Όσο οι μέρες περνούσαν, ο Τζον Πολ Τζόουνς διατηρούσε χαμηλό προφίλ κινούμενος στις γειτονιές της Φιλαδέλφεια. Παρακινούμενος από την περηφάνια του για το γεγονός πως θα πολεμούσε ως αξιωματικός στο πλευρό των επαναστατικών δυνάμεων, έκανε ό,τι μπορούσε για να διατηρείται σε εγρήγορση. Είχε ήδη λάβει την επιβεβαίωση μέσω επιστολής από τον Κούλπεπερ πως θα χρειαζόταν άμεσα η επάνδρωση μιας αποστολής στην Καραϊβική, στις Μπαχάμες.
Το πολυπόθητο προσκλητήριο ήρθε τον Γενάρη του 1776, όταν μπήκε στον Αγώνα υπό τις διαταγές του αρχιπλοίαρχου Χόπκινς. Στόχος του ταξιδιού τους ήταν το φρούριο Νασσάου στις Μπαχάμες˙ ανακατάληψη από τις βρετανικές δυνάμεις και ανεφοδιασμός του ηπειρωτικού στρατού με πολεμοφόδια, τα οποία ήταν συγκεντρωμένα εκεί.
Μήνες είχε να ταξιδέψει. Αιώνας του φάνηκε η παραμονή στη στεριά. Τώρα, όχι μόνο σάλπαρε σε άγνωστα γι’ αυτόν νερά, με την αδρεναλίνη και τον ενθουσιασμό τού πρωτάρη στα ύψη, αλλά ο απώτερος σκοπός του ήταν η νίκη˙ ένα βήμα ακόμη πλησιέστερα στη δημιουργία μιας νέας πατρίδας.
«Πες πως ήταν χτες, υπολοχαγέ Τζόουνς».
«Καιρό είχα να νιώσω έτσι ξανά… Αυτή τη φορά όμως, καπετάνιε, είναι αλλιώτικα».
«Το ξέρω. Δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη τα νεούδια που έχουμε για ναυτικούς».
«Δεν αναφέρομαι σε αυτούς, καπετάνιε. Άλλο χρώμα έχει εδώ η θάλασσα, αλλιώς φυσάει ο άνεμος τα πανιά… Ακόμα κι ο βαθμός μου αλλιώτικος είναι».
«Η θάλασσα είναι μία. Και από αυτήν νομίζω πως έχει φάει μπόλικη!»
Ο καιρός είχε τα κέφια του ‒αλκυονίδες μέρες ίσως. Πλήρωμα και επιτελείο είχαν ρίξει ρυθμούς στο κατάστρωμα, έχοντας μια σκοτούρα λιγότερη στο μυαλό τους. Ο Χόπκινς, άντρας με σθένος και ανάστημα, ενέπνευσε εμπιστοσύνη από την αρχή τόσο στους ναύτες του όσο και στον ίδιο τον θαλασσόλυκο Τζόουνς.
Στην πραγματικότητα, δεν τον πείραζε καθόλου που είχε έναν ανώτερο σε βαθμό δίπλα του. Η πείρα που είχε ο Χόπκινς από τα δεκάδες ταξίδια του στον Κόλπο του Μεξικού και του Σεντ Λόρενς, ήταν απολύτως απαραίτητη γι’ αυτήν την αποστολή: το σχέδιο βασιζόταν στον αιφνιδιασμό. Τα πλοία του Χόπκινς θα συναντούσαν άλλα δύο, τα οποία είχαν σαλπάρει από τη Βαλτιμόρη, και μαζί ‒στο σύνολο έξι πλοία‒ θα αντιμετώπιζαν τη βρετανική φρουρά του Νασσάου.
Ο στολίσκος έπλεε στ’ ανοιχτά με στόχο να περάσει απαρατήρητος από κάθε βρετανική περίπολο στα παράλια των Νέων Χωρών. Ο Χόπκινς δεν περίμενε ωστόσο ανοιχτό καιρό και είχε προετοιμάσει το πλήρωμά του για φουρτούνα. Αυτές οι θάλασσες αγρίευαν απότομα, όσο γλυκές και πρόθυμες κι αν φαίνονταν κατά τόπους. Πυκνά μαύρα σύννεφα φάνηκαν να τους πλησιάζουν, καθώς έφταναν ανοιχτά της Βιρτζίνια. Είχαν αφήσει εδώ και ώρα πίσω τους το Νιούπορτ.
«Δέστε διπλά σχοινιά στο κατάρτι»! φώναξε μεμιάς ο Χόπκινς.
Ακούραστος, δεν είχε μπει στην καμπίνα του καπετάνιου ούτε στιγμή. Παρακολουθούσε τα πάντα, ενημερωνόταν κάθε λεπτό από τους παρατηρητές.
«Κρατήσου γερά από κάπου, υπολοχαγέ. Η Καραϊβική ήδη μας δείχνει τη φιλοξενία της…» είπε μισοχαμογελώντας. Σαν να ζούσε γι’ αυτήν τη στιγμή, σαν να είχε καιρό ν’ αντικρίσει την παλιά του αγάπη, που άθελά της τον πλήγωνε˙ ανυπομονούσε ν’ αναμετρηθεί μαζί της.
Ο Τζόουνς μπορεί να μην γνώριζε τα νερά, αλλά με τέτοιες μπόρες είχε χτυπηθεί ουκ ολίγες φορές στ’ ανοιχτά της Βρετανίας.
«Τέτοιον χορό μες στη βροχή και την αλμύρα δεν τον βρίσκεις εύκολα» απάντησε, γραπώνοντας το χοντρό ξύλο της γέφυρας.
Και πράγματι… Μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας, το γαλάζιο τοπίο μελάνιασε, κύματα άδειαζαν τη θάλασσα πάνω στα πλοία που παράδερναν δίχως έλεγχο στον ωκεανό.
«Νότια! Νότια! Κράτα το τιμόνι νότια!» φώναζε ο Χόπκινς.
Ένα ισχυρό τίναγμα πέταξε τον ναύτη που κρατούσε το τιμόνι σε μια γωνιά. Από το χτύπημα στα πλευρά της γέφυρας έμεινε αναίσθητος. Ο Τζόουνς άρπαξε το τιμόνι και με δύναμη σταμάτησε την ορμή του.
«Νότια! Κράτα το σταθερό, Τζόουνς!» η διαταγή του Χόπκινς.
Μονάχα για το πλοίο τους μπορούσαν να ήταν σίγουροι πως επέπλεε ακόμη στην επιφάνεια. Παντού γύρω τους, νέφη και νερό. Κάτω στα κανόνια και το αμπάρι η κατάσταση ήταν χειρότερη. Κουβάδες γέμιζαν και πετούσαν απ’ έξω όσοι είχαν απομείνει σε σώα κατάσταση. Τουλάχιστον δύο ώρες κράτησε αυτή η πάλη με την καταιγίδα…
Όταν πια σταμάτησε να λυσσομανάει ο άνεμος, η βροχή απομακρύνθηκε, τα σύννεφα έγιναν ελαφρύτερα, άλλαξαν χρώμα και αποχώρησαν. Το αποτέλεσμα; Δύο πλοία διατάχθηκαν να γυρίσουν πίσω για επισκευές. Δυστυχώς δεν θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην επίθεση. Από τα εναπομείναντα ακούστηκαν γνώμες για παραίτηση από την προσπάθεια.
«Οι διαταγές είναι διαταγές!» επιβλήθηκε ο Χόπκινς. «Θες να πας εσύ λοχαγέ να πεις στον Ουάσινγκτον πως δεν προσπάθησες καν να τον εφοδιάσεις με τα απαραίτητα;» προσπάθησε να τους λογικέψει.
Ο Τζόουνς είχε την ίδια άποψη. Ακόμη κι αν χρειαζόταν ν’ αλλάξουν σχέδιο, έπρεπε πάση θυσία να επιτεθούν. Δεν υπήρχε επιστροφή δίχως τα πολεμοφόδια. Έτσι κι αλλιώς, ο ίδιος δεν επιθυμούσε τίποτα άλλο πέρα από την επιτυχία στην πρώτη του αποστολή. Έτσι κι έγινε. Με σύμμαχο τον αρχιπλοίαρχο ο στολίσκος των τεσσάρων πλέον καραβιών, με όσα κανόνια διέθεταν ακόμη, έπλευσε προς τις Μπαχάμες.
Όταν φάνηκαν οι ακτές, ξημέρωνε. Ο Χόπκινς επιβράδυνε κι έριξε άγκυρα.
«Τζόουνς, τι λες; Θα πετύχουμε τον αιφνιδιασμό; Σε λίγο ξημερώνει που να πάρει ο διάολος!».
«Όσο το γρηγορότερο, καπετάνιε, τόσο το καλύτερο. Ή τώρα ή ποτέ!» τον συμβούλευσε.
«Μ’ αρέσει η τόλμη σου, υπολοχαγέ! Τώρα θα δεις πραγματικά την ταχύτητα που μπορούν ν’ αναπτύξουν αυτά τα σκαριά».
Η μπόρα είχε αφήσει υγρασία στην ατμόσφαιρα και σαν αόρατος σύμμαχος αυτό το στρώμα πάχνης τούς βοήθησε να πλησιάσουν. Η οδηγία του Χόπκινς ήταν ξεκάθαρη: ένα από τα πλοία, μια σκούνα ευέλικτη και γρήγορη, θα προσέγγιζε τη στεριά όσο τα υπόλοιπα τρία θα έριπταν διαρκώς κανονιές στο τείχος.
Πλαγιοκόπησαν, άνοιξαν τις θύρες των κανονιών και περίμεναν ν’ απομακρυνθεί η σκούνα. Οι στρατιώτες που θα αποβιβάζονταν έπρεπε να διανύσουν αρκετά μέτρα ώστε να φθάσουν κοντά στις πύλες. Μέχρι εκεί, υπήρχε χαμηλή βλάστηση, με φοίνικες να ξεπετάγονται πότε πότε. Χρειαζόταν λίγος ακόμη χρόνος δίχως τα βλέφαρα του ήλιου ν’ ανοίξουν, ώστε να πετύχουν τον σκοπό τους.
Το σύνθημα δόθηκε. Τα φιτίλια πήραν φωτιά. Η πρώτη ομοβροντία ήχησε σπάζοντας την απόλυτη ηρεμία της αυγής. Ο κρότος πλημμύρισε την απόσταση μεταξύ των πλοίων και του φρουρίου. Πέτρες και ξύλα τινάχτηκαν στον αέρα. Η δεύτερη ομοβροντία ακολούθησε στο ίδιο μοτίβο, πετυχαίνοντας εκ νέου τον στόχο. Οι Άγγλοι στα τείχη άρχισαν να συσσωρεύονται, ώστε να κρατήσουν στην άμυνα˙ είχαν κι εκείνοι κανόνια…
Η ανταπόκρισή τους ήταν άμεση. Παρατηρώντας καλύτερα με τα ματοκιάλια τις εντόπισαν τα φαρδιά λευκά πανιά σαν σινιάλα ν’ ανεμίζουν στο πρώτο φως. Τα πρώτα χτυπήματα, στα τυφλά. Οι διορθωτικές όμως κινήσεις έστειλαν πλήθος από κανονιόμπαλες προς το σώμα των πλοίων. Τα άσχημα νέα για τον Χόπκινς δεν άργησαν επίσης να έρθουν, όταν ένας από τους παρατηρητές τού ανακοίνωσε πως η σκούνα δεν είχε καταφέρει να προσαράξει και ν’ αποβιβάσει τους στρατιώτες.
Ο Τζόουνς έβλεπε για πρώτη φορά τόσο σκεπτικό τον καπετάνιο του.
«Πρέπει να δράσουμε άμεσα, καπετάνιε! Μπορούμε να περάσουμε στα πλάγια και να χτυπήσουμε το φρούριο και από τις δύο μεριές».
«Νομίζεις, υπολοχαγέ… Τίποτα δεν μου λέει πως με τέσσερα καράβια δεν θα καταφέρω απλώς μερικές υλικές ζημιές στον εχθρό».
«Τότε προτείνω, καπετάνιε, να υποχωρήσουμε. Δεν χρειάζεται να επιτεθούμε σήμερα. Υπάρχει καταφύγιο, ασφαλής όρμος στην περιοχή;»
Ο Χόπκινς συλλογιζόταν την ώρα που τα κανόνια του φρουρίου έπαιζαν με τα πλοία του σαν τη γάτα με το ποντίκι.
«Όσο είναι καιρός, καπετάνιε! Δώσε το σήμα για υποχώρηση! Μπορούμε αυτοστιγμεί να ξεμακρύνουμε».
Ο Τζόουνς είχε ανησυχήσει από την αναποφασιστικότητα του Χόπκινς. Ίσως, ήταν τόσο πεπεισμένος πως θα πετύχαινε, που δεν πίστευε ακόμη ότι τα σκυλιά ‒οι Άγγλοι‒ είχαν πλέον το πάνω χέρι.
Μετά από μερικά λεπτά σιωπής…
«Ήχησε την υποχώρηση, υπολοχαγέ» είπε απογοητευμένος. «Πρόσω ολοταχώς για τον Άνοβερ Σάουντ!».
Ένας όρμος αρκετά ασφαλής για να περάσουν τη μέρα και να αναδιοργανωθούν, ήταν αυτό το φυσικό λιμανάκι. Σ’ ένα νησί ξοπίσω τους, έρημο, μα και ταυτόχρονα επικίνδυνο χάρη στη φήμη που είχε ως άντρο πειρατών. Όπως είχαν εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά στο φρούριο του Νασσάου, έτσι εξαφανίστηκαν αφήνοντας πίσω τους τις ιαχές των Άγγλων, οι οποίοι αναθάρρησαν βλέποντας τον στολίσκο να ξεμακραίνει.
Η νίκη εκείνο το πρωινό ήταν δική τους… Για τον Χόπκινς, απ’ όσο φαινόταν, τίποτα δεν είχε τελειώσει. Για τον Τζόουνς, είχε λάβει απλώς μια γεύση αυτού που έλεγαν οι πατριώτες «χτυπώ και φεύγω». Κατά βάθος του άρεσε αυτού του είδους ο πόλεμος…
Το σκοτάδι είχε πλέον παραδώσει τη σκυτάλη στις πρώτες κόκκινες αχτίδες της ανατολής. Από μακριά φάνηκαν οι ξέρες του μικρού νησιού. Είχε δίκιο ο Τζόουνς… Έπρεπε οπωσδήποτε να τα γνωρίζεις αυτά τα νερά. Ο Χόπκινς ,δίχως αμφιταλάντευση, τούς οδήγησε μέσα από ασφαλές πέρασμα μέχρι την ξηρά. Αποβιβάστηκαν με βάρκες στο Άνοβερ Σάουντ, αφήνοντας πίσω στα πλοία μονάχα το πλήρωμα ασφαλείας.
«Στήστε έναν πρόχειρο καταυλισμό εδώ» η διαταγή του αρχιπλοίαρχου.
Θα ξαπόσταιναν για λίγο. Μέχρι το μεσημέρι θα είχαν καταφέρει ν’ ανακτήσουν δυνάμεις. Τότε, είχε καθορίσει ο Χόπκινς συμβούλιο, ώστε ν’ αποφασίσει μαζί με τους αξιωματικούς του τις επόμενες κινήσεις.
Ο Τζόουνς δεν έτρεφε ελπίδες να εισακουστεί. Άλλωστε ήταν ο πιο νέος στην ομάδα, ξενόφερτος, αλλά και μη γνώστης της Καραϊβικής. Το μόνο που έκανε μέχρι να σηκωθεί ο ήλιος κάθετα, ήταν να σκέφτεται την επίθεση. Δεν μπορούσε να κλείσει μάτι.
Το εξωτικό αεράκι, ωστόσο, τον βοήθησε να χαλαρώσει. Σαν έξυπνο από καιρό, γνώριζε πως ν’ αποκοιμίσει ακόμη και τον πιο ανήσυχο ναυτικό. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που η συγκεκριμένη περιοχή πήρε αυτό το όνομα. Ο ήχος που σαγήνευε κάθε περαστικό πλοίο από το νησί, έμοιαζε με αυτόν των Σειρήνων στις περιπέτειες του Οδυσσέα.
Όταν συνειδητοποίησε πως κάποιος τον φώναζε με τ’ όνομά του, άνοιξε τα μάτια. Το ανάστημα και η φωνή ταίριαξαν κατάλληλα˙ ήταν ο Χόπκινς. Τον πρόσταζε να σηκωθεί και να ετοιμαστεί. Σε λίγο, ερχόταν η ώρα για τις μεγάλες αποφάσεις. Στο συμβούλιο ακούστηκαν ποικίλες προτάσεις, με κυριότερες πάλι την επιστροφή στη Φιλαδέλφεια.
Η πρόταση του Τζόουνς, καθώς έβλεπε για ακόμη μία φορά τον χάρτη αυτών των στενών περασμάτων μεταξύ του συμπλέγματος των νήσων, είχε βρει απροσδόκητα κάποιους υποστηρικτές. Πίστευε πως η κατά μέτωπο επίθεση δεν είχε πλέον ελπίδα επιτυχίας. Οι Άγγλοι θα είχαν τον νου τους, όπως παράλληλα θα είχαν ενισχύσει και τις φρουρές στα τείχη.
Το ιδανικό για εκείνον σενάριο ήταν η αποβίβαση σ’ ένα παραπλήσιο σημείο, ώστε όλο το διαθέσιμο σώμα του στρατού να οργανωθεί στη στεριά. Από εκεί, επιτιθέμενοι στα νώτα τους και χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του κλεφτοπολέμου, θα απασχολούσαν όσο χρειαζόταν τις φρουρές των Άγγλων. Έτσι, το πλήρωμα των πλοίων σύσσωμο θα μπορούσε να δράσει πιο ελεύθερα, χωρίζοντας τους Άγγλους σε δύο μέτωπα.
Ο Χόπκινς επεξεργάστηκε όλα τα δεδομένα που είχε. Εκείνη την ύστατη στιγμή, φάνηκε πως είχε στο μυαλό του και την υποχώρηση. Το βλέμμα του συναντήθηκε φευγαλέα μ’ εκείνο του υπολοχαγού Τζόουνς. Ήξερε πως κι εκείνος στη θέση του θα επιθυμούσε διακαώς την επίθεση.
«Η αποστολή μας έχει χαρακτηριστεί από το γενικό επιτελείο ως ζωτικής σημασίας. Δεν μπορώ να πράξω διαφορετικά από το να διατάξω την επίθεση, εφαρμόζοντας το καλύτερο δυνατό σενάριο» ήταν η επίσημη απόφασή του, έπειτα από συνεννοήσεις.
«Μια μέρα πατριώτης, για πάντα πατριώτης!» ύψωσε το σπαθί του για να τονώσει το ηθικό και να αφήσει το στίγμα του. «Ο φόβος, να ξέρετε, είναι πια στο πλευρό των εχθρών μας. Όπως περιμένουν ανά πάσα στιγμή επίθεση, θα τους δώσουμε την ευκαιρία. Αλλά υπό έναν όρο: θα ματώσουμε μέχρι θανάτου!»
Τα ζητοκραυγάσματα των περισσοτέρων έσπρωξαν κι όσους είχαν μείνει μετέωροι μεταξύ της απογοήτευσης και της αδράνειας. Τον Τζόουνς, σίγουρα, αν πετύχαινε το σχέδιο του, τον περίμενε μια καριέρα με τιμές στις θάλασσες των ναυμαχιών.
Δεν έχασαν στιγμή. Τα κουπιά γάντζωναν με ρυθμό τη θάλασσα. Τα πανιά φουσκωμένα από τον ευνοϊκό άνεμο έδιναν όση ώθηση χρειαζόταν. Έφθασαν στα παράλια του νησιού δίχως να φθάσει ακόμη το απόγευμα. Το εξωτικό νησί καλυπτόταν σε ορισμένα σημεία του από πυκνή βλάστηση. Αυτό ήταν ένα εξαιρετικό πλεονέκτημα για τον τρόπο που είχαν αποφασίσει να πολεμήσουν.
Ο Τζόουνς παρέμεινε στο πλευρό του Χόπκινς στο πλοίο. Υπό τις διαταγές του τα τέσσερα πλοία περίμεναν υπομονετικά, κρυμμένα σ’ ένα κοίλωμα, ν’ ανάψει η μάχη.
Μουσκέτα ακούστηκαν πυκνά, δίχως πλευρά και σημαία. Ξεφωνητά, κραυγές αγωνίας, βογγητά θανάτου. Όσοι είχαν μείνει στα πλοία ήλπιζαν πως η μάχη έκλεινε προς το μέρος τους. Όπως συμφώνησαν, στην άκρη του ακρωτηρίου φάνηκε μια σημαία να κινείται ρυθμικά δεξιά κι αριστερά. Το σινιάλο δόθηκε. Σε πλήρη ετοιμότητα τράβηξαν τα καράβια προς το φρούριο.
Αφού το πλαγιοκόπησαν, άρχισαν τη δική τους μάχη. Οι κανονιέρηδες προσπαθούσαν να πετύχουν τις θέσεις των Άγγλων εν κινήσει, καθώς οι ελιγμοί των καπετάνιων έπρεπε να είναι τέτοιοι ώστε ν’ αποφεύγουν τις εχθρικές ομοβροντίες.
«Πυρ!», «Καλυφθείτε!», «Όλο δεξιά!», «Επίθεση!», οι οδηγίες των καπετάνιων και των αξιωματικών στον στολίσκο. Όσο ευέλικτοι κι αν ήταν, δεν μπορούσαν να αποφύγουν κάθε χτύπημα. Τα σώματα των καραβιών δέχτηκαν βαριά πλήγματα τόσο στην πρύμνη όσο και στην πλώρη. Παρ’ όλα αυτά κρατούσαν… Η πραγματική μάχη διεξαγόταν στα νώτα, εκεί όπου οι πατριώτες είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν ρήγμα εισχωρώντας στο φρούριο.
Ο διοικητής των Άγγλων γνώριζε πως μονάχα τα τείχη τούς προστάτευαν. Οι φρουρές δεν ήταν αρκετές ν’ αντέξουν τέτοια επίθεση. Αιχμάλωτος στα χέρια των πατριωτών αναγκάστηκε να διατάξει παύση του πυρός και παράδοση.
Καθώς η λευκή σημαία κυμάτιζε στη μία πλευρά του φρουρίου, από την αντίθετη, τα καπέλα των ναυτικών πετούσαν στον αέρα, ξεσπώντας σε κραυγές χαράς(«Ουρά!», «Ουρά!»).
Ο Τζόουνς, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο, γνώριζε πως ο Χόπκινς αποτελούσε για εκείνον ζωντανή και τρανή απόδειξη των ικανοτήτων του και του χαρακτήρα του. Ανάμεσα στα πανηγύρια είχε κρατήσει στον νου του την εγκάρδια χειραψία του και το σφιχταγκάλιασμα πάνω στο σχεδόν ετοιμόρροπο σκαρί του.