Στο δρόμο που σε βγάζει η ζωή, οι υποχρεώσεις και τα όνειρα σου συναντάς κάθε λογής ανθρώπινη ύπαρξη τόσο ξεχωριστή και ιδιαίτερη αλλά τόσο στην ουσία κοντά σ’ αυτό που δειλά-δειλά αρχίζεις να σχηματίζεις ως εικόνα για τον ίδιο σου τον εαυτό.
Ένα κείμενο που γράφεται με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού, 21η Μαρτίου αλλά που θα έπρεπε να γράφεται ή απλώς να διαβάζεται(εκ μέρους μου) καθημερινά για προσωπική σκέψη και περισυλλογή, ουσιαστικά για προσωπική κατανάλωση. Διότι η διαφορετικότητα στην όποια μορφή λαμβάνει μας περιστοιχίζει όμορφα πολλές φορές μάλιστα αθόρυβα.
Το κλίμα της εποχής γνωστό. Μια κοινωνία επιφυλακτική και καχύποπτη απέναντι στην διαφορετικότητα σε κάθε της έκφανση που ουσιαστικά δεν έχει έρθει σε ρήξη με την εκκλησία και δεν έχει σθεναρά( και δη μια αριστερή κυβέρνηση που δεν όρθωσε το ανάστημα της απέναντι σε πατριάρχες και επισκόπους δουλοπρεπώς) διεκδικήσει την ουδετερότητα της παιδείας και άρα την απαγκίστρωση της από τα δεσμά ενός μοντέλου εκπαίδευσης που συμπορεύεται με την θρησκεία χωρίς να επιζητά μεταρρυθμίσεις. Μια κοινωνία αλληλέγγυα και αλτρουιστική που δείχνει σε πολλές περιπτώσεις το ανθρώπινο πρόσωπο της με διάθεση αυτοδιαχείρισης εκεί που το κράτος εθελοτυφλεί προκλητικά.
Μια κοινωνία που υπερβαίνει τα προσωπικά και συλλογικά της όρια και αγκαλιάζει τον άνθρωπο και όχι τον μαύρο, τον Πακιστανό, τον Σύριο, τον πρόσφυγα, τον μετανάστη, τον ομοφυλόφιλο, τον αστυνομικό, τον αναρχικό, τον αριστερό, τον δεξιό, τον παππού, το παιδί. Δύσκολο να βλέπεις πρόσωπα, ψυχές και συνειδήσεις και όχι ετικέτες και μάσκες που άλλοι φόρεσαν για να κρύψουν την ασχήμια της ψυχής τους και άλλοι για προστασία και άμυνα από την μισαλλοδοξία και τον παραλογισμό.
Μια κοινωνία που ζει και υπάρχει μέσα από τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις της, άλλοτε τόσο γοητευτικές και άλλοτε τόσο διχαστικές.
Ένας αγώνας είναι η αγάπη και η έμπνευση από την έννοια της ετερότητας και της διαφορετικότητας. Ένας αγώνας απόλυτα προσωπικός και μοναχικός απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό, σ’ αυτό που υπήρξαμε χθες και δεν μας ικανοποίησε, μας θύμωσε και μας έβαλε σε σκέψεις όχι για τους άλλους αλλά για εμάς τους ίδιους. Το πώς αυτοπροσδιοριζόμαστε μέσα στην σαπίλα που μας περιτριγυρίζει, το πόσο της επιτρέπουμε σαν άλλη γάγγραινα να μας αλλοτριώσει και να μας παρασύρει σε ένα ανελέητο κυνήγι μαγισσών μακριά από την ενδοσκόπηση και την αυτοκριτική. Όλοι ξεκινάμε από την αφετηρία πως είμαστε ρατσιστές όσο βαρύ και ξένο και αν μοιάζει το φορτίο της λέξης που χρωματίζουμε τόσο αρνητικά μέσα στο μυαλό μας έτσι ώστε να μην αποδεχτούμε πως ίσως και εμείς άθελα μας να είμαστε μέρος του αρνητικού περιεχομένου που κουβαλά στα σπλάχνα της.
«Ρατσισμός είναι να μισείς κάτι που τυχαία δεν είσαι», διαβάζω στους τοίχους της νέας εποχής, τους διαδικτυακούς που εγκαλεί τον ανθρωπισμό μας σε κινητοποίηση. Το ίδιο μέσο που χρησιμοποιείται για να ξεράσει κανείς το μίσος της ψυχής του το ίδιο οραματίζεται την ανθρωπότητα μονιασμένη με ομόνοια και παγκόσμια ειρήνη. Πόσο μακριά ηχούν οι λέξεις αυτές οι τόσο οικείες και προσιτές σε όλους και μόνο στην θέα των εικόνων που εκτυλίχθηκαν στο Λονδίνο την περασμένη εβδομάδα, στις Βρυξέλλες και το Παρίσι τον περασμένο χρόνο, στην Συρία και χώρες της μακρινής (για κάποιο λόγο στο μυαλό μου) Ανατολής καθημερινά. Ο εξτρεμισμός πρυτάνευσε μαζί με το χάος και τον ανθρώπινο πόνο πανηγυρικά με την ανθρωπότητα μουδιασμένη να απειλείται και να απειλεί μέσω των κυβερνήσεων διακατεχόμενες από αισθήματα αντεκδίκησης κατά βάσει.
Τα γεγονότα στην εποχή της υπερ-πληροφόρησης μας κατακλύζουν και μοιάζουν να είναι απλώς ένα γρήγορο πέρασμα στην αρχική μας σελίδα μέσα σε κάποιο λεωφορείο που ασφυκτιά από κόσμο κάποιο απόγευμα ή βράδυ. Τι μας αγγίζει; Τι άραγε προλαβαίνει να μας προβληματίσει;
«Και να αδερφέ μου
που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα, ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα
δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε
ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια
που παίρνουνε το ίδιο βάρος
σ’ όλες τις καρδιές,
σ’ όλα τα χείλη,
έτσι να λέμε πια
τα σύκα σύκα
και τη σκάφη σκάφη.
Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι
και να λένε:
“Τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνω εκατό την ώρα”.
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε
για να σμίξουμε τον κόσμο.»
Γιάννης Ρίτσος