Το ξημέρωμα της επόμενης συνεδρίας με την Ουρανία με βρήκε κάπως προβληματισμένο. Ίσως επειδή ο αρχικός ενθουσιασμός μου μετά την πρώτη μας συνάντηση, άρχισε σιγά σιγά να μετατρέπεται σε απογοήτευση.
Οι σκέψεις που με βασάνιζαν, είχαν να κάνουν με το πως μια μολυσμένη πεποίθηση που είναι ριζωμένη βαθιά μέσα μας, μπορεί να δηλητηριάσει τη δική μας ζωή αλλά κι εκείνη όσων βρίσκονται δίπλα μας.
Η λανθασμένη πεποίθηση της Ουρανίας πως η ευτυχία στη ζωή δεν έρχεται χωρίς τη βοήθεια και τη στήριξη κάποιου άλλου, είχε στιγματίσει τη μισή ζωή της.
Το ότι δεν κατάφερε η ίδια να γίνει το στήριγμα του υιού της προκειμένου να βοηθήσει εκείνον στην αναζήτηση της δικής του ευτυχίας ήταν ο λόγος για να οδηγήσει στην ολοκληρωτική καταστροφή και την άλλη μισή.
Αποφάσισα να περπατήσω μέχρι την κορυφή του Χορτιάτη, ακούγοντας μουσική από έναν τυχαίο ραδιοφωνικό σταθμό με καλό σήμα.
Ο καθαρός αέρας του βουνού ενισχύει πάντα τη διάθεση˙ συμβάλλει επίσης και στην απόκτηση πνευματικής διαύγειας.
Εγώ, αντίθετα, ένιωθα την ανάγκη να συγκροτήσω τις σκόρπιες σκέψεις που δεν μπορούσα να βάλλω σε μια τάξη. Τις σκέψεις εκείνες, που είχαν να κάνουν με την αρνητική στάση της Ουρανίας απέναντι στην ίδια της τη ζωή. Σε δύο ώρες έπρεπε να την υποδεχτώ στο γραφείο μου και δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το ποια κατεύθυνση θα έδινα στη συνεδρία μας.
Παίρνοντας την τελευταία στροφή πριν το ραντάρ, το βλέμμα μου έπεσε στο πάρκο κεραιών. Σ’ αυτή την ανελέητη κακοποίηση του βουνού που μοιάζει στην όψη με τις σκαλωσιές που εμφανίζονται γύρω από ένα μνημείο, συνήθως την εποχή που το επισκέπτεσαι με σκοπό να θαυμάσεις την ομορφιά του˙ μόνο που οι σκαλωσιές δεν παραμένουν στον χώρο για πάντα και σκοπός της ύπαρξής τους είναι η προστασία του ίδιου του μνημείου από τη φθορά.
Αντίθετα, το πάρκο κεραιών και μόνιμα θα στέκει στη ράχη του βουνού και θα πλήττει ανεπανόρθωτα την ομορφιά του. Τι έχει να προσφέρει το συγκεκριμένο πάρκο για να αντισταθμίσει όλη αυτή την ασχήμια;
Πριν προλάβω να σκεφτώ μία απάντηση για τη συγκεκριμένη ερώτηση, ο σταθμός του ραδιοφώνου άρχισε να εκπέμπει την εισαγωγή ενός αγαπημένου τραγουδιού το οποίο με ταξίδεψε λίγα χρόνια πίσω˙ στην εποχή που πραγματοποιούσα το μεταπτυχιακό μου στην Βαρκελώνη.
Εκεί, όπου για πρώτη φορά αφιέρωσα τραγούδι σε γυναίκα. Σ’ εκείνη που έκανε την καρδιά μου να χάσει το ρυθμό της και να χτυπάει αλλοπρόσαλλα!
«Για σένα Ροζαλία!» της είχα πει κι από τότε το πρόσωπό της έγινε η αιτία να αναστατώνομαι κάθε φορά που βλέπω σκούρα μακριά μαλλιά, μαύρα μάτια με γυριστές βλεφαρίδες˙ Ακόμη και την ανεπαίσθητη τριχοφυΐα πάνω απ’ τα σαρκώδη χείλη. Για σένα˙ Είπα και της έδωσα τα ακουστικά του mp3. Ήταν ντροπαλή και κοκκίνισε ακούγοντας το τραγούδι του ερωτευμένου νέου που εκλιπαρεί την γοητευτική γυναίκα της Μάλαγα, για ένα βλέμμα απ’ τα πανέμορφα μάτια της!
Τα λίγα Καστιλιανικά της Ισπανικής γλώσσας που κατάφερα να μάθω – μιας και στην Βαρκελώνη μιλούν περισσότερο τα Καταλανικά – μου επιτρέπουν να μεταφράσω αυτό τον υπέροχο στίχο, που εξυμνεί την αθωότητα της ομορφιάς! “Que eres linda y hechicera Como el candor de una rosa” (Είσαι ωραία και μαγευτική, όπως η αθωότητα ενός τριαντάφυλλου!)
Πόσο γλυκιά η ανάμνηση που μ’ επισκέφτηκε μέσα απ’ το ραδιόφωνο!
Αυτό ακριβώς είχα ζητήσει απ’ την Ουρανία την προηγούμενη εβδομάδα. Να επιστρέψει στις πιο γλυκές της αναμνήσεις, προκειμένου να νιώσει για λίγο όμορφα. Είμαι πολύ περίεργος να δω το αποτέλεσμα αυτού του εγχειρήματος. Αν θα μπορούσε μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία να γράψει λίγες γραμμές, που να περιέχουν έστω και μια μικρή δόση ενός ευχάριστου συναισθήματος.
Η ευτυχία είναι μια κατάσταση του νου, που η παρατεταμένη παραμονή στα απύθμενα πελάγη της, προκαλεί ένα είδος εθισμού που σε κάνει να την κυνηγάς κάθε ώρα και κάθε στιγμή. Σ’ οποιοδήποτε μέρος και διάθεση βρίσκεσαι. Βέβαια, από τις μικρές δόσεις ευτυχίας μέχρι να φθάσεις στον εθισμό, υπάρχει μια τεράστια απόσταση. Όμως αυτή οι μικρή στιγμή ευφορίας, είναι μια τονωτική ένεση για την Ουρανία˙ Που σε συνδυασμό με την εναλλακτική προσέγγιση των γεγονότων που γίνονται η πηγή της αρνητικότητας της, θα φέρουν σταδιακά την ολική επ- ανά -στάση της.
Εμφανίστηκε στο γραφείο μου, κρατώντας στα χέρια της δύο τετράδια αυτή τη φορά. Το παλιό της προηγούμενης εβδομάδας κι ένα μικρότερο, ολοκαίνουριο.
Το βλέμμα της ήταν ασυνήθιστο. Το μίγμα από ενθουσιασμό κι ανυπομονησία στο πρόσωπό της, ήταν τόσο ευδιάκριτο, όσο και το άγχος που πρόδιδαν τα σφιγμένα χείλη της. Η έκφραση του προσώπου της με λίγα λόγια, εξέπεμπε ένα ισχυρό κάλεσμα:«Έλα! Ρώτα με! Εμπρός, ρώτα με!» Κι επειδή δεν ήθελα να παρατείνω την αγωνία που εμφανίστηκε ξαφνικά, αλλά κυριάρχησε έναντι όλων των άλλων χαρακτηριστικών του προσώπου της… Έκανα την ερώτηση που τόσο ανυπόμονα περίμενε:
«Λοιπόν; Καταφέραμε τίποτα;»
«Ναι! Κατάφερα να τα ενώσω!
«Να τα ενώσεις; Ποια να ενώσεις;»
«Μα, τα φτερά φυσικά!» Είπε και μου έδωσε το καινούριο τετράδιο.
Γύρισα το εξώφυλλο κι αντίκρισα στην πρώτη σελίδα δύο όμοιους σχηματισμούς, καμωμένους από λέξεις. Τοποθετημένες στο χαρτί με τέτοιο τρόπο, που να σχηματίζουν δύο φτερά! Τουλάχιστον έτσι το έθεσε η Ουρανία και η αλήθεια είναι πως δεν δυσκολεύτηκα να συμφωνήσω μαζί της.
“Κάθε που βραδιάζει μου λείπει η αγκαλιά σου
δυο στιγμές είναι αρκετές για ολόκληρη ζωή
φαντάσου…
Τον κόσμο ας έβλεπα και πάλι από ψηλά
σαν πυροτέχνημα να ζούσα
για δυο στιγμές γεμάτες
με τόση ομορφιά
φαντάσου…”
“Κι αν κάθε βράδυ σου λείπει η αγκαλιά μου
στ’ αστέρια τώρα αράζει η αφεντιά μου
τον κόσμο γύρναγες σε δυο στιγμές
θυμάσαι;
τα χέρια άνοιγες και πέταγες ψηλά
για δυο στιγμές μεθούσα
κι εγώ στην ομορφιά
θυμάσαι;”
Ένας ποιητικός διάλογος! Αυτό κι αν ήταν εντυπωσιακό. Η Ουρανία κατάφερε πολύ γρήγορα να εκφράσει συναισθήματα του νεκρού πατέρα της, μέσα από έναν ιδιαίτερο τρόπο επικοινωνίας˙ Που όπως φαίνεται της ταίριαζε απόλυτα.
« Ειλικρινά, είμαι εντυπωσιασμένος μ’ αυτό που βλέπω μπροστά μου! Όταν σου ζήτησα πριν από μια εβδομάδα να γράψεις για χαρά κι αισιοδοξία, αντί για θάνατο˙ Δεν περίμενα σε καμία περίπτωση κάτι τέτοιο. Πες μου λοιπόν! Δεν ένιωσες διαφορετικά τις τελευταίες ημέρες, επειδή εστίασες τη σκέψη σου σε μια όμορφη στιγμή του παρελθόντος;
Δεν αισθάνθηκες έστω και για λίγο, πως μια δέσμη φωτός εισέβαλε μέσα απ’ τη μικρή χαραμάδα, φωτίζοντας μια γωνιά της μνήμης σου που παρέμενε για χρόνια σκοτεινή;»
«Τι να πω; Δεν ξέρω τι το εντυπωσιακό υπάρχει σ’ αυτό που διάβασες˙ Η αλήθεια είναι πως όταν άρχισα να γράφω τις πρώτες λέξεις, αισθάνθηκα για λίγο ότι πράγματι, ο ίδιος ο πατέρας μου υπαγόρευε κι εγώ έγραφα. Ήθελα να τηλεφωνήσω αμέσως και να σου το διαβάσω».
«Γιατί δεν το έκανες;»
«Επειδή στη συνέχεια κατάλαβα πως αυτές οι λέξεις προέρχονταν από δικές μου σκέψεις. Ήταν αυτά που εγώ ήθελα ν’ ακούσω απ’ τον πατέρα μου. Όπως καταλαβαίνεις, ο σύντομος ενθουσιασμός μου υποβαθμίστηκε σε μια χλιαρή ικανοποίηση, για την επιτυχία που είχε να κάνει με το σχήμα του φτερού, σ’ αυτό που έγραψα. Το μόνο που κατάφερα μέσα στην εβδομάδα που πέρασε, ήταν να αποκτήσω άλλο ένα ανίκανο φτερό. Αέρα κοπανιστό δηλαδή. Όμως για να μην σ’ αδικήσω, οφείλω να ομολογήσω πως η πρόταση σου στέφθηκε με επιτυχία˙ Αφού για πρώτη φορά μετά από καιρό, δεν έγραψα για χωρισμό και θάνατο».
Πάλι καλά που στο τέλος κατάφερε να δει και κάτι θετικό. Η ροπή της προς την απαισιοδοξία και την ανάδειξη της αρνητικής πλευράς όλων των πραγμάτων, είναι πέρα για πέρα εκνευριστική. Σκέφτηκα με μια δόση ειρωνείας.
Απ’ την παγίδα της αντιμεταβίβασης – του να επιστρέψω δηλαδή στην Ουρανία, όλα τα αρνητικά συναισθήματα που εισέπραττα απ’ την ίδια – με γλίτωσε η Ψυχή, με μια σημαντική υπενθύμιση.
–Η αλήθεια Ορέστη μου είναι, πως οι αρνητικές σκέψεις που εμφανίστηκαν όταν άκουσες την Ουρανία να εκφράζει την απογοήτευσή της, μετά τον πρώτο της ενθουσιασμό˙ Δεν έχουν στόχο εκείνη, αλλά εσένα τον ίδιο! Αφού τα λόγια της φέρνουν ασυνείδητα στη μνήμη σου όλες εκείνες τις φορές που έχανες τον δικό σου ενθουσιασμό˙ Κάθε φορά που έβρισκες απέναντί σου ανθρώπους που χλεύαζαν τη θεωρία σου για την Ψυχική επαφή. Τον εαυτό σου ειρωνεύεσαι κι όχι εκείνη. Με τον εαυτό σου είσαι εκνευρισμένος, για κάθε φορά που έχανες την πίστη σου στην επαφή μας. Αυτή τη συμπεριφορά σου αναγνωρίζεις στα λόγια της Ουρανίας.
Γι αυτό, πριν προσπαθήσεις να επαναφέρεις εκείνη στον αρχικό της ενθουσιασμό… Πριν φροντίσεις να συνεχίσει να τον διατηρεί, πρέπει πρώτα να απαλλαγείς από κάθε αρνητική σκέψη για την δική σου συμπεριφορά κατά το παρελθόν˙ Που γίνεται τροχοπέδη στην μεταξύ σας σχέση και καθιστά κάθε είδους βοήθεια προς εκείνη, εντελώς αδύνατη.
«Κι όμως Ουρανία! Ο αρχικός σου ενθουσιασμός, ήταν ότι πιο αληθινό ένιωσες τελευταία! Δυστυχώς, τον γκρέμισε η δύναμη της συνήθειας που απέκτησες όλα αυτά τα χρόνια.
Αυτό που κατάφερες, δεν είναι το να σχηματίσεις δύο φτερά, Ουρανία… Αλλά να ενώσεις δύο κόσμους! Να μεταφέρεις ένα ολοζώντανο μήνυμα απ’ το επίπεδο, στο οποίο συνεχίζει να δημιουργεί τη ζωή του ο πατέρας σου! Εννοείται πως όσα έγραψες, ήταν προϊόν της σκέψης σου. Πως αλλιώς θα επικοινωνούσε καλύτερα μαζί σου εκείνος, αν όχι μέσα από την ίδια σου τη σκέψη; Μέσα από την πιο προστατευμένη περιοχή της ζωής σου˙ Την ποίηση!»
Αυτό με την ένωση των δύο κόσμων, μου ήρθε εντελώς αυθόρμητα. Ήταν τόσο εμπνευσμένη σκέψη, που μ’ έκανε κυριολεκτικά να ανατριχιάσω! Κάτι που καθώς φαίνεται, δεν συνέβη και με την Ουρανία.
«Νομίζω πως υπερβάλλεις Ορέστη. Αν είναι όπως λες ο πατέρας μου που επικοινώνησε μαζί μου… Τότε, γιατί δεν το έκανε ποτέ μέχρι τώρα;» Επιχείρησα να απαντήσω άμεσα στην ερώτησή της, αλλά πρόλαβε και με διέκοψε. «Όχι, απάντησε μου σ’ αυτό! Γιατί σταμάτησε να το κάνει; Γιατί δεν συνεχίζει να επικοινωνεί μαζί μου;»
«Το έκανε για το μικρό χρονικό διάστημα που έλαμψε η πίστη σου! Στη συνέχεια η λάμψη έσβησε για να πάρει την θέση της η λογική εξήγηση, που φέρνει την απογοήτευση.
Δεν ισχύει το πρέπει να δεις για να πιστέψεις, αλλά πρέπει να πιστέψεις για να δεις! Θυμάσαι;»
Παρέμεινε ανέκφραστη για λίγα δευτερόλεπτα, κοιτάζοντας προς το μεγάλο παράθυρο του γραφείου. Έμοιαζε σαν να ήθελε να δραπετεύσει. Να γίνει σκιά και να χαθεί ανάμεσα στις οξιές. Στη συνέχεια στράφηκε στο παλιό τετράδιο. Πήρε ένα μολύβι απ’ την τσέπη της ζακέτας που βρίσκονταν κρεμασμένη στην πλάτη της καρέκλας κι άρχισε να σημειώνει με πολύ αργές κινήσεις. Τόσο αργές, που έμοιαζε σαν να προσπαθούσε να ζωγραφίσει κάτι κι όχι να γράψει.
«Ουρανία… Με παρακολουθείς;»
Εκείνη συνέχισε να με αγνοεί. Άφησε το μολύβι ανάμεσα στις σελίδες του τετραδίου κι ύστερα το έκλεισε. Ήμουν πολύ περίεργος να διαβάσω αυτό που είχε σημειώσει στο παλιό τετράδιο με τόση προσήλωση, όμως δεν τόλμησα να της το ζητήσω. Τότε με κοίταξε στα μάτια μ’ εκείνο το ψυχρό ανέκφραστο βλέμμα της. Με μια αργή κίνηση του χεριού της μου το πρόσφερε. Λες και είχε καταφέρει να διαβάσει τη σκέψη μου. Εντόπισα τη σελίδα αμέσως, συνειδητοποιώντας τον λόγο για τον οποίο είχε αφήσει το μολύβι μέσα στο τετράδιο.
“Στη ζωή μου πόνεσα κι έκλαψα πολύ
σαν τη ζητιάνα μ’ έδιωχνε πάντα η ευτυχία
ήρθα σε σένα γαλήνη για να βρω
κι εσύ μου πρόσφερες μονάχα θεωρία”
Κάθε λέξη της ήταν μια βελόνα που έμπηγε στο κέντρο του στήθους, βαθιά, μέσα στην καρδιά μου. Αβάσταχτος ο πόνος! Μα εκείνο που ενοχλούσε πιο πολύ, ήταν το μούδιασμα που εξαπλώθηκε σε όλο το κορμί˙ Φτάνοντας μέχρι τη γλώσσα μου.
Παρέμεινα ακίνητος – λες και ήμουν παράλυτος – τη στιγμή που φόρεσε τη ζακέτα της και σαν μουγκός δεν μπόρεσα να αρθρώσω ούτε λέξη όταν πήρε απ’ τα χέρια μου το παλιό τετράδιο.
Η τελευταία μου ελπίδα ήταν το φως του Ήλιου. Ίσως να χάριζε ξανά εκείνη τη λάμψη στο πρόσωπό της τη στιγμή που θ’ άνοιγε την πόρτα˙ Σε κείνο το φως ήλπιζα πλέον, που θα την έκανε να γυρίσει προς το μέρος μου για να κανονίσουμε τη μέρα και την ώρα του επόμενου ραντεβού μας.
Και να! Ο Ήλιος έκανε και πάλι το θαύμα του! Σκέφτηκα˙
Η Ουρανία κοντοστάθηκε μπροστά στη μισάνοιχτη πόρτα, γύρισε προς το μέρος μου κι επέστρεψε. Άνοιξε το τετράδιο, έσκισε τη σελίδα και την άφησε πάνω στο γραφείο μου˙ Σαν να μου έλεγε… (Η αμοιβή σας κύριε Κράλλη.)
«Πρέπει να φύγω. Νιώθω πολύ μπερδεμένη. Θα σας τηλεφωνήσω κάποια στιγμή», είπε τελικά κι έφυγε βιαστικά απ’ το γραφείο μου.
Αυτό ήταν, τελειώσαμε.
Θα μου τηλεφωνήσει «κάποια στιγμή»;
Για πιο λόγο άραγε; Για να ρωτήσει πόσο θα τη χρεώσω για την αποτυχία μου;
Ήταν πολύ περήφανη για να δεχτεί αυτό που της είπα απ’ την αρχή˙ Πως δεν θα δεχόμουν καμία αμοιβή αν δεν έπαιρνε από μένα αυτό που ήθελε.
Κράτησα τη σκισμένη σελίδα στα χέρια μου και διάβασα ξανά τις λέξεις, προκαλώντας στον εαυτό μου τον ίδιο πόνο με πριν˙ Σαν να ήθελα να αυτοτιμωρηθώ!
Μια χούφτα λέξεις αιχμηρές!
Αυτό αξίζω τελικά.
Θα τηλεφωνήσεις κάποια στιγμή;
Γιατί Ουρανία;
Αφού με πλήρωσες!