Η ελαφριά μορφή κατάθλιψης που ταλαιπωρεί συχνά την Ουρανία, είναι πολύ πιθανόν να διαταράσσει την αυτοβιογραφική της μνήμη και ειδικά τον μηχανισμό εκείνο που επιλεκτικά ευνοεί τις ευχάριστες αναμνήσεις σε βάρος όλων των δυσάρεστων.
Στη δική της περίπτωση μάλιστα, είναι πολύ πιθανόν να έχει συμβεί ένα είδος αντιστροφής της λειτουργίας του συγκεκριμένου μηχανισμού˙ αφού η μνήμη της τροφοδοτείται αποκλειστικά θα έλεγε κανείς, από δυσάρεστες αναμνήσεις.
Αποφάσισα να επέμβω σ’ αυτή την εγκεφαλική δυσλειτουργία, ζητώντας στο εξής από την ίδια να περιοριστεί στην ανάκληση μόνο των ευχάριστων στιγμών από το παρελθόν της.
Βέβαια κάτι τέτοιο, όσο εύκολο κι αν ακούγεται, στην πραγματικότητα είναι σχεδόν αδύνατον να πραγματοποιηθεί άμεσα.
Όμως ήμουν αποφασισμένος να την κατευθύνω αποκλειστικά στα ευχάριστα γεγονότα που υπήρξαν στη ζωή της.
Τουλάχιστον για τις συνεδρίες που θα ακολουθούσαν μέχρι τα Χριστούγεννα.
Ακόμη κι όταν θα επιμένει πως δεν υπήρξε τίποτα το ευχάριστο που να αξίζει να θυμηθεί από τα χρόνια που πέρασαν.
Ακόμη και στις στιγμές που θα διαμαρτύρεται, λέγοντας πως ένας πόνος υπήρχε πάντα μέσα στην καρδιά της, τον οποίο δεν καταλάβαινε ούτε και μπορούσε να νιώσει κανένας από τους σημαντικούς ανθρώπους της ζωής της.
Ειδικά σ’ αυτές τις περιπτώσεις, θα κατεβαίνω στο υπόγειο, θα αναζητώ την ευτυχία μέσα στο σκοτάδι και θα τη σέρνω, ακόμη κι απ’ τα μαλλιά αν χρειαστεί, στα πόδια της.
Έτσι ώστε να μην μπορεί να την αρνηθεί καθώς θα τη βλέπει να κείτεται μπροστά της, λουσμένη με το φως της αλήθειας.
«Μίλησέ μου για τότε που ένιωσες πως ήσουν ερωτευμένη –έστω και για λίγο– με τον Λεωνίδα».
Άναψα την ηλεκτρική θερμάστρα για να περιορίσω την ψυχρή ατμόσφαιρα του γραφείου. Σκέφτηκα πως ίσως έτσι κατάφερνα, κατά κάποιο τρόπο, να ζεστάνω την περιοχή του υπογείου.
Εκεί είναι που η Ουρανία κρατάει παγωμένες όλες τις ευχάριστες αναμνήσεις της.
«Ο τρόπος με τον οποίο εξελίχτηκε η πρώτη μας συνάντηση, δεν φανέρωνε πως εγώ κι ο Λεωνίδας θα ερωτευόμασταν στη συνέχεια.
Η αλήθεια είναι πως για έναν περίπου χρόνο(μέχρι που διέκοψα οριστικά το σχολείο στην τρίτη τάξη του γυμνασίου) δεν άλλαξε κάτι στη μεταξύ μας σχέση.
Στα δικά μου μάτια ο Λεωνίδας ήταν ένας αγροίκος!
Όχι επειδή τριγυρνούσε όλη τη μέρα στους αγρούς… Αλλά επειδή ήταν άξεστος κι αμόρφωτος, με βρώμικα ρούχα που ανέδυαν την ενοχλητική μυρωδιά του ιδρώτα του.
Ενώ εγώ στα δικά του μάτια, δεν ήμουν παρά ένα κακομαθημένο αγοροκόριτσο, που αντί να κάνει παρέα με τις υπόλοιπες κοπέλες του χωριού, προτιμούσε να γίνεται ανυπόφορη κι ενοχλητική με το να ανακατεύεται διαρκώς στα πόδια των ανδρών».
«Και η αρχική σου εντύπωση για εκείνον; Η επιβλητική φιγούρα του, που έμοιαζε στην όψη με ινδιάνο; Τι απέγινε;»
Προσπάθησα να βγάλω από μέσα της οτιδήποτε θα μπορούσε να έχει σχέση με ομορφιά.
Με μια υποψία έστω˙ κάποιου ευχάριστου συναισθήματος.
Όμως, όσο κι αν είχε ζεσταθεί ο χώρος του γραφείου από τη θερμάστρα, η καρδιά της παρέμενε παγωμένη και σκληρή.
«Η εικόνα του «Ινδιάνου» που αντίκριζα στο πρόσωπο του Λεωνίδα, παρέμεινε το ίδιο ενοχλητική σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που νιώθαμε απέχθεια ο ένας για τον άλλο.
Βλέπεις εκείνη την εποχή στις Αμερικάνικες ταινίες γουέστερν, οι Ινδιάνοι ήταν οι άγριοι, οι απολίτιστοι που συμπεριφέρονταν με βαρβαρότητα. Ήταν κατά κάποιον τρόπο οι κακοί της υπόθεσης δηλαδή…
Σε αντίθεση με τους καλούς και φινετσάτους πρωταγωνιστές, που με τις ηρωικές τους μάχες κατόρθωσαν τελικά να φέρουν τον πολιτισμό και την πρόοδο σε μια ολόκληρη ήπειρο».
«Κάτι μου λέει πως η άποψή σου για τους Ινδιάνους άλλαξε στη συνέχεια.
Θυμάσαι πότε έγινε αυτή η αλλαγή Ουρανία;»
«Θυμάμαι. Την ημέρα που στο χωριό μας παντρεύτηκαν ο Μιχάλης με τη Μαίρη.
Ο Λεωνίδας είχε γνωρίσει εκείνη τη χρονιά τον Μιχάλη κι αμέσως οι δυο τους έγιναν αχώριστοι φίλοι.
Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που ο Μιχάλης του ζήτησε να τους στεφανώσει.
Εκείνη την εποχή το γλέντι του γάμου διαρκούσε δύο, πολλές φορές και τρία, μερόνυχτα.
Τη προηγούμενη μέρα πριν από τα στεφανώματα, γίνονταν η χαρά, η γιορτή δηλαδή που διοργάνωναν ξεχωριστά η νύφη κι ο γαμπρός.
»Το γλέντι στήνονταν στην αυλή, με τραπέζια και καρέκλες που συγκεντρώνονταν από τα σπίτια και τα καφενεία του χωριού.
Όταν οι καρέκλες δεν έφταναν, δημιουργούσαν μεγάλα παγκάκια με δύο κούτσουρα κι ένα μαδέρι, το οποίο κάλυπταν με κουρελούδες.
Σε κάποια αποθήκη ή σε ένα υπόστεγο, συνήθως γύρω από τον εξωτερικό ξυλόφουρνο(όπου υπήρχε), στηνόταν πρόχειρα το μαγειρείο.
Όλοι οι κάτοικοι του χωριού ήταν συνήθως καλεσμένοι στη χαρά.
Προσέρχονταν στο γλέντι μετά το πρώτο σύνθημα, που δίδονταν από τον ήχο των οργάνων, ο οποίος έφτανε σε όλα τα σπίτια.
Ταξιθέτες δεν υπήρχαν, μα οι πάντες γνώριζαν το που έπρεπε να καθίσουν.
Οι συγγενείς και οι πολύ φίλοι κοντά στην αυτοσχέδια πίστα με τους μουσικούς, οι υπόλοιποι στις πίσω σειρές.
»Έτσι γίνονταν σε όλες τις χαρές των γάμων τότε.
Ακόμη και οι ηλικιωμένοι προσέρχονταν(όταν το επέτρεπε η υγεία τους) στη χαρά, υποβασταζόμενοι πολλές φορές… ακόμα και για λίγο˙ προκειμένου, έστω, να ευχηθούν.
Μόνο εκείνοι που είχαν διαφορές και παρεξηγήσεις με κάποιον ή κάποια από την οικογένεια που έκανε τη χαρά, δεν πατούσαν το πόδι τους στο γάμο.
Το μεσημέρι του Σαββάτου, ο γαμπρός μαζί με τους καλύτερους φίλους του κίνησαν με τη συνοδεία της λύρας και του νταουλιού, για να προσκαλέσουν τον κουμπάρο στη χαρά.
Εκείνη την ώρα βρισκόμουν, μαζί με άλλες κοπέλες του χωριού, στης νύφης και βοηθούσαμε στις ετοιμασίες του σπιτιού.
Είχαμε αγωνία μάλιστα, για το αν θα τηρούσε ο Μιχάλης την υπόσχεση που της είχε δώσει͘ μια μέρα πριν, πως θα ερχόταν κρυφά για να τη δει το Σάββατο πριν από το γάμο.
αυτό ήταν κάτι που δεν επιτρέπονταν βέβαια, σύμφωνα με τα ποντιακά έθιμα, αλλά ο Μιχάλης ήθελε να της αποδείξει το πόσο τρελός ήταν για εκείνη.
Νωρίς το απόγευμα όλα ήταν έτοιμα στο σπίτι της νύφης, προκειμένου να υποδεχτούν τους καλεσμένους στη χαρά τους.
Μαζί με τα υπόλοιπα κορίτσια κινήσαμε για τα σπίτια μας, προκειμένου να ετοιμαστούμε και στη συνέχεια να επιστρέψουμε για το γλέντι.
Την ίδια στιγμή, μια αυτοκινούμενη πομπή σταμάτησε έξω απ’ την αυλή του σπιτιού της Μαίρης.
Στη συνέχεια βγήκαν απ’ τα αυτοκίνητα τα παλικάρια που συνόδευαν τον γαμπρό, χορεύοντας και τραγουδώντας.
Ο Δάμος, ο καλύτερος φίλος του Μιχάλη, χόρευε κρατώντας στα χέρια του έναν ζωντανό κόκορα!
Συνέχισε να χορεύει στη μέση του δρόμου, ακόμη κι όταν σταμάτησε μπροστά του ένα αγροτικό αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν δύο άντρες.
Ο Δάμος πρώτος και πίσω του οι υπόλοιποι: γαμπρός, όργανα και καμιά δεκαριά ακόμη, χόρευαν ασταμάτητα μπροστά στο αυτοκίνητο που κορνάριζε ρυθμικά.
Ήταν όλοι τους πιωμένοι… Πριν ακόμη ξεκινήσει το γλέντι!
Χορεύαμε κι εμείς στην αυλή της νύφης, που την είχαν κλείσει μέσα στο σπίτι με την οδηγία να μην εμφανιστεί ούτε στο παράθυρο.
»Ύστερα ο Μιχάλης φώναξε: “Κουμπάρε! Έβγα να σύρεις το χορό!”
Ξαφνικά σταμάτησα να χορεύω. Θυμήθηκα ότι τα στέφανα θα τα άλλαζε ο Λεωνίδας!
“Πως είναι δυνατόν να κάνουν κουμπάρο τους αυτόν;” σκέφτηκα.
Οι πόρτες του αγροτικού άνοιξαν κι από τη θέση του οδηγού βγήκε ένας άντρας με μαύρο κοστούμι και γραβάτα πάνω απ’ το κολλαρισμένο λευκό πουκάμισο.
Του έδωσαν ένα μπουκάλι με ρακί κι εκείνος κατέβασε με τη μία το μισό, ενώ στη συνέχεια το πέταξε με δύναμη στο έδαφος!
Το μπουκάλι έγινε χίλια κομμάτια κι ο άντρας ύψωσε τα χέρια προς τον ουρανό κι άρχισε να χορεύει τον ποντιακό χορό “Τας”.
»Τότε μόνο κατάλαβα πως ήταν ο κουμπάρος. Ο Λεωνίδας δηλαδή!
Ο τσομπάνης που έβοσκε τα γελάδια μας!
Εκείνη τη μέρα, Ορέστη, ο Λεωνίδας δεν έμοιαζε με Ινδιάνο!
Δεν έφτασε στο χωριό μου οδηγώντας τις αγελάδες, καβάλα πάνω στο παρδαλό του άλογο… Ήρθε με το αυτοκίνητο!
Ελάχιστα παλικάρια οδηγούσαν αυτοκίνητο εκείνη την εποχή.
Ούτε τον είχα ξαναδεί να χορεύει σαν ατρόμητος πολεμιστής, λίγο πριν από τη μάχη.
Κι όταν ξαφνικά με κοίταξε, κοκκίνισα από ντροπή».
Έκανε μια παύση σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί την αίσθηση της ντροπής.
Στη συνέχεια με κοίταξε κάπως αμήχανα. Πιθανόν γι’ αυτό που λίγο έλειψε να ομολογήσει.
«Για ποιο λόγο ντράπηκες Ουρανία;»
«Δεν ξέρω… Ίσως επειδή δεν είχα προλάβει να χτενιστώ, να φορέσω το καινούριο φόρεμα που είχα παραγγείλει για το γάμο, από μια ράφτρα στην Αριδαία …
Ενώ εκείνος˙ Θεέ μου! Πως του πήγαινε το μαύρο κοστούμι που φορούσε!
Ίσως, πάλι, όταν με κοίταξε…»
«Τι έγινε όταν σε κοίταξε;»
«Δεν ξέρω πως να το πω…
Να, ένιωσα πως κατάλαβε ότι, για πρώτη φορά, τον έβλεπα με άλλο μάτι.
Δεν ήθελα να φανεί πως με είχαν γοητεύσει η παρουσία του και η λεβεντιά που έβγαζε με τις κινήσεις του καθώς χόρευε».
«Μετά; Τι έγινε όταν τέλειωσε ο χορός;»
«Δεν πρόλαβα να δω, γιατί έφυγα τρέχοντας».
«Έφυγες; Γιατί;»
«Επειδή δεν άντεχα τη ζήλια που ένιωσα όταν πρόσεξα τα υπόλοιπα κορίτσια –που τον έβλεπαν για πρώτη φορά– να σκουντιούνται και να χαχανίζουν, δείχνοντας πως έχουν ξετρελαθεί μαζί του.
Που πήγε ξαφνικά όλη η απέχθεια που ένιωθα μέχρι εκείνη τη στιγμή για τον Λεωνίδα;
Πως κατάφερε να ασκήσει επάνω μου τόσο μεγάλη γοητεία μέσα σε λίγα λεπτά;
Τέλος˙ σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήταν ανάγκη να νιώσω τόσο έντονη ζήλια, που να το βάλω στα πόδια;
Πες μου Ορέστη… Αυτό δεν είναι που λένε “κεραυνοβόλος έρωτας”;»
Της χαμογέλασα και την ίδια στιγμή ένιωσα μεγάλη ικανοποίηση για το γεγονός ότι παραδέχτηκε, επιτέλους, πως κάποια στιγμή στη ζωή της υπήρξε ερωτευμένη!
«Αυτό είναι Ουρανία.
Κεραυνοβόλος έρωτας! Όπως το είπες.
Δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο!»
Αρκέστηκα για λίγα λεπτά στο να την παρατηρώ καθώς χάζευε τις πυρακτωμένες αντιστάσεις της θερμάστρας.
Η ενθύμηση αυτής της ξεχασμένης ανάμνησης είχε τόσο ευεργετική επίδραση πάνω της, ώστε το πρόσωπό της άρχισε, κυριολεκτικά, να αναδίδει μια λάμψη!
«Εκείνος; Εκδήλωσε κάποιο ενδιαφέρον;»
«Την επόμενη μέρα. Μετά τα στεφανώματα.
Αφού έδωσα τις ευχές μου στους νεόνυμφους, στάθηκα μπροστά του και είπα με σιγανή φωνή…
– Άξιος κουμπάρος!
Εκείνος μου έσφιξε δυνατά το χέρι, έτσι που να μην μπορώ να φύγω αμέσως…
Με κοίταξε για μια στιγμή, ανέκφραστος˙ στη συνέχεια χαλάρωσε τη λαβή του και μου είπε χαμογελώντας:
– Είσαι γυναίκα τελικά!
Έφυγα από κοντά του μπερδεμένη. Δεν ήξερα αν γι’ αυτό που μου είπε έπρεπε να νιώσω γοητευμένη, ή να θυμώσω;!»
«Δεν καταλαβαίνω. Για ποιον λόγο να θυμώσεις;»
«Μα, με έβλεπε σαν αγοροκόριτσο καθημερινά για ένα χρόνο!
Το φόρεμα και τα χτενισμένα μαλλιά τον έκαναν να αλλάξει γνώμη;
Αυτά ήταν που όριζαν μια γυναίκα για εκείνον;»
Σκεφτόμουν πως υπήρξε άδικη μαζί του, με το να κρίνει αρνητικά την πιο ειλικρινή και γενναία εξομολόγηση της ιδέας που είχε γεννηθεί μέσα του για εκείνη.
Τη στιγμή μάλιστα που και η ίδια αισθάνθηκε παρόμοια αλλαγή μέσα της…
Με τη διαφορά πως εκείνη δεν τολμούσε να του ομολογήσει τις σκέψεις της, αλλά προτιμούσε να κοκκινίζει μπροστά του και να το βάζει στα πόδια όταν ένιωθε μπερδεμένη.
Αποφάσισα να μην εκφράσω αυτές τις σκέψεις στην Ουρανία και να περιοριστώ μονάχα στον τρόπο με τον οποίο ενεργούσε εκείνη την εποχή ο Λεωνίδας.
«Στη συνέχεια; Ποια ήταν η συμπεριφορά του από τη στιγμή που συνειδητοποίησε πως είσαι γυναίκα;»
«Στο γλέντι που ακολούθησε στο σπίτι του γαμπρού, μετά τα στεφανώματα, ο κουμπάρος δεν έπαψε στιγμή να χορεύει και να δείχνει τη λεβεντιά του σε όλες τις κοπέλες που τον χάζευαν.
Ωστόσο, μπορώ να πω ότι δεν έπαψε στιγμή να με φλερτάρει με το βλέμμα του, αλλά και με την επιμονή του να έρχεται κάθε τόσο στο τραπέζι μας, δήθεν για να μιλήσει με τον θείο Γιώτη για τη δουλειά.
Κάποιες φορές μάλιστα, μου έκανε νόημα να σηκωθώ για να χορέψουμε!»
«Λοιπόν, σηκώθηκες;»
«Θα το είχα κάνει, όμως το παγερό βλέμμα της μάνας μου και η ερώτηση “Ποιος είναι αυτός;” (σε αυστηρό τόνο), τελικά με φρέναραν…»
»…Εκείνη η νύχτα είχε παραμείνει για αρκετό καιρό η ομορφότερη της ζωής μου!
Το περίεργο είναι πως την επόμενη μέρα που βγήκα στη δημοσιά, ένιωσα για πρώτη φορά να μουδιάζει όλο μου το κορμί τη στιγμή που τον είδα να καλπάζει οδηγώντας τις αγελάδες με φωνές και βρισιές˙ όπως το συνήθιζε.
Ήταν ντυμένος με βρώμικα ρούχα, έβριζε χυδαία και ήταν άξεστος.
Δεν μου χάρισε κανένα χαμόγελο όταν με είδε˙ σαν να ήμουν ξανά για εκείνον το ανεπιθύμητο αγοροκόριτσο.
Κι όμως, ο Λεωνίδας στα δικά μου μάτια ήταν πλέον ένας Ινδιάνος που για χάρη του μέτραγα κάθε μέρα τα λεπτά και τις ώρες μέχρι να τον αντικρίσω.
Τα ηλιοβασιλέματα απέκτησαν από τότε καινούρια σημασία.
Μια σημασία που δεν είχε να κάνει με το κόκκινο χρώμα του ουρανού αλλά με την εμφάνιση του αγαπημένου μου Ινδιάνου στον ορίζοντα!»
«Γιατί όμως άλλαξε τη συμπεριφορά του την επόμενη μέρα;»
«Στην αρχή πίστεψα πως η αλλαγή εκείνη είχε να κάνει με τις συνθήκες της εργασίας του. Καθησύχαζα τον εαυτό μου λέγοντας πως “απλά παίρνει τη δουλειά στα σοβαρά”.
Ίσως πάλι, τα βρώμικα ρούχα και η μυρωδιά του ιδρώτα να περιόριζαν την αυτοπεποίθησή του τόσο πολύ, ώστε αισθανόταν άβολα μπροστά μου.
Έτσι πίστευα στην αρχή.
Αργότερα όμως κατάλαβα».
«Τι κατάλαβες αργότερα;»
Στριφογύρισε στην πολυθρόνα, στην προσπάθειά της να νιώσει βολικά πριν μου απαντήσει.
«Ο Λεωνίδας ήταν και είναι ένας κλειστός, μοναχικός και λιγομίλητος γενικά άνθρωπος. Εκδηλώνει κάποιο συναίσθημα δραπετεύοντας από την εσωστρέφειά του, μόνο στην περίπτωση που έχει πιεί αρκετά ̶ όπως εκείνη την ημέρα στο γάμο.
Η αλήθεια είναι πως από τη συγκεκριμένη μέρα και μετά, επισκεπτόταν πολύ συχνά το χωριό μας, πάντα με πρόφαση την επίσκεψη στους κουμπάρους του.
Ωστόσο, όταν κάποιες φορές που συναντιόμασταν(δήθεν τυχαία) στη βόλτα, μου έλεγε ψιθυριστά πως το φόρεμα που φορούσα ταίριαζε με το χρώμα των ματιών μου˙ ή πως ήμουν πολύ όμορφη εκείνη τη μέρα… Ήξερα καλά πως μιλούσε το πιοτό».
«Θέλεις να μου πεις πως όταν δεν ήταν πιωμένος δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον για σένα;»
«Όχι ακριβώς κανένα ενδιαφέρον˙ αλλά σε καμία περίπτωση δεν εξέφραζε τα συναισθήματά του με γλυκό τρόπο και με ζεστό τόνο στη φωνή του, όπως έκανε όταν ήταν πιωμένος, προσπαθώντας απεγνωσμένα να μου δείξει πως ήταν ερωτευμένος μαζί μου.
Μόνο μια φορά θυμάμαι, που επέστρεψε στο χωριό με τα ζώα και ήταν διαφορετικός!
Με κοίταξε στα μάτια, χαμογέλασε και μου είπε πως αν πήγαινα κάποια μέρα μαζί του στα βοσκοτόπια, θα μου μάθαινε ιππασία.
»Δεν ξέρω γιατί, αλλά εκείνη η πρόταση τρύπωσε μέσα μου και με άλλαξε σαν άνθρωπο!
Ο τρόπος που σκεφτόμουν, το πως αντιδρούσα στο σπίτι, τα ενδιαφέροντά μου, οι επιδόσεις μου στο σχολείο…
Όλα άρχισαν μέσα μου να ξεφτίζουν, να διαλύονται!
Εκείνη η πρόταση του Λεωνίδα έμοιαζε με το σαράκι που φωλιάζει στη σάρκα του δέντρου και ρουφάει όλη του την ουσία˙ ολόκληρη την ύπαρξή του.
Ώσπου η επαφή με τις ρίζες χάνεται και το δέντρο καταρρέει, χωρίς να μπορεί να προβάλλει την παραμικρή αντίσταση».
Ήταν πολύ καλό για να κρατήσει, σκέφτηκα.
Αφού ακόμη και το πιο λαμπρό συναίσθημα που ένιωσε αυτή η γυναίκα, μετά την ομορφότερη νύχτα της ζωής της…
Ακόμη και τον έρωτα, με λίγα λόγια…
Κατάφερε τελικά να τον μετατρέψει σε θανατηφόρα ασθένεια!
Όμως δεν θα την έκρινα ούτε γι’ αυτό.
Δεσμεύτηκα να φέρω στο φως όλους τους κρυμμένους θησαυρούς!
Ακόμη κι αν μαζί τους έρθουν στην επιφάνεια τοξικές πεποιθήσεις και φαρμακωμένες μνήμες, θα τις αγνοήσω! Τουλάχιστον στην αρχή…
«Αυτή η ξαφνική αλλαγή στη συμπεριφορά μου, είχε τα χαρακτηριστικά μιας εσωτερικής επανάστασης.
Στα μάτια κάποιων έμοιαζε με την εφηβεία. Για κάποιους άλλους οφειλόταν στο ότι ήμουν ορφανή από πατέρα και η μάνα μου αδυνατούσε να με νουθετήσει.
Μόνο εγώ γνώριζα το λόγο της εξέγερσής μου. Έτσι πίστευα, δηλαδή…
Η αλήθεια είναι πως δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι ακριβώς ήταν αυτή η αντάρα που φούντωνε μέσα μου.
Έβλεπα καθαρά πως αυτός ο άνθρωπος δεν μου ταίριαζε, κι όμως κατάφερνε να ασκεί επάνω μου μια ανεξήγητη έλξη.
Χωρίς να μου προσφέρει τίποτα το ουσιαστικό, με έκανε να χάσω τελείως τα λογικά και τον εαυτό μου.
Προκειμένου να πλευρίσω περισσότερο στον δικό του χαρακτήρα, απέκτησα πολλές από τις συνήθειές του.
Τα ενδιαφέροντά μου περιορίστηκαν στα ζώα, τα αυτοκίνητα και τα αγροτικά μηχανήματα.
Ξέχασα τον Λουντέμη και σταμάτησα να γράφω στίχους.
Τραβιόμουν μαζί του στα βοσκοτόπια, με ρούχα που ήταν μονίμως βρώμικα και˙ φαντάσου… Συμβιβάστηκα ακόμη και με το γεγονός ότι μύριζε άσχημα ο ιδρώτας μου!»
«Καλά όλα τα άλλα, όμως γιατί σταμάτησες να γράφεις στοίχους;»
Με κοίταξε μορφάζοντας, σαν να είχε μόλις γευτεί κάτι αηδιαστικό.
«Επειδή δεν άρεσε σε εκείνον. “Μια ακαταλαβίστικη συνήθεια που δεν προσφέρει τίποτα στην πραγματική ζωή”, ‘oπως έλεγε.
“Μια χαζομάρα και μισή”, μου είπε όταν του διάβασα κάτι που είχα γράψει για εκείνον…»
Άνοιξε το παλιό της τετράδιο, ξεφύλλισε μερικές σελίδες και στάθηκε κάπου στη μέση.
«Θέλεις να το διαβάσεις;» μου είπε.
Το πήρα στα χέρια μου βιαστικά, χωρίς να κρύψω τη λαχτάρα μου να το διαβάσω.
Ό,τι κι αν πω είναι λίγο
ό,τι κι αν γράψω δεν αρκεί
δεν θα μιλήσω
θα αφήσω το μολύβι
θα πετάξω το χαρτί
νιώθω το συναίσθημα
μανδύας που με τυλίγει
κλείνω τα μάτια
ζω στην αναπνοή
οι λέξεις του κόσμου φτωχές
ανήμπορες να περιγράψουν αυτό που αισθάνομαι
δεν λέω τίποτα, δεν γράφω τίποτα
παραδίνομαι στην αλήθεια του συναισθήματος
αφήνομαι μόνο να
Σ’ αγαπώ!
«Τι έχεις να πεις;»
«Το μόνο που θέλω να μάθω αυτή τη στιγμή, είναι το τι είπε εκείνος!»
«Τι είπε, τι έκανε… Η αλήθεια είναι πως χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να ξαναπιάσω μολύβι στα χέρια μου.
-Τόσες ανοησίες για να μου πεις ότι μ’ αγαπάς; με ρώτησε.
-Σου εκφράζω τα συναισθήματά μου, άνθρωπε μου! Κι εσύ λες πως είναι ανοησίες;
είπα θυμωμένη και του γύρισα την πλάτη.
– Θέλεις να σου δείξω έναν αληθινό τρόπο για να εκφράζεις τα συναισθήματά σου;
Πριν προλάβω να πω κάτι, με άρπαξε από τους ώμους, με γύρισε προς το μέρος του και με φίλησε στο στόμα για πρώτη φορά!»
Ακολούθησε μια μικρή παύση, στη διάρκεια της οποίας μου ήταν αδύνατον να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου.
«Δεν θα με ρωτήσεις πως ήταν;»
«Ποιο πράγμα;»
«Το φιλί του ντε! Κύριε Κράλλη… Σας βρίσκω κάπως αφηρημένο σήμερα!»
«Η αλήθεια είναι πως αυτό ακριβώς σκόπευα να σε ρωτήσω Ουρανία!
είπα χαμογελώντας.
Απλά, παρέμεινα για λίγο απορροφημένος στο ποίημα που του έγραψες…»
«Το ποίημα… Ποιο ποίημα Ορέστη;
Αυτό που προσπαθούσα ανεπιτυχώς να περιγράψω, με τις φτωχές λέξεις του κόσμου, το ένιωσα ολοκληρωτικά, με κάθε κύτταρο της ύπαρξής μου˙ μόνο με ένα του φιλί!
Τελικά έκανα αυτό που περιέγραψα στους στίχους αυτού του ποιήματος.
Άφησα το μολύβι, πέταξα το χαρτί…
Οι λέξεις του κόσμου ήταν φτωχές, Ορέστη…
Κι εγώ παραδόθηκα στην αλήθεια του συναισθήματος.
Ξέρεις πότε παρουσιάζεται η αλήθεια του συναισθήματος Ορέστη;»
Ήξερα, όμως ήθελα πολύ να το ακούσω από την ίδια.
«Όταν το βιώνεις! Κι εγώ το βίωσα σ’ εκείνο το φιλί!»