για τον καθένα, αυτές οι σχέσεις επαναπροσδιορίζονται και οι πληγές που πιθανόν να δημιουργήθηκαν επουλώνονται.
Στην περίπτωση της Ουρανίας όμως, είναι υπερβολή το να θεωρηθεί πως η απόφασή της να εγκαταλείψει το σχολείο δημιούργησε μια πληγή στη σχέση που είχε με τη μητέρα της.
Μια πληγή που δεν έκλεισε ποτέ μάλιστα… Και μια πίκρα που η μάνα της πήρε μαζί της, στον τάφο.
Έχω την εντύπωση πως η αδικαιολόγητη συντήρηση τύψεων, εμπόδισε για άλλη μια φορά την Ουρανία να διαχειριστεί το πένθος της.
Επειδή δεν ήθελα όμως να βαρύνω περισσότερο το κλίμα και τη διάθεσή της, που ήταν ήδη επιδεινωμένη, αποφάσισα να κινηθώ πλευρικά, παρακάμπτοντας για την ώρα το συγκεκριμένο πρόβλημα.
«Θα ήθελες να μου μιλήσεις για την ημέρα του γάμου σου;»
Σκούπισε τα μάτια της με ένα χαρτομάντιλο, παραμένοντας για λίγο σιωπηλή, μέχρι που στο πρόσωπό της εμφανίστηκε εκείνη η ψυχρή έκφραση, που είχα αρχίσει να πιστεύω πως δεν θα ξαναέβλεπα.
«Μην ψάχνεις για άλλη ευτυχία Ορέστη.
Ο γάμος μου δεν είχε γλέντι, δεν έγινε χαρά.
Όπως σου είπα, οι καβγάδες με τη μάνα μου δεν με άφηναν να χαρώ τις όμορφες στιγμές που περνούσα στο πλευρό του Λεωνίδα.
Παρόλο που με τη δουλειά μου είχα ανακουφίσει και την ίδια από τον δικό της καθημερινό φόρτο εργασίας.
Ωστόσο, τα επαγγελματικά μας που πήγαιναν καλά, αλλά και η ψυχική μου ευφορία, θαρρείς πως την εξόργιζαν περισσότερο.
Υπήρχαν μάλιστα φορές που τα νεύρα της ήταν τόσο πολλά, που μετακόμιζα στο σπίτι των θείων μου μέχρι να ηρεμήσει.
»Λίγο μετά τα Χριστούγεννα, κι αφού είχε ήδη χαθεί η μισή σχολική χρονιά, η μάνα μου έπαψε να ασχολείται με την αυτοκαταστροφική επιλογή μου να αφήσω το σχολείο.
Στο εξής θα έψαχνε απεγνωσμένα να βρει οποιοδήποτε λόγο˙ μια αιτία τέλος πάντων, προκειμένου να στήνει κάποιον καβγά και να εκτονώνει την οργή της.
Αυτή η συμπεριφορά της, την έκανε να φαίνεται στα μάτια μου σαν μια κακιασμένη μητριά!
Μέχρι που με την έλευση της Άνοιξης, βρήκε τελικά ένα σοβαρό λόγο για να γκρινιάζει.
Η αφύσικη για την εποχή αλλά και τη μικρή μας κοινωνία δραστηριότητά μου, καθώς και τα πήγαινε-έλα στο βουνό παρέα με τον Λεωνίδα, έγιναν η αιτία να ακουστούν στο χωριό διάφορα σχόλια για μένα που δεν ήταν καθόλου κολακευτικά!
Ειδικότερα η καθημερινή επαφή με τον Λεωνίδα, είχε κάνει τη μάνα μου έξω φρενών!
Θεωρούσε πως το να χαριεντίζομαι με έναν αγράμματο τσομπάνη στα βουνά και στα λαγκάδια ολημερίς, ήταν μια απρεπής συμπεριφορά˙ μια “κατρακύλα” όπως την έλεγε, που ξεπερνούσε σε μέγεθος ακόμη και την εγκατάλειψη του σχολείου.
Κι όπως μου είπε μια μέρα τη στιγμή που με άρπαξε για πρώτη φορά απ’ τα μαλλιά: αν συνέχιζα με αυτά τα μυαλά, το αποτέλεσμα θα ήταν να περπατάω και να με φτύνουν όλοι στο χωριό!
Επειδή δεν σκόπευα να ανεχτώ μια τέτοια συμπεριφορά, αποφάσισα να μετακομίσω μόνιμα στο σπίτι του θείου Γιώτη.
Όπως ήταν φυσικό, στη δική μου συμπεριφορά, αποφάσισε να αντιδράσει με τον μοναδικό τρόπο που γνώριζε.
Βρήκε τον θείο Γιώτη και τον κατέστησε υπεύθυνο για την τιμή και την υπόληψή μου, που συζητιόταν σε όλο το χωριό.
Στο άκουσμα αυτών των ειδήσεων ο θείος Γιώτης –που δεν είχε την παραμικρή ιδέα για όσα συνέβαιναν ανάμεσα σε μένα και τον υπάλληλό του– θύμωσε πολύ κι αποφάσισε να αναλάβει ο ίδιος δράση.
»Ήταν μήνας Μάιος κι ολόκληρη η φύση ερωτοτροπούσε.
Μάλλον αυτός θα πρέπει να ήταν ο λόγος που ο Λεωνίδας θέλησε να ανακαλύψουμε τον έρωτα, ακολουθώντας το πάθος που σιγόκαιγε τα κορμιά μας».
Με την άκρη του ματιού μου πρόσεξα ότι, καθώς η Ουρανία προσπαθούσε να μου μιλήσει για την πρώτη ερωτική της εμπειρία, είχε κοκκινίσει στο πρόσωπο, ενώ την ίδια στιγμή απέκτησε ένα ανεπαίσθητο τραύλισμα στην ομιλία˙ λες και οι λέξεις αρνούνταν να βγουν από το στόμα της.
«Πως ένιωθες εσύ βιώνοντας αυτή την εμπειρία;»
«Πολύ μπερδεμένη! Από τη μια θεωρούσα πως κάναμε κάποιο λάθος, όταν προχωρήσαμε πέρα από το φιλί στο στόμα, φτάνοντας να εξερευνούμε με χάδια τα κορμιά μας˙ κι απ’ την άλλη, δεν ήθελα να επιμείνω στην αρχική μου άρνηση, γιατί όσο ο Λεωνίδας συνέχιζε να εξερευνά το ημίγυμνο κορμί μου, τόσο φούντωνε μέσα μου η γλυκιά αίσθηση της ηδονής. Μου ήταν αδύνατο να μην ακολουθήσω εκείνη την ηδονή Ορέστη.
Πρώτη φορά ένιωθα πως το σώμα μου είχε νικήσει το νόμο της βαρύτητας!
Ανάλαφρη και μουδιασμένη καθώς ήμουν, θέλησα να μάθω το πόσο ψηλά μπορούσε να με οδηγήσει εκείνος ο δαίμονας».
«Δαίμονας;»
«Ναι, από την ευδαιμονία που ένιωθα!»
«Τι ήταν εκείνο που έμαθες τελικά;»
Δεν την κοιτούσα πλέον, επειδή κατάλαβα πως αυτό την βοηθούσε να μιλήσει πιο ελεύθερα για την εμπειρία της.
Ενώ περίμενα να απαντήσει, άκουσα να στενάζει μέσα στη σιωπή της.
«Εκείνο που έμαθα Ορέστη, είναι πως όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις, τόσο πιο επώδυνη γίνεται η απότομη πτώση!»
«Τι ήταν αυτό που σε έκανε να πέσεις απότομα;»
« Ήμασταν ξαπλωμένοι κάτω από τον ήλιο, επάνω σε ένα παχύ, ευωδιαστό στρώμα από άνθη χαμομηλιού.
Ο Λεωνίδας βρίσκονταν από πάνω μου, ενώ εγώ έκλεισα τα μάτια και παραδόθηκα ολοκληρωτικά σ’ εκείνον.
Στην αρχή πίστεψα πως κάποιο σύννεφο μπήκε ανάμεσα σε εμάς και τον ήλιο ρίχνοντας επάνω μας τη σκιά του.
Την ίδια στιγμή άκουσα τον πάταγο που έκαναν τα δυο χέρια που άρπαξαν τον Λεωνίδα από τους ώμους και τον πέταξαν αρκετά μέτρα μακριά!
Άνοιξα τα μάτια μου έντρομη κι αντίκρισα τον θείο Γιώτη να στέκει από πάνω μου.
Στη βλοσυρή ματιά του διέκρινα την οργή και στον τρόπο που βαριανάσαινε την αηδία που ένιωθε για μένα.
“Φτου σου! Παλιοβρώμα! Ρεζίλι μας έκανες σ’ όλο το χωριό! Μ’ αυτόν μωρή;”
»Έκλεισα τα μάτια μου ξανά κι ευχόμουν να μην είχα γεννηθεί! Παρακαλούσα τον Θεό να με εξαφανίσει˙ έτσι απλά, να πάψω ξαφνικά να υπάρχω, μήπως κι έτσι γλίτωνα από εκείνη την ντροπή.
Μα ο Θεός θα πρέπει να είχε πιο σοβαρές δουλειές! Γιατί εκείνο το απόγευμα απουσίαζε. Ποιος ξέρει; Μπορεί να ντρέπονταν κι ο Θεός με τα καμώματά μας.
Ο Λεωνίδας τρομαγμένος καθώς ήταν, προσπάθησε να ανέβει στη φοράδα του για να τραπεί σε φυγή. Μα ο θείος μου δεν σκόπευε να τον αφήσει να ξεφύγει. Έτρεξε πίσω του βρίζοντας.
“Έλα δω ρε μπάσταρδε! Την ανιψιά μου βρήκες να χαλάσεις ρε τσογλάνι! Θα σου σπάσω το κεφάλι παλιό-αλήτη! Θα σε κάνω να φτύσεις αίμα!”
Πριν προλάβει η Ανδρομάχη να τον πάρει μακριά, τον τράβηξε εκείνος απ’ τις τιράντες που κρέμονταν πίσω του, επειδή δεν είχε προλάβει να τις φορέσει.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να πέσει από τη σέλα τη στιγμή που το άλογο άρχισε να καλπάζει τρομαγμένο.
Για κακή του τύχη, το πόδι του πιάστηκε στον αναβολέα και κομματιάστηκε καθώς το κορμί του σύρθηκε για πολλά μέτρα πάνω στο σκληρό έδαφος».
Σκεφτόμουν πως δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί χειρότερα η πρώτη εμπειρία στον έρωτα για την Ουρανία.
Συναισθάνθηκα για πρώτη φορά την αδικία, για την οποία η ίδια μου μιλούσε συχνά.
Είναι τόσο απάνθρωπος ο τρόπος με τον οποίο προσπαθούμε να καταπιέσουμε τα πιο όμορφα, τα πιο αθώα συναισθήματα που γεννιούνται κατά την ερωτική πράξη.
Μπορεί να ήταν άλλες οι εποχές και διαφορετικές οι κοινωνίες… Η αλήθεια όμως είναι πως δεν άλλαξαν και πολλά από τότε.
Συνεχίζουμε σαν κοινωνία να ενοχοποιούμε το σεξ.
Απαγορεύουμε στα παιδιά μας να εξερευνήσουν το ίδιο τους το σώμα, ενώ τα μαθαίνουμε να νιώθουν ντροπή αν κάποια στιγμή αισθανθούν οποιαδήποτε ερωτική ορμή.
Θεωρούμε πως μας προσβάλουν δυο νέοι που ερωτοτροπούν σε ένα παγκάκι μπροστά στα μάτια των περαστικών, ενώ με μεγάλη ευκολία παρακολουθούμε ανθρώπους να αλληλοσκοτώνονται στα μεσημεριανά δελτία των ειδήσεων!
«Ο Λεωνίδας παρέμεινε στο νοσοκομείο για αρκετούς μήνες! Τη γλίτωσε με πολλαπλά κατάγματα στη δεξιά κνήμη και στον αστράγαλο, δύο χειρουργεία και μερικές λάμες.
Και λέω τη γλίτωσε, επειδή δεν του έσπασε το κεφάλι τελικά ο θείος μου».
«Εσύ; Πως ήσουν; Και, τέλος πάντων, πως καταλήξατε παντρεμένοι;»
«Στους τρεις μήνες που ακολούθησαν είχα πάθει αφωνία. Δεν άρθρωσα ούτε λέξη!
Έφυγα κακήν κακώς από το σπίτι των θείων μου κι επέστρεψα στο πατρικό μου για να υποστώ έναν καθημερινό εξευτελισμό σε μορφή κηρύγματος, από τη μητέρα μου.
Μου υπενθύμιζε καθημερινά το πόσο δίκιο είχε σε όλα όσα μου φώναζε κι εγώ δεν άκουγα. Και πόσο άδικα είχα παρασύρει και την ίδια στον εξευτελισμό!
Κλεισμένη στο δωμάτιό μου, δεν ήθελα να βλέπω κανέναν, άκουγα αδιαμαρτύρητα όλες τις προσβολές, δεν έτρωγα, δεν είχα νέα του Λεωνίδα, ένιωθα ντροπή, ένιωθα οργή…
Μέχρι που άρχισα να ξερνάω!
Κι επειδή συνήθως ήμουν νηστική, ξέρναγα μοναχά πράσινη χολή!»
«Είχες αρρωστήσει;»
«Έτσι νόμιζε η μάνα μου στην αρχή. Όχι, δεν αρρώστησα… Ήμουν έγκυος!»
Χρειάστηκε να περάσουν τρεις μήνες, μέχρι να καμφθεί ο σκληρός εγωισμός της και να με σηκώσει απ’ το κρεβάτι για να με πάει στο γιατρό».
“Θεέ μ! Ντο τρανό κακό εύρε μας! (Θεέ μου! Τι μεγάλο κακό μας βρήκε!)”
»Ο Λάμπης μου είχε γεννηθεί μέσα στη μήτρα μου, κι εμείς το θεωρήσαμε μεγάλο κακό!
Καθώς έβλεπα την κοιλιά μου να φουσκώνει, αισθανόμουν και την ντροπή μου να μεγαλώνει.
Τότε, σαν από θαύμα, άρχισε η μάνα μου να αλλάζει συμπεριφορά!
Μου συμπεριφερόταν με στοργή και με καθησύχαζε λέγοντας πως όλα θα πήγαιναν καλά και πως θα στεκόταν στο πλάι μου. Ενώ για μία ακόμη φορά επισκέφτηκε τον θείο, με σκοπό να οργανώσουν οι δυο τους, το μέλλον μου».
«Τι αποφάσισαν;»
«Να μας παντρέψουν!
Ο γάμος μου δεν είχε γλέντι… Δεν έγινε χορός.
Κουμπάρα η θεία Κίτσα γίνηκε, κι ένα μπαστούνι βάσταγε ο γαμπρός.
Νυφικό δεν πρόλαβα να ράψω, με ένα παλιό μου φόρεμα παντρεύτηκα!
Η εγκυμοσύνη δεν μπορούσε να μας περιμένει.
Εξ’ άλλου, όπως έλεγαν όλοι στο χωριό…
Ο γάμος μας δεν θα’ χε προκοπή
Αυτός ο γάμος γίνηκε μονάχα από ντροπή!»