Όταν πριν από πέντε περίπου χρόνια
ξεκίνησα από την Τρίπολη να εγκατασταθώ στην Αθήνα για σπουδές, τα συναισθήματά μου ήταν ανάμεικτα. Από τη μία ένιωθα φόβο, γιατί άνοιγα ένα καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή μου με φόντο μια μεγάλη πόλη και δη την πρωτεύουσα, και από την άλλη ανυπομονησία να ζήσω σε μία κοινωνία περισσότερο ανοικτή, που ενδεχομένως θα με έκανε να νιώθω πιο ελεύθερη. Ωστόσο, καθώς πέρασαν τα χρόνια και έχοντας ζήσει πλέον στην Αθήνα αλλά και στο εξωτερικό, θα μπορούσα να πω ότι εν τέλει η ελληνική επαρχία, έστω και αναδρομικά, με δίδαξε πολλά και όσα ενδεχομένως κάποτε να θεωρούσα μειονεκτήματα ή κάπως να με ενοχλούσαν, τώρα βλέποντας τα από άλλη οπτική γωνία, αρχίζω να αναθεωρώ.
Αναμφίβολα, όλοι ή τουλάχιστον σχεδόν όλοι
όσοι έχουμε μεγαλώσει στην επαρχία νιώθαμε ένα «άγρυπνο βλέμμα» να μας παρακολουθεί, καθώς την επόμενη μέρα η γειτόνισσα, η φίλη του φίλου, ο γνωστός του γνωστού, είτε θα είχε δώσει ραπόρτο σε κάποιον δικό μας είτε θα το σχολίαζε και θα έφτανε στο στόμα κάποιου άλλου τρίτου- σημειωτέον ότι μας ήταν εντελώς άγνωστος – και θα ξεκινούσε με τη γνωστή φράση πλέον: «Η κόρη του τάδε, η ανηψιά του δείνα έκανε αυτό…».
Επιπλέον, όλη αυτή η παραπληροφόρηση και το «χαλασμένο τηλέφωνο» πολλές φορές μπορούσε να δημιουργήσει γύρω από το όνομα σου μια φήμη ανυπόστατη που να σε ακολουθούσε για καιρό: «η τάδε είναι έτσι, ο άλλος είναι αλλιώς». Και όσο το γεγονός αυτό κάποτε με νευρίαζε απίστευτα, καθώς έπρεπε να προσέχω την κάθε μου κίνηση (παρ’ όλο που οι γονείς μου ήταν πάντα ενημερωμένοι), ώστε να μην παρερμηνευθεί από τους «καλοπροαίρετους», τώρα σκέφτομαι εντελώς διαφορετικά.
Μέσα από αυτό θωρακίστηκα, έμαθα εν τέλει να είμαι ο εαυτός μου, να μη με ενδιαφέρει τι θα πουν οι άλλοι. Οι «καλοπροαίρετοι» μπορούν να υπάρχουν παντού στη ζωή: στη δουλειά, στο ευρύτερο φιλικό και κοινωνικό μας περιβάλλον, ακόμα πολλές φορές δυστυχώς και στην ίδια μας την οικογένεια. Επομένως, σημασία έχει να πράττει κανείς αυτό που τον κάνει να αισθάνεται καλά και να ενδιαφέρεται μόνο για την άποψη εκείνων που τον νοιάζονται ουσιαστικά και όποιος ενδιαφέρεται πραγματικά να τον γνωρίσει δε θα σταθεί στα όσα λένε οι γύρω, αλλά θα προσπαθήσει να τον προσεγγίσει και να σχηματίσει τη δική του άποψη.
Ένα ακόμα μεγάλο μάθημα
που μου έδωσε η ελληνική επαρχία ήταν η αλληλεγγύη, κάτι που γενικότερα δεν έχω συναντήσει στις μεγαλουπόλεις μέχρι στιγμής, καθώς οι άνθρωποι είναι άγνωστοι μεταξύ τους και χάνονται. Στη μικρή πόλη της επαρχίας ξέρεις πως θα βρεθεί ο γνωστός που θα σε συνδράμει, να πει μια καλή κουβέντα στον άλλο γνωστό του για να σε βοηθήσει.
Και αυτό είναι το καταπληκτικό που συμβαίνει στην ελληνική επαρχία: πως ως δια μαγείας όλοι γνωρίζονται, ακόμα και όσοι δεν έχουν συστηθεί μεταξύ τους, και πως ενώ αφ’ ενός αλληλοσχολιάζονται και το κουτσομπολιό δίνει και παίρνει, αφ’ ετέρου την ίδια στιγμή είναι εκεί ο ένας για τον άλλον, επειδή ακριβώς ξέρει ποιος είναι και αν πρέπει ή όχι να τον εμπιστευθεί. Και ακόμα και για πιο πρακτικά ζητήματα ξέρεις για παράδειγμα ότι ο γείτονας σου είναι εκεί άγρυπνος φρουρός αντί κάμερας ασφαλείας είτε να σου ποτίσει τα λουλούδια είτε ακόμα αν δει ύποπτες κινήσεις έξω από το σπίτι σου να πάρει κατευθείαν τηλέφωνο την αστυνομία ή εσένα τον ίδιο.
Και μέσα σε όλα αυτά έμαθα να κάνω πράξη και το ρητό που λέει: «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι». Καλώς ή κακώς οι άνθρωποι στην επαρχία είτε επειδή είναι πιο μικρή η κοινωνία οπότε και το φαινόμενο είναι πιο έντονο σε σχέση με τις μεγαλουπόλεις είτε επειδή φέρουν σε ένα βαθμό το σύμπλεγμα του «επαρχιώτη» (που κατά τη γνώμη μου είναι λάθος, καθώς η αξιοσύνη κάποιου δεν έχει να κάνει με την καταγωγή του) τείνουν να διογκώνουν το οτιδήποτε για να φανούν στο διπλανό τους ανώτεροι, καλύτεροι: «Ξέρεις η κόρη μου έκανε αυτό, ο γιος μου το άλλο, πήρα αυτή τη θέση…». Με τον καιρό, λοιπόν, άρχισα να μη δίνω σημασία σε τέτοιου είδους λεγόμενα, να είμαι συγκρατημένη και να μην πιστεύω το καθετί, προτού το διαπιστώσω ιδίοις όμμασι και ιδίοις ωσί.
Τέλος, η αγαπημένη αθάνατη ελληνική επαρχία
με δίδαξε το πόσο μεγάλη σημασία έχει η ηρεμία, την οποία χρειάστηκε να χάσω ζώντας στις μεγαλουπόλεις προκειμένου να την εκτιμήσω. Να εκτιμήσω το πόσο σημαντικό είναι να τα έχεις όλα μαζεμένα, δίπλα σου, να μη χρειάζεται να «κολλάς» στην κίνηση, να τρως μια ολόκληρη μέρα για να φέρεις εις πέρας μια δουλειά, να γυρίζεις το βράδυ σπίτι σου με πονοκέφαλο από το άγχος και το τρέξιμο. Χαρακτηριστικό είναι πως από τις τρεις το μεσημέρι μέχρι τις πέντε το απόγευμα πέφτει σιωπητήριο, δεν υπάρχει ψυχή στους δρόμους, καθώς για τους κατοίκους της επαρχίας η μεσημεριανή σιέστα είναι ιερή.
Επιπλέον, εκτίμησα και το πόσο “ζεστές” μπορεί να είναι οι σχέσεις των ανθρώπων, (όταν εκείνοι θέλουν βέβαια και όταν δεν ακολουθούν τις τακτικές που αναφέρθηκαν παραπάνω), το πως δηλαδή μια «καλημέρα» στο δρόμο, ένα «χρόνια πολλά» στις γιορτές ακόμα και από ανθρώπους που ίσως να μη γνωρίζεις, μπορούν να σου φτιάξουν αμέσως τη μέρα.
Εκ των υστέρων, λοιπόν, κατάλαβα πως ακόμα και αυτά που θεωρούσα μειονεκτήματα της επαρχίας, εκείνα που με έκαναν πριν μερικά χρόνια να δυσανασχετώ, να θέλω να φύγω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα για να απαλλαγώ από αυτόν τον κλοιό, με δίδαξαν πολλά πράγματα κατ’ αρχάς για τον ίδιο μου τον εαυτό και έπειτα για τη ζωή γενικότερα και με βελτίωσαν ως άνθρωπο. Πάντα, άλλωστε, η ελληνική επαρχία θα έχει κάτι οικείο, ζεστό και γνώριμο που θα μας τραβάει όλους, είτε μεγαλώσαμε εκεί είτε όχι, κοντά της.