Την πρώτη φορά που η Ουρανία μου ζήτησε μια χάρη, ήταν για να πραγματοποιήσουμε τη συνάντησή μας στην παραλία, αντί για το γραφείο.
Δεν έφερα καμία αντίρρηση˙ της είπα μάλιστα, πως έβρισκα πολύ καλή την ιδέα της.
Η αλήθεια είναι πως λογάριαζα κι εγώ να της προτείνω να πραγματοποιήσουμε κάποια συνεδρία στην ύπαιθρο. Σκεφτόμουν έναν περίπατο ανάμεσα στις οξιές και τις καστανιές του Χορτιάτη για παράδειγμα…
Όμως το ότι εξέφρασε η ίδια μια επιθυμία της, αν μη τι άλλο φανέρωνε μια ανεπαίσθητα θετική αλλαγή στάσης απέναντι στην ίδια τη ζωή.
Συναντηθήκαμε νωρίς το πρωί στον Λευκό Πύργο κι αρχίσαμε να περπατάμε προς το ξενοδοχείο «Μακεδονία Παλλάς».
Η Ουρανία σταμάτησε μπροστά στο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πλησίασε και άγγιξε την πρώτη από τις πέντε ασπίδες που βρίσκονται πάνω σε ισάριθμες σάρισες.
Την ακολούθησα αμίλητος. Ήμουν περίεργος να ακούσω αυτά που σκεφτόταν.
Στη συνέχεια ανέβηκε στο κράσπεδο και στάθηκε κάτω από το σπαθί του μεγάλου στρατηλάτη.
«Είκοσι χρονών ήταν μόνο, όταν στέφθηκε βασιλιάς!»
Παρέμεινε για λίγο σιωπηλή. Ύστερα με κοίταξε κι αναστέναξε.
«Είκοσι χρονών ήταν κι ο Λάμπης μου, όταν τον είδα για τελευταία φορά.
Είχε επιστρέψει ύστερα από δύο χρόνια απουσίας μόνο για να πάρει ο,τι απέμεινε από τα πράγματά του στο σπίτι. Φεύγοντας, ενημέρωσε πως έχει εγκατασταθεί πλέον μόνιμα στην Ισπανία.
Από τότε δεν τον ξαναείδα.»
Αυτή η επιστροφή του Λάμπη μου δημιούργησε μια απορία, που αποφάσισα να μην την εκφράσω άμεσα, επειδή ένιωσα πως ίσως να υπήρχε μια λεπτομέρεια που η Ουρανία απέφευγε να αναφέρει.
Για ποιο λόγο κάποιος που θέλει να εξαφανιστεί, θα ενημέρωνε τη μητέρα του για τον τόπο της μόνιμης εγκατάστασής του; Τη στιγμή μάλιστα που σκόπευε να διακόψει κάθε επικοινωνία μαζί της…
«Ξέρεις γιατί ήθελα να βρεθούμε σήμερα στη θάλασσα Ορέστη;»
«Καταλαβαίνω Ουρανία…
»Στην αγκαλιά τους γλυκά σε νανουρίζουν δυο βουνά…
Το Πάικο και το Καϊμακτσαλάν. Το βρίσκω λογικό να λαχταράς μια στάλα από την αύρα της θάλασσας, όταν βρίσκεσαι στη νύφη του Θερμαϊκού.»
Βιάστηκα να απαντήσω, αφήνοντας για μια στιγμή κι εγώ τον ποιητή να βγει από μέσα μου. Ίσως επειδή ήθελα από καιρό να εκφράσω τον θαυμασμό μου για τον τόπο της καταγωγής της.
«Είδα ένα όνειρο πριν λίγες μέρες. Ήταν τόσο ζωντανό! Θέλεις να σου μιλήσω γι’ αυτό;»
Πριν προλάβει να σχηματιστεί στο πρόσωπό μου η έκφραση που δηλώνει ταυτόχρονα έκπληξη κι ενθουσιασμό, με κοίταξε και χαμογέλασε.
Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα.
Η Ουρανία χαμογέλασε!
Η Ουρανία είδε όνειρο!
Ήθελα να τρέξω πίσω της φωνάζοντας «Ζήτω»! Δεν το έκανα όμως, επειδή ξαφνικά αισθάνθηκα σαν ηλίθιος με την ποιητική μου απόπειρα στη βιαστική απάντηση που έδωσα λίγο νωρίτερα.
Σταμάτησε στην άκρη της προκυμαίας αγναντεύοντας τον ορίζοντα. Στάθηκα δίπλα της και την άγγιξα στον ώμο.
Παρέμεινε ακίνητη χωρίς να μετακινήσει το βλέμμα της.
Λες και περίμενε το άγγιγμά μου.
«Είναι το πρώτο σου όνειρο Ουρανία! Θέλω να μου το περιγράψεις με κάθε λεπτομέρεια!»
«Μια ζωντανή σκηνή ήταν μόνο.
»Βρισκόμουν σε ένα απροσδιόριστο μέρος και κρατούσα με τα δυο μου χέρια τις άκρες ενός μεταξωτού σεντονιού. Δεν είχε ακόμη στεγνώσει, όμως εγώ προσπαθούσα να το διπλώσω προσεκτικά και να το μαζέψω. Κι όσο το μάζευα, τόσο πιο βρεγμένο ερχότανε στην αγκαλιά μου!
Μέχρι που άρχισα να το τραβάω με βιαστικές κινήσεις και να το τυλίγω σαν μουσκεμένο σφουγγαρόπανο.
»Αυτό ήταν όλο. Μα ήταν τόσο ζωντανό!
Ακόμη αισθάνομαι όλη εκείνη την ποσότητα του νερού, που στράγγιζε επάνω μου.»
«Κατάφερες τελικά να μαζέψεις ολόκληρο το σεντόνι;»
«Όχι. Όσο κι αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να φέρω στην αγκαλιά μου την άλλη άκρη.»
«Τι ήταν αυτό που περίμενες να βρεις στο τέλος του σεντονιού Ουρανία;»
Σκέφτηκε για λίγο, σαν να μην ήταν σίγουρη για την απάντηση.
«Εκείνη τη στιγμή δεν γνώριζα. Το επόμενο πρωί όμως… Ήξερα πολύ καλά για ποιο λόγο προσπαθούσα με λαχτάρα να το μαζέψω.
»Όταν ο Λάμπης ήταν μικρός, με βοηθούσε με το μάζεμα των ρούχων της μπουγάδας. Αφήναμε πάντα τα μεγάλα σεντόνια για το τέλος. Ήταν η ευχάριστη στιγμή εκείνης της κατά τα άλλα βαρετής εργασίας. Πιάναμε από μια άκρη ο καθένας και τινάζαμε το σεντόνι ψηλά, έτσι που να μοιάζει με αλεξίπτωτο.
Και γελούσαμε Ορέστη… Να ξερες πόσο γελούσαμε κάθε φορά που το σεντόνι φούσκωνε! Ένιωθα μια δύναμη να μας τραβάει προς τον ουρανό! Στη συνέχεια διπλώναμε τις άκρες, ξανά και ξανά, μέχρι που ερχόμασταν πρόσωπο με πρόσωπο ο Λάμπης μου κι εγώ. Το σεντόνι ήταν διπλωμένο και η συνεργασία μας τελείωνε με μια μεγάλη αγκαλιά!»
«Τι όμορφη ανάμνηση!» σκέφτηκα.
Αποκλείεται να την έχει ξεχάσει ο γιος της.
Κι όμως. Έφυγε μακριά και διέκοψε κάθε επικοινωνία, ακόμη και με την ίδια του τη μάνα. Γιατί άραγε;
«Ο Λάμπης ήταν εκείνος που περίμενες να δεις στην άλλη άκρη του σεντονιού λοιπόν…»
«Ναι, ο Λάμπης. Είχα μια υποψία το επόμενο πρωί για το τι θα μπορούσε να σημαίνει το όνειρο. Πλέον είμαι βέβαιη. Έτσι εξηγείται το γιατί δεν κατάφερα να μαζέψω ολόκληρο το σεντόνι, για να μπορέσω να τον σφίξω στην αγκαλιά μου.»
Συνεχίσαμε το βάδισμα κατά μήκος της παραλίας, ανάμεσα σε ανθρώπους που μας προσπερνούσαν αδιάφοροι.
Ξαφνικά, συνειδητοποίησα πως ήταν η πρώτη φορά που πραγματοποιούσα μια συνεδρία, ενώ βρισκόμουν περιτριγυρισμένος από δεκάδες πεζούς, ποδηλάτες και μικροπωλητές.
Ένα πλήθος ανθρώπων που συνεχώς αυξανόταν γύρω μας, χωρίς να το έχω προσέξει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
«Ποια ήταν η υποψία που είχες Ουρανία;»
Σκούπισε τα μάτια με την παλάμη της και κατευθύνθηκε προς το κρηπίδωμα της προκυμαίας. Σταμάτησε δίπλα σε έναν ηλικιωμένο άντρα που ψάρευε με καλάμι και γύρισε προς το μέρος μου.
«Μα καλά, δεν κατάλαβες; Δεν ήταν μεταξωτό σεντόνι αυτό που είδα στον ύπνο μου… Η θάλασσα ήταν! Μια θάλασσα από δω μέχρι τη Βαρκελώνη!
Έτσι εξηγούνται τα πολλά νερά… Γι’ αυτό ήταν ατελείωτο το σεντόνι.
Πως να μαζέψω τη θάλασσα, να φέρω πίσω το παιδί μου;»
Άρχισε να βαδίζει βιαστικά, για να μη φανεί πως είχε βουρκώσει.
Ο ηλικιωμένος ψαράς της έριξε μια ματιά καθώς ξεμάκρυνε κι ύστερα στράφηκε προς το μέρος μου:
«Εκεί τα νερά είναι καθαρά, γιομάτα με μεγάλα ψάρια!Ο κόσμος κάνει τα μπάνια του μπροστά στην πόλη, όχι όπως εδώ… Με τον βιολογικό καθαρισμό έλεγαν πως θα κολυμπάγαμε μπροστά στο Λευκό Πύργο! Λαμόγια του κερατά! Που να τους μαζέψουν όλους και να τους πετάξουν εδώ μέσα˙ να κολυμπάνε με τους αρουραίους!»
Του χαμογέλασα και βιάστηκα να προλάβω την Ουρανία.
Όμως, υπήρχε κάτι που δε με άφησε να απομακρυνθώ. Κοντοστάθηκα και γύρισα προς το μέρος του.
«Όλα θέλουν το χρόνο τους μπάρμπα. Πως είναι δυνατόν η θάλασσα που πληγώναμε για πολλές δεκαετίες, να αναρρώσει μέσα σε λίγα μόνο χρόνια;
»Υπομονή χρειάζεται. Υπομονή, φροντίδα, και πίστη πως τα νερά θα καθαρίσουν κάποια στιγμή.»Ήταν μια εσωτερική ορμή, που με ώθησε να του μιλήσω πριν φτάσω στην Ουρανία, που περίμενε λίγα μέτρα μακριά, δείχνοντας απορροφημένη στις σκέψεις της.
Advertising
«Κάποιος γνωστός;» ρώτησε αδιάφορα.
«Όχι… Ήταν απλά, μια τυχαία συνάντηση.»
«Ο τρόπος που μιλούσατε˙ θα έλεγε κανείς πως ήσαστε παλιοί γνώριμοι.»
«Ένας καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο, έλεγε πως καμία συνάντηση δεν πρέπει να θεωρείται τυχαία. Κάθε φορά που πέφτουμε πάνω σε κάποιον γνωστό ενώ περπατάμε στο δρόμο, πρέπει να δίνουμε την απαραίτητη σημασία στον συνάνθρωπό μας και να μην αρκούμαστε μόνο σε μια καλημέρα, ή ένα απλό νεύμα, θεωρώντας πως ήταν μια σύμπτωση.
»Πίσω από κάθε φαινομενικά τυχαία συνάντηση, έλεγε, υπάρχει πάντα μια σημαντική πληροφορία που μεταφέρει ο ένας για τον άλλο!
“Να αναζητάτε πάντα αυτή την πληροφορία”, τόνιζε επίμονα…»
«Λοιπόν; Βρέθηκε αυτό το τόσο σημαντικό μήνυμα που έπρεπε να μεταδοθεί ανάμεσα σε σένα κι έναν άγνωστο γέρο;»
Υπήρχε μια ευδιάκριτη ειρωνεία στην ερώτησή της, που ως ένα σημείο ήταν δικαιολογημένη.
«Ο άνθρωπος αυτός εξέφρασε μια δυσαρέσκεια που είχε να κάνει με τη μόλυνση της θάλασσας και την ακαταλληλότητα των ψαριών τα οποία ψάρευε σ’ αυτήν.
Θεώρησα λοιπόν σωστό να του υπενθυμίσω, πως οι κάτοικοι αυτής της πόλης συνειδητοποίησαν τη βλάβη που προξένησαν στη θάλασσά τους τα προηγούμενα χρόνια κι αποφάσισαν να αναλάβουν δράση για να επανορθώσουν.
Απαραίτητη προϋπόθεση αυτής της επανόρθωσης όμως, είναι η διαρκής προσπάθεια όλων των κατοίκων, για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί.
Προσπάθεια με ταυτόχρονη πίστη στο επιθυμητό αποτέλεσμα.»
Συνεχίσαμε τον περίπατο παραμένοντας για λίγα λεπτά σιωπηλοί. Προσπαθούσα να εντοπίσω ένα βαθύτερο νόημα στο όνειρο της Ουρανίας, επειδή στην εξήγηση που μου έδωσε δεν υπήρχε κάποια ουσιαστική πληροφορία.
Δεν γνώριζα τι ακριβώς σκεφτόταν η ίδια εκείνη τη στιγμή˙ μέχρι που αποφάσισε να τερματίσει τη σιωπή της.
«Ο γέρος και η θάλασσα λοιπόν.
»Έλαβε άραγε το μήνυμα που θέλησες να του μεταδώσεις;»
«Μπορεί να το έλαβε… Μπορεί και όχι. Ίσως οι πεποιθήσεις του να είναι τόσο ισχυρές κι ακλόνητες που να μην του επιτρέπουν να παραμένει ανοιχτός σε νέες – εμπρηστικές προς αυτές τις πεποιθήσεις – πληροφορίες.
Μια τέτοια πεποίθηση γίνεται συχνά η αιτία να μην εκτιμάται σωστά η σπουδαιότητα που έχουν γενικά, οι σχέσεις των ανθρώπων.
»Αφού είναι δύσκολο για τους περισσότερους να πιστέψουν πως πίσω από κάθε συνάντηση υπάρχει μια δύναμη που την κινητοποιεί, προκειμένου να εξυπηρετήσει ένα ανώτερο σχέδιο που υφαίνεται από την ίδια την Ψυχή.»
«Είσαι σίγουρος πως η δική σας συνάντηση εκτιμήθηκε σωστά;»
«Νομίζω πως το ξεκαθάρισα απ’ την αρχή, λέγοντας πως μπορεί να έλαβε το μήνυμα…
Ίσως όμως και να μην το έλαβε.»
Το επόμενο σχόλιο της Ουρανίας με βύθισε σε βαθιά περισυλλογή και με έκανε να νιώσω πως εγώ ήμουν ο αναλυόμενος που βάδιζε πλάι σε μια έμπειρη ψυχολόγο.
«Αυτό που ρώτησα δεν ήταν αν έλαβε ο γέρος το μήνυμα που του έδωσες, αλλά αν εσύ εκτίμησες σωστά τη συνάντησή σας.
Έδωσες την απαραίτητη σημασία στα λόγια του, Ορέστη; Η μήπως απέκλεισες ευθύς εξ’ αρχής το ενδεχόμενο να μετέφερε εκείνος ένα μήνυμα για σένα;»
Δεν απάντησα στην ερώτησή της, σε ένδειξη αναγνώρισης της ορθότητας που υπήρχε στα λόγια της.
Προσπάθησα να αυτοσυγκεντρωθώ προκειμένου να βρω τις απαντήσεις που χρειαζόμουν.
Ο γέρος μίλησε για τα καθαρά νερά στη θάλασσα της Βαρκελώνης, σε αντίθεση με τη βρωμιά που υπάρχει στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Είπε επίσης πως εκεί οι άνθρωποι κολυμπάνε και ψαρεύουν μπροστά στο κέντρο της πόλης τους, ενώ εδώ, λόγω των ψεύτικων υποσχέσεων των πολιτικών, τα νερά του Θερμαϊκού παραμένουν μολυσμένα.
Ωραία και γνωστά όλα αυτά. Ποια πληροφορία όμως κρύβεται στα λόγια του, που θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμη;
– Βάλε τις σκέψεις σου σε τάξη˙ ξεκίνα πάντα απ’ την αρχή! Πότε μίλησε αυτός ο άνθρωπος; Τι σε απασχολούσε εκείνη τη στιγμή;
– Προσπαθούσα να βρω μια εξήγηση στο όνειρο της Ουρανίας. Ο γέρος μίλησε αφού η Ουρανία φανέρωσε την υποψία που είχε για το όνειρό της.
Είναι θάλασσα, μου είπε, κι όχι μεταξωτό σεντόνι.
Μια θάλασσα από δω μέχρι την Βαρκελώνη!
Μια θάλασσα ανάμεσα σε μένα και στον γιο μου.
Τότε, εκείνος μίλησε γι’ αυτή τη θάλασσα.
– Γι’ αυτή τη θάλασσα, ακριβώς˙ καλά το είπες Ορέστη! Επειδή πρόκειται για την ίδια θάλασσα. Αυτή που μπορεί να έχει καθαρά και πλούσια νερά χαρίζοντας υγεία κι ευεξία στους ανθρώπους που την χαίρονται απ’ τη μια μεριά… Ενώ από την άλλη μπορεί να είναι τοξική κι εχθρική.
Που οφείλεται αυτή η διαφορετική αντίδραση της θάλασσας;
–Στη διαφορετική δράση των ανθρώπων.
– Ακριβώς! Και τι συμβόλιζε το σεντόνι στο όνειρο της Ουρανίας;
– Η ίδια πιστεύει ότι συμβόλιζε τη θάλασσα. Όμως δεν βρίσκω κάποια αξιόλογη σημασία σ’ αυτό το συμβολισμό. Σίγουρα υπάρχει κάτι άλλο που να δίνει νόημα στο όνειρο.
– Πολλές φορές το να ψάχνουμε για ευφάνταστους συμβολισμούς και καλά κρυμμένα νοήματα, έχει ως αποτέλεσμα να μην προσέχουμε το προφανές!
– Και ποιο είναι το προφανές;
– Στο όνειρο της Ουρανίας εμφανίζεται το σεντόνι, επειδή αυτό υπάρχει στην εμπειρία της, ως κοινή ανάμνηση με τον γιο της. Ο συσχετισμός με τη θάλασσα προέκυψε την επόμενη μέρα, μέσα από μια εσωτερική διεργασία, που η ίδια ονόμασε υποψία!
– Ουαου! Ψυχούλα μου! Τώρα καταλαβαίνω. Η θάλασσα συμβολίζει τη σχέση τους. Ενώ οι διαφορετικές πόλεις στις οποίες ζουν, την κατάσταση αυτής της σχέσης σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.
– Αφού έχεις μανία με τους συμβολισμούς… Πράγματι, συμβολίζει και αυτό.
Κατάλαβες τώρα ποια ήταν η πληροφορία που σου μετέφερε ο ηλικιωμένος άντρας στην προκυμαία;
–Η ίδια θάλασσα είναι αυτή της Θεσσαλονίκης, με εκείνη της Βαρκελώνης!
Εκείνο που τις κάνει να φαίνονται διαφορετικές, είναι η διαφορετική δράση των ανθρώπων.
– Το’ πιασες!
Να θυμάσαι πως όταν αδυνατείς να αυτοσυγκεντρωθείς… Όταν σου λείπει ο καθρέφτης της Ψυχής… Να προσέχεις το κάθε τι γύρω σου και να του δίνεις την πρέπουσα σημασία.
Τις απαντήσεις που ζητάς δεν θα πάψω ποτέ να σου τις στέλνω, με οποιοδήποτε τρόπο θεωρώ αποδοτικότερο κάθε φορά.
– Καλά όλα αυτά, όμως υπάρχει κάτι ακόμη που δεν καταλαβαίνω.
Το σεντόνι, γιατί ήταν βρεγμένο;
– Ο Ζαχαριάδης δεν είπε ποτέ πως υπάρχει μόνο ένα μήνυμα. Μία μόνο πληροφορία, που να προορίζεται είτε για τον έναν, είτε για τον άλλο.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πράγματι˙ είχες κι εσύ μία πληροφορία που προορίζονταν για τον ηλικιωμένο άντρα, αλλά και για την Ουρανία!
Εκείνος, στη βιασύνη του να αντικρίσει μια καθαρή θάλασσα, προτού ακόμη να ολοκληρωθεί ο καθαρισμός, έχει χάσει την πίστη και την υπομονή του απέναντι στη διαδικασία αλλά και στους ανθρώπους.
Με παρόμοιο τρόπο, η Ουρανία βιάζεται να επανασυνδεθεί με τον γιο της, χωρίς η ίδια να είναι ψυχικά έτοιμη για κάτι τέτοιο. Αφού δεν έχει ολοκληρώσει τη διαδικασία αποκατάστασης όλων των βλαβών που δημιούργησαν τα προβλήματα στη σχέση τους.
Δεν μπορείς να μαζέψεις την μπουγάδα προτού στεγνώσει!
Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα του ονείρου. Αυτό είναι που πρέπει να της μεταφέρεις.
«Πες μου την αλήθεια Ορέστη… Το όνειρο που είδα, θα βγει αληθινό; Αυτό που ήθελε να μου δείξει, είναι πως δεν θα ξανά δω το παιδί μου;»
«Στην πραγματικότητά σου Ουρανία, θα εμφανιστεί αυτό που εσύ θα επιτρέψεις να συμβεί. Με απλά λόγια… Στη ζωή μας συμβαίνει μόνο, ο,τι εμείς δημιουργούμε.»
«Μακάρι να ήταν αλήθεια αυτό!»
«Μακάρι να το πίστευες!»
Σταμάτησε να περπατάει και γύρισε προς το μέρος μου ελαφρώς αγανακτισμένη.
«Ωραία λοιπόν… Αυτό που θέλω για τη συνέχεια της ζωής μου, είναι να συναντήσω όσο πιο γρήγορα γίνεται, το παιδί μου! Τον Λάμπη μου!»
«Ψυχραιμία Ουρανία… Μην ξεχνάς πως όσο κι αν απολαμβάνατε οι δυο σας το μάζεμα του σεντονιού, δεν το επιχειρούσατε ποτέ αν δεν είχαν προηγηθεί και ολοκληρωθεί κάποιες διαδικασίες. Δεν μαζεύατε ποτέ το σεντόνι από τα σχοινιά Ουρανία, αν πρώτα δεν είχε πλυθεί και στη συνέχεια δεν είχε στεγνώσει.
»Δείξε λοιπόν υπομονή. Θα συναντήσεις τον γιο σου, πίστεψέ με! Είναι απαραίτητο να μάθουμε τι είναι αυτό που δηλητηριάζει την σχέση σας.
»Ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που τον έκανε να φύγει, Ουρανία;»
Το πρόσωπό της σκοτείνιασε. Ξαφνικά χαμήλωσε το βλέμμα και τον τόνο της φωνής της.
«Μα σου είπα. Δεν τα πήγαινε καλά με τον πατέρα του.»
Με τη Λακωνική απάντηση που μου έδωσε, κατάλαβα πως δεν σκόπευε να με διαφωτίσει, λύνοντας την απορία που είχα σχετικά με την συμπεριφορά του γιου της.
«Μίλησέ μου για εκείνον… Πως τον γνώρισες; Ποια ήταν η σχέση μεταξύ σας τον πρώτο καιρό;»
Καθίσαμε σε ένα πέτρινο παγκάκι της προκυμαίας. Παραμείναμε σιωπηλοί για αρκετή ώρα, κοιτάζοντας τη θάλασσα. Το βλέμμα της Ουρανίας, αν και ήταν απλανές, στόχευε λίγο ψηλότερα απ’ τον ορίζοντα.
Ξαφνικά, η ατμόσφαιρα άρχισε να καθαρίζει και τα μάτια της έλαμψαν από έκπληξη κι ενθουσιασμό. Έμοιαζε σαν να είχε μόλις ανακαλύψει την ύπαρξη του Ολύμπου, που το περίγραμμά του είχε αρχίσει να φαίνεται καθαρά.
Το συγκεκριμένο βλέμμα της Ουρανίας, μου ήταν πλέον αρκετά γνώριμο.
Ήξερα ότι δεν θα αργούσε να βγει στην επιφάνεια άλλο ένα σκονισμένο άλμπουμ ασπρόμαυρων φωτογραφιών.
«Είχα ήδη μπει στην εφηβεία κι εκτός από το να διαβάζω στίχους του Λουντέμη, αγαπούσα και να βοηθάω τον θείο μου σε όλες τις κτηνοτροφικές δουλειές. Η πιο αγαπημένη ήταν η περιφρούρηση της επιστροφής των αγελάδων από τα βοσκοτόπια και το οδήγημά τους στο μαντρί.
Μια δουλειά που γινόταν αργά το απόγευμα, όταν ο θείος Γιώτης επέστρεφε με όλα τα γελάδια του χωριού.
Με το που έμπαιναν όλα τα ζωντανά στο χωριό, χώριζαν από μόνα τους κι έπαιρναν τον γνώριμο δρόμο για το μαντρί τους. Ήταν όμως απαραίτητο να υπάρχει κάποιος από κάθε σπίτι για να εποπτεύει αυτή την επιστροφή. Αφού, πολύ συχνά, κάποιες αγελάδες και ειδικότερα τα μικρότερα ζώα, ξέφευγαν από το δρόμο τους παρασυρόμενα από το παιχνίδι ή από κάποια δελεαστική λιχουδιά που προεξείχε στο φράχτη ενός μπαξέ.
Αυτή τη δουλειά την αναλάμβαναν συνήθως τα νεαρότερα αγόρια, αλλά και οι ηλικιωμένοι άντρες που είχαν παραιτηθεί από τις δύσκολες εργασίες, εξαιτίας του προχωρημένου της ηλικίας τους.
»Ήμουν το μοναδικό κορίτσι του χωριού, ανάμεσα σε ένα τσούρμο ανδρών, που έβγαιναν καθημερινά στη δημοσιά λίγο πριν δύσει ο ήλιος, για να παραλάβουν τα ζωντανά τους.
»Όταν ο θείος Γιώτης μου ανάθεσε τη συγκεκριμένη εργασία, ανταποκρίθηκα με μεγάλη υπερηφάνεια! Αν και η μάνα μου δεν συμφωνούσε, και γκρίνιαζε συχνά γι’ αυτή την απόφαση του θείου.»
Έκανε μια παύση, σαν να ήθελε να εστιάσει καλύτερα σε κάποιο γεγονός.
«Τα λεφτά για τη δουλειά του βοσκού ήταν καλά, επειδή πληρώνονταν με το κεφάλι.
Ο θείος Γιώτης δεν ήθελε να την εγκαταλείψει, παρόλο που είχε καταφέρει να αυξήσει το κοπάδι μας.
Επειδή όμως δεν προλάβαινε μόνος του όλες τις δουλειές, προσέλαβε για βοηθό του ένα νεαρό αγόρι από το Ριζοχώρι.
»Θυμάμαι καλά εκείνο το απόγευμα που τον πρωτοείδα! Πάνω σε άσπρο άλογο, που ήταν γεμάτο με καφετιές κηλίδες. Εκείνος δεκαεννιά χρονών κι εγώ δεν είχα κλείσει τα δεκατέσσερα ακόμη.
»Είχε μαύρα μαλλιά με πυκνά φρύδια που ήταν σχεδόν ενωμένα μεταξύ τους…
Σαρκώδη χείλη και πλακουτσωτή μύτη.
Δεν μπορώ να πω ότι θαμπώθηκα από την ομορφιά του… Υπήρχε όμως κάτι πάνω του, που με εντυπωσίασε, καθώς τον παρακολουθούσα να δίνει εντολή για καλπασμό στο παρδαλό του άλογο, για να προλάβει δύο αγελάδες που είχαν ξεστρατίσει.
»Έμοιαζε με ινδιάνο, βγαλμένο από τις ταινίες γουέστερν, που βλέπαμε τότε με δέος, στριμωγμένοι γύρω από κάποια ασπρόμαυρη τηλεόραση˙ από τις λίγες που υπήρχαν στο χωριό.
– Εσύ είσαι η Ουρανία; Η ανιψιά του Γιώτη;
μου είπε κι εγώ κούνησα μόνο το κεφάλι καταφατικά, επειδή μου είχε δεθεί η γλώσσα κόμπος.
– Να μου δείξεις το μαντρί σας, για να οδηγήσω τα κτήνια.
– Τα καταφέρνω και μόνη μου!
Αντέδρασα τελικά, επειδή ένιωσα να πληγώνεται ο εγωισμός μου.
Εκείνος κατέβηκε απ’ το άλογο και ήρθε προς το μέρος μου απειλητικά.
-Εμένα με πληρώνουν για να κάνω ολόκληρη τη δουλειά. Γι’ αυτό πήγαινε να πλέξεις καμιά ζακέτα για την προίκα σου και μην μπερδεύεσαι στα πόδια μου.
– Τότε να ρώταγες εκείνον που σε πληρώνει, που είναι το μαντρί! Εγώ πάω να πλέξω ζακέτες.
»Αυτό του είπα κι έφυγα τρέχοντας για το σπίτι. Έτσι τον γνώρισα.»
«Αργότερα όμως, τον ερωτεύτηκες;»
«Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που πίστεψα πως τον ερωτεύτηκα.»