Η 21η Απριλίου αποτελεί μία από τις πιο δυσάρεστες επετείους και είναι μία από τις μαύρες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Κάθε τέτοια μέρα γίνεται αφορμή για να τονώνεται η ιστορική μας μνήμη και να θυμόμαστε τους αγώνες όλων των ανθρώπων που βασανίστηκαν ή έφτασαν ακόμα και στο θάνατο για τη δημοκρατία και την ελευθερία μας. Τα δύσκολα εκείνα χρόνια της επταετίας όλοι προσπαθούσαν με το δικό τους τρόπο, από τη δική τους θέση να εναντιωθούν στο καθεστώς της χούντας, να περάσουν τα δικά τους μηνύματα κατά του φασισμού.
Απ’ όλη αυτή την προσπάθεια δεν ήταν δυνατόν να απέχουν και οι άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης. Ο κινηματογράφος ήταν ένα μέσο ψυχαγωγίας που απευθυνόταν σε ένα ευρύ κοινό και έτσι τα μηνύματα που θα περνούσε θα είχαν μεγαλύτερη απήχηση. Δεδομένης της σκληρής λογοκρισίας και των συνεπειών που θα υφίσταντο οι αντιφρονούντες, η όλη προσπάθεια αντίστασης γινόταν έμμεσα: πολλές φορές με τρόπο άλλοτε αλληγορικό, άλλοτε χιουμοριστικό και σατιρικό ενίοτε δε και σουρεαλιστικό. Σκηνοθέτες, ηθοποιοί και σεναριογράφοι προσπαθούσαν να δηλώσουν την αντίδρασή τους στη δικτατορία των συνταγματαρχών και να καταγγείλουν την υπάρχουσα κατάσταση στην Ελλάδα.
Οι ταινίες της Φίνος Φιλμς
Η Φίνος Φιλμς, ως μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής ταινιών, δε θα μπορούσε να απέχει από όλη αυτήν την προσπάθεια. Το 1972 προβάλλεται η ταινία «Η Αλίκη Δικτάτωρ» με πρωταγωνίστρια την Αλίκη Βουγιουκλάκη, που σύμφωνα με πολλούς θεωρείται η μοναδική ταινία με καίριες και ουσιαστικές νύξεις εναντίον της χούντας. Σύμφωνα με το σενάριο της ταινίας, η Αλίκη είναι μια φτωχή κοπέλα που με μοναδική παρέα το σκύλο της Αράπη, μετά το θάνατο του πατέρα της μετακομίζει στην Αθήνα και φιλοξενείται από μία γνωστή της, την Αμαλία. Προκειμένου να επιβιώσει η ίδια αλλά και να βοηθήσει την Αμαλία, που έχει ήδη πέντε παιδιά και είναι έγκυος στο έκτο, δίνει παραστάσεις μιμούμενη το Σαρλώ στο ρόλο του δικτάτορα.
Κορυφαίες στιγμές της ταινίας είναι αφενός η συγκινητική εμφάνιση του Μάνου Κατράκη ως Ελευθέριου Βενιζέλου έξω από τη Βουλή, ο οποίος συνομιλεί με τη νεαρή Αλίκη και φεύγοντας τραγουδά το «Πότε θα κάνει ξαστεριά», και αφετέρου, η επίσης ολιγόλεπτη εμφάνιση του Κώστα Χατζηχρήστου ως εκδότη μιας εφημερίδας που μαλώνει τους συνεργάτες του για το πρωτοσέλιδο που παραλίγο να έβγαζαν στη δημοσιότητα με τίτλο «Θα γίνουν εκλογές!», ξεκάθαρο «καρφί» στη χούντα με στόχο να ειρωνευθεί τις δήθεν δημοκρατικές ευαισθησίες της.
Η ταινία πέρα από τα μηνύματα κατά της δικτατορίας σατιρίζει και άλλες πτυχές της ελληνικής κοινωνίας και πραγματικότητας, όπως τη γραφειοκρατία, το ρατσισμό, τον καθωσπρεπισμό. Στα highlights της ταινίας ανήκει και το πώς κατάφερε να περάσει τη λογοκρισία, αφού ο τίτλος της και μόνο ήταν ξεκάθαρος για τα μηνύματα που περνούσε. Η απάντηση είναι πως το συγκεκριμένο σενάριο εγκρίθηκε λόγω της λατρείας που είχε στην Αλίκη Βουγιουκλάκη η κόρη υψηλόβαθμου στελέχους της δικτατορίας.
Ένα χρόνο αργότερα και πέντε ημέρες πριν
από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου προβάλλεται στους κινηματογράφους η ταινία με πρωταγωνιστή το Θανάση Βέγγο «Δικτάτωρ καλεί Θανάση». Η ταινία αν και δεν κάνει άμεσες αναφορές στο χουντικό καθεστώς, μόνο και μόνο με τον τίτλο της κλείνει στο μάτι στο κοινό που διψούσε εκείνη την εποχή για κάτι αντιστασιακό.
Με την αυγή της Μεταπολίτευσης και την ελευθερία του λόγου πλέον, ο κινηματογράφος πάλι έχει να πει κάτι και για τα προηγούμενα ταραγμένα χρόνια αλλά και για τη νέα πραγματικότητα και τις πληγές που ήταν ακόμα ανοικτές. Το 1974 και την επομένη μάλιστα από το δημοψήφισμα για την κατάργηση της μοναρχίας βγαίνει στις αίθουσες η ταινία «Ένας νομοταγής πολίτης» με το Σωτήρη Μουστάκα σε ένα κωμικό-δραματικό ρόλο (ο ίδιος ο Μουστάκας μάλιστα θεωρούσε τη συγκεκριμένη ταινία μαζί με το «Ζορμπά» του Κακογιάννη από τις καλύτερες στιγμές του στον ελληνικό κινηματογράφο).
Κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ο Γρηγόρης, ο οποίος ζει μέσα σε ένα πλέγμα καταπίεσης, καθώς η οικογένειά του δεν του επιτρέπει να παντρευτεί την αγαπημένη του, ενώ ο διευθυντής του τον εκμεταλλεύεται επαγγελματικά και τον χλευάζει διαρκώς. Κάποια στιγμή προσπαθώντας να σπάσει το πλέγμα που τον καθιστά δέσμιο μιας τέτοιας ζωής, επιδίδεται σε σπατάλες των χρημάτων που αποταμίευσε, φάρσες προς του καταπιεστές του και μια μανία εκδίκησης προς όσους τον έβλαπταν. Αυτό τον οδηγεί σε έναν παραληρηματικό λόγο υπέρ της ελευθερίας (χαρακτηριστικό είναι πως αρχικά σε αυτό το πλάνο μιμείται κοροϊδευτικά τον Παπαδόπουλο) και τελικά σε κατάθλιψη και εγκλεισμό σε μια μονάδα ψυχικής θεραπείας. Η μόνη που θα του σταθεί είναι η αγαπημένη του Ιουλία.
Μία ακόμα ταινία-
γέννημα της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου είναι και η ταινία «Οι βάσεις και η Βασούλα» με τη Νόρα Βαλσάμη. Πρόκειται για μία ιδιαίτερη ταινία, καθώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε αισθηματική ούτε κοινωνική ούτε κωμωδία. Στην ουσία πρόκειται για μία κοινωνική ηθογραφία, η οποία γυρίστηκε σε μια εποχή κρίσιμη για τη χώρα (εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, πτώση της δικτατορίας τον Ιούλιο του 1974, έξοδος της χώρας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ τον Αύγουστο του ίδιου έτους) και αποτελεί μια αλληγορία στην οποία η Βασούλα, η οποία εξαπατάται και αναγκάζεται να εργάζεται ως πόρνη, είναι η Ελλάδα και προαγωγός της οι καταπιεστές της Ελλάδας.
Η ταινία «Ένα τανκς στο κρεβάτι μου» (1975) με τον Κώστα Βουτσά είναι μια λαϊκή κωμωδία, η οποία σχολιάζει ανάλαφρα την περίοδο της επταετίας και αποτυπώνει πολύ εύστοχα τον τρόπο που τη βίωσε ο κόσμος. Στο ίδιο κλίμα και η ταινία «ο Τρομοκράτης» πάλι με πρωταγωνιστή τον Κώστα Βουτσά. Στην έγχρωμη αυτή κωμωδία τρεις φίλοι μετά τη δικτατορία φτιάχνουν ένα κόμμα για να σώσουν την Ελλάδα. Προκειμένου να βρουν χρήματα απαγάγουν ένα πλούσιο και απειλούν να τον σκοτώσουν, αν δεν τους δώσει χρήματα. Τελικά, όμως, διαπιστώνουν πως οι συγγενείς του πλούσιου δεν ενδιαφέρονται γι΄ αυτόν, ενώ και οι ίδιοι δεν θέλουν να τον σκοτώσουν.
Η ταινία αφήνει με αυτόν τον τρόπο ένα πικρό σχόλιο γι’ αυτούς που προσπαθούν να γίνουν κάτι που δεν είναι στην πραγματικότητα, ενώ παράλληλα ταιριάζει απόλυτα με το κλίμα της εποχής και με ζητήματα που θεωρούνται πλέον σημαντικά για την πορεία της χώρας και της ελληνικής κοινωνίας, όπως η δημοκρατία, η αλληλεγγύη, ο ανθρωπισμός.
Το 1976 προβάλλεται η ταινία «ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας».
Πρωταγωνιστής ο Θανάσης Βέγγος. Η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί ένα δίπτυχο πάνω στη δικτατορία του Μεταξά (1936-1940) και στη δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974). Στο πρώτο μέρος («Γιατί χαίρεται ο κόσμος») η μεταξική δικτατορία αποδίδεται ως ένα τσίρκο όπου ο κλόουν Θανάσης προσπαθεί να συγκαλύψει τη δράση ενός νεαρού συναδέλφου του εναντίον του καθεστώτος. Στο δεύτερο μέρος («Επτά χρόνια γύψος») βλέπουμε το Θανάση να ταλαιπωρείται εξαιτίας της αγνότητάς του, ενώ ο παραλογισμός της εξουσίας καθίσταται ανάγλυφος. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή, όταν ο Θανάσης ακούει γεμάτος ενθουσιασμό τα απαγορευμένα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, χωρίς να έχει καταλάβει ότι ακούγονται από τα μεγάφωνα του φορτηγού. Όταν βλέπει τους αστυνομικούς και καταλαβαίνει τι έχει συμβεί, η έκφρασή του προσώπου του τα λέει όλα.
Ντίνος Κατσουρίδης & Θανάσης Βέγγος
Ο Ντίνος Κατσουρίδης και ο Θανάσης Βέγγος συνεργάστηκαν και αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας ήταν δύο αριστουργηματικές ταινίες με αντιχουντικά μηνύματα, οι οποίες κατάφεραν να αποσπάσουν σημαντικά βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: η μία ήταν η ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;» (1971) και η άλλη « Θανάση πάρε το όπλο σου» (1972). Η πρώτη ταινία αποτελεί μια ασπρόμαυρη σάτιρα εποχής: αν και η υπόθεση της διαδραματίζεται στην περίοδο της Κατοχής, στην πραγματικότητα η μετατόπιση στην περίοδο της επταετίας είναι σαφής, όπως και τα αντιφασιστικά μηνύματα που θέλει να περάσει.
Η δεύτερη ταινία αναφέρεται στη ζωή ενός αεικίνητου μεταφορέα, ο οποίος συναντά μία κοπέλα, που δεν έχει κανένα στον κόσμο και τη βοηθά να βρει συγγενείς, μήπως μείνει κάπου, μιας και της έκαναν έξωση. Αυτή η βοήθεια, που θα της προσφέρει θα του κοστίσει πολλά, τόσο στην προσωπική του ζωή, όσο και στην επαγγελματική. Το σκηνικό του έργου αυτού είναι ένα σουρεαλιστικό πεδίο μάχης, που όλοι βάλλουν εναντίον όλων, χωρίς συγκεκριμένο λόγο.
Όπως και στην πρώτη έτσι και σ’ αυτή την ταινία οι νύξεις εναντίον της απριλιανής δικτατορίας είναι ξεκάθαρες, ενώ ο Κατσουρίδης είχε δηλώσει για τη λογοκρισία της ταινίας του:
«[…]Δεν μου έδωσαν ούτε έναν στρατιώτη ούτε ένα στρατιωτικό φορτηγό για την τελευταία σκηνή με τον Βέγγο σε ένα πεδίο βολής, με αποτέλεσμα στον σημερινό θεατή να φαίνεται λίγο… ξεκάρφωτη. Και η επιτροπή λογοκρισίας με ανάγκασε να ξαναγυρίσω το φινάλε για να μου δώσει άδεια προβολής». Οι ταινίες αυτές θεωρούνται σημαντικές και για έναν ακόμα λόγο: με αυτόν τον τρόπο σήμαναν την αλλαγή των κινηματογραφικών ρόλων του Θανάση Βέγγου, καθώς έκτοτε οι ταινίες και οι ρόλοι του απέκτησαν διαφορετικό περιεχόμενο.
Θόδωρος Αγγελόπουλος
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος προσπάθησε επίσης μέσα από τις ταινίες του που γυρίστηκαν κατά τη διάρκεια της χούντας να περάσει τα δικά του μηνύματα περί δημοκρατίας και ελευθερίας. Η ταινία του «Αναπαράσταση» (1970), η οποία αποτελεί και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, φαινομενικά είναι ένα αγροτικό νουάρ, καθώς παρουσιάζει την ιστορία ενός εγκλήματος με φόντο τα Ζαγοροχώρια. Στην πραγματικότητα, όμως, συμβολίζει το έγκλημα των συνταγματαρχών, το θάνατο της Ελλάδας.
Ο ίδιος ο Αγγελόπουλος είχε πει: « […] Έκανα την «Αναπαράσταση» επειδή είχα την ανάγκη να κάνω ένα έργο που να προσπαθεί να δει και να ακούσει αυτή τη γεύση του θανάτου, που ανακάλυπτα κάθε πρωί στη γωνιά του δρόμου μου, αλλά βέβαια μεταφερμένη σε έναν χώρο, όπως το χωριό που γύρισα, όπου ένα κοινό έγκλημα θα μου έδινε ευκολότερα τη δυνατότητα αναφοράς σε αυτή. Τίποτα πιο κοινό από ένα έγκλημα αλλά και τίποτα πιο λειτουργικό από αυτό για το σύστημα αναφορών που έθεσα σε κίνηση στην «Αναπαράσταση». Μοίρα του χωριού, μοίρα των Ελλήνων, μοίρα της γυναίκας, μοίρα μιας κατά μόνας εξέγερσης που, όπως κάθε κατά μόνας εξέγερση, καταλήγει στην αποτυχία: αυτή είναι η «Αναπαράσταση» και οι αιτίες μου γι’ αυτήν.»
Κινούμενος στα ίδια μονοπάτια, δύο χρόνια αργότερα ο Αγγελόπουλος επιστρέφει αυτή τη φορά με την ταινία «Μέρες του ‘36». Στην ταινία αυτή, λίγους μήνες πριν τη δικτατορία του Μεταξά, ένας πολιτικός κρατούμενος συλλαμβάνει σαν όμηρο στο κελί του ένα βουλευτή και απειλεί την κυβέρνηση ότι θα προβεί σε αποκαλύψεις. Με τον τίτλο και μόνο καταλαβαίνουμε το άλμα τριάντα πέντε χρόνια μετά και τη συσχέτιση της μεταξικής με την απριλιανή δικτατορία.
Η δικτατορία του 1967 αποτέλεσε ένα «αγκάθι» για τη νεοελληνική πραγματικότητα και τα τραύματα που δημιούργησε ήταν μεγάλα. Οι ταινίες αυτές είναι διαχρονικές και είναι πάντα εκεί για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι…
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν στο άρθρο αυτό:
https://el.wikipedia.org/wiki
https://finosfilm.com
https://www.tainiothiki.gr
Δερμεντζόγλου, Α. (2013). Οι μαρτυρίες του ελληνικού σινεμά: Σαν σήμερα “γυψώθηκε” η Ελλάδα. Ανακτήθηκε από kemes.wordpress.com
Μέρες του ’36. Ανακτήθηκε από www.theoangelopoulos.gr
Φαλίδα, Ε. (2019). Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και η “Αναπαράσταση”. Ανακτήθηκε από www.tanea.gr
Οι αφελείς λογοκριτές της χούντας, ο Κατράκης ως Ελ. Βενιζέλος και “Η Αλίκη Δικτάτωρ” .(2017). Ανακτήθηκε από www.gazzetta.gr
Ένας νομοταγής πολίτης. (2018).Ανακτήθηκε από ellinikoskinimatografos.gr
Αφιέρωμα: Όταν το ελληνικό σινεμά συνάντησε την πολιτική. (2014). Ανακτήθηκε από www.arionradio.com