Στην Βιβλιοθήκη Κοραή στην χώρα της Χίου υπάρχει μια σημαία από το 1912, όχι και τόσο παλιά δηλαδή. Η σημαία αυτή είναι η πρώτη που υψώθηκε στο νησί την ημέρα της απελευθέρωσής του από τους Τούρκους την 11η Νοεμβρίου του 1912. Το ιδιαίτερο με αυτή τη σημαία είναι ότι οι λωρίδες ανάμεσα στις γαλάζιες είναι καφέ αντί για λευκές, έχει 7 λωρίδες αντί για 9 και φαίνεται ξεσκισμένη. Σε συνδυασμό με τον καφέ χρωματισμό, βλέποντάς την νομίζεις πως είναι το πιο ταλαιπωρημένο ύφασμα της νεώτερης ιστορίας αλλά κάπου εκεί που φαντάζεσαι τι μπορεί να είχε περάσει αυτό το κομμάτι ύφασμα, έρχεται η υπεύθυνη της βιβλιοθήκης να σου χαλάσει τις φανταστικές εικασίες και να σε ξαφνιάσει με μια ιδιαίτερη ιστορία.
Τα ξημερώματα της 11ης Νοεμβρίου ο ελληνικός στόλος με 2500 στρατιώτες και επικεφαλής τον συνταγματάρχη Nίκο Δελαγραμμάτικα και τον πλοίαρχο Ιωάννη Δαμιανό καταφθάνει με τρία καταδρομικά, το «Μακεδονία», το «Εσπερία» και το «Αρκαδία», δύο αντιτορπιλικά, το «Νέα Γενεά» και το«Κεραυνός» και τρία μεταγωγικά, το «Πατρίς», το«Σαπφώ» και το «Εριέττα» στο λιμάνι της Χίου για να απελευθερώσει το νησί. Τα Βαλκανικά κράτη βρίσκονται σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και έχει προηγηθεί η απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου ένα δύο μήνες πριν, όπως και των Ψαρών και Οινουσσών (των δύο γειτονικών νησιών της Χίου). Στην Χίο όμως ο τούρκος διοικητικής Ζιχνύ Μπέης αρνήθηκε να υπογράψει συνθηκολόγηση για την παράδοση του νησιού. Έτσι για περίπου σαράντα μέρες έλαβαν χώρα διάφορες μάχες ανάμεσα στους δύο στρατούς, μέχρι που στις 20 Δεκεμβρίου η τουρκική διοίκηση ανακοίνωσε την παράδοσή της, η οποία και υπεγράφη μια μέρα μετά.
Τι σχέση όμως είχε μ’ αυτά η μικρή και κακοφτιαγμένη σημαία;
Στις 11 Νοεμβρίου 1912 η Χίος δεν ξύπνησε να υποδεχθεί τον ελληνικό στρατό, γιατί πολύ απλά δεν γνώριζαν ότι ο ελληνικός στόλος ερχόταν να τους απελευθερώσει, καθώς τρόπος ενημέρωσης δεν υπήρχε (οι μόνοι τηλέγραφοι που υπήρχαν ήταν στα χέρια της τουρκικής διοίκησης). Όπως μας αφηγείται στο χρονικό του ο Εμμανουήλ Ρωξάνας “την 11η Νοεμβρίου ξημερώνει μια ηλιόλουστος καλοκαιρινή ημέρα Κυριακή, εορτή των Αγίων Βικτώρων, και φορέσαμε τα γιορτινά μας να πάμε στην Εκκλησία χωρίς ούδ’ επ’ ελάχιστο να φανταστούμε τι ρόλο επρόκειτο να διαδραματίσει αυτή ή μέρα στη ζωή μας και στη ζωή τού νησιού μας. Πράγματι πήγαμε στην εκκλησία και ακριβώς την ώρα που ελέγετο ό Απόστολος ηκούοντο ψίθυροι εντός τής Εκκλησίας και εξήρχοντο οι προσκυνηταί έξω τής εκκλησίας. «Τί συμβαίνει; τί συμβαίνει;» λέγουν ότι βλέπουν τα πλοία τα Ελληνικά να έρχωνται για να καταλάβουν τη Χίο. Αμέσως βγήκαμε έξω και τρέξαμε στο Βουνάκι. Βουνάκι τότε ελέγετο και τώρα ακόμη εξακολουθούν να το αποκαλούν, όλη ή περιφέρεια από τά σχολεία τού 3ου και 8ου δημοτικού, μέχρι τού Δημοτικού Κήπου διότι τότε δεν υπήρχε τίποτε εκτός από δύο παράγκες πού εχρησιμοποιούντο διά σχολεία, και ένα μικρόν οίκημα πού έμεναν 4—5 Τούρκοι ζαπτιέδες δηλαδή χωροφύλακες, ως φυλάκιον. Από το Βουνακι λοιπόν μπορούσε κανείς νά βλέπη ακόμα και την Νομαρχία (τουρκιστί Κονάκι).”
Την ίδια ώρα, η έφηβη Ευγενία Μαδιά μαζί με την αδερφή της, βλέποντας από το μπαλκόνι του σπιτιού τους τον στόλο να καταφθάνει, γεμάτες ενθουσιασμό ψάχνουν να βρουν κομμάτια ύφασμα να ράψουν μιαν ελληνική σημαία ώστε να την υψώσουν μόλις φθάσει ο στόλος. Βέβαια ο χρόνος ήταν λίγος και έτσι, για να προφθάσει την άφιξη του στόλου, πήρε την σημαία μισοτελειωμένη κι άρχισε να τρέχει προς το Φρουραρχείο, όπου είχε μαζευτεί ήδη πλήθος κόσμου με την άφιξη του ελληνικού στόλου. Παρέδωσε λοιπόν την σημαία που η ίδια είχε φτιάξει και ζήτησε να υψωθεί η δική της σημαία στην θέση της τουρκικής που είχε μόλις κατέβει. Έτσι η Ευγενία, ανάμεσα σε ζητωκραυγές, χειροκροτήματα και απόδοση τιμών ύψωνε η ίδια την ελληνική σημαία της στο Φρουραρχείο της Χίου.
Δύσκολοι καιροί να μιλάμε για σημαίες, ε; Μας είναι λίγο άβολο, κοντοστεκόμαστε να αρθρώσουμε τις λέξεις, κοιτάμε γύρω μας μη τυχόν και παρεξηγηθούμε, ακόμα κι αν απλώς θελήσουμε να παραθέσουμε ιστορικά γεγονότα. Είναι σαν ανέκδοτο, το άκρον άωτον της ελευθερίας του λόγου, να μην μπορείς να μιλάς για την ελευθερία. Να προσέξεις τι λέξεις θα χρησιμοποίησεις. Να μπορείς να θεωρείς το σπίτι σου δικό σου αλλά όχι και την πατρίδα σου. Ποια; Σσσσς μη, μη λες αυτή τη λέξη, θα σ’ ακούσουν. Όχι αυτή τη λέξη, κουβαλάει πολλά απάνω της, πολλά για να μπορείς εσύ να την προφέρεις έτσι, ελέυθερα, αβίαστα ή ακόμα χειρότερα, φοβισμένα.