Ο όρος μαθησιακές δυσκολίες ή αλλιώς learning disabilities είναι ένα σύνολο διαταραχών σε μια ή περισσότερες από τις βασικές ψυχολογικές λειτουργίες που αφορούν στη χρήση, την κατανόηση και την παραγωγή του γραπτού και προφορικού λόγου. Συγκεκριμένα, οι μαθησιακές δυσκολίες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες , τις γενικές και τις ειδικές μαθησιακές δυσκολίες. Για τις γενικές μαθησιακές δυσκολίες είναι υπεύθυνοι περιβαλλοντικοί και εξωγενείς παράγοντες, δηλαδή σε αρνητικούς ψυχολογικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, σε έλλειψη προσπάθειας, σε εγκεφαλικές βλάβες και σε χαμηλό IQ (Intelligence quotient). Στις γενικές μαθησιακές δυσκολίες, οι μαθητές παρουσιάζουν προβλήματα σε όλα τα μαθήματα, θεωρητικά-φιλολογικά και στα παραγωγικά-πρακτικά.
Από την άλλη πλευρά στις ειδικές μαθησιακές δυσκολίες εντάσσεται η δυσλεξία, η δυσορθογραφία, η δυσαριθμησία και η δυσαναγνωσία. Η δυσλεξία είναι το ορατό αποτέλεσμα δυσκολιών στην ανάγνωση και στη γραφή οφειλόμενο σε ποικίλα αίτια. Η δυσλεξία δεν οφείλεται σε έλλειψη κινήτρων, σε αισθητηριακές βλάβες, σε ακατάλληλη διδασκαλία , σε απρόσφορες συνθήκες περιβάλλοντος ή σε ακατάλληλη διδασκαλία, ωστόσο μπορεί να συνυπάρχει με αυτές τις καταστάσεις. Η δυσορθογραφία είναι μια ειδική μαθησιακή δυσκολία, που αφορά σε δυσκολία της γραφής τόσο στο επίπεδο της λέξης όσο και στο επίπεδο της πρότασης και της σύνταξης γραπτής παραγράφου, μπορεί να συνυπάρχει με αναγνωστικές δυσκολίες και συγκεκριμένα με τη δυσλεξία. Η δυσαριθμησία είναι μια δομική διαταραχή των μαθηματικών ικανοτητών, η οποία οφείλεται σε μια γενετική διαταραχή των τμημάτων του εγκεφάλου .
Ακόμη , άλλη μια ειδική μαθησιακή δυσκολία είναι η δυσαναγνωσία, η οποία χαρακτηρίζεται από μειωμένη απόδοση του παιδιού στην ακρίβεια, την ταχύτητα και την κατανόηση αυτού που διαβάζει. Δεν έχει σημασία αν το παιδί φωνάζει φωναχτά ή από μέσα του, το παιδί παρουσιάζει παραμορφώσεις , υποκαταστάσεις ή είναι αργή και το παιδί κάνει λάθη στην κατανόηση του νοήματος. Τέλος, η δυσγραφία , είναι μια νευρολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από δυσκολίες στη γραφή, δυσανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα, κακή ορθογραφία και δυσκολία στο να συνθέσουν τη γραφή , τόσο στο να γράφουν και να σκέφτονται παράλληλα.
Για να μπορέσουμε να διαγνώσουμε έγκυρα και επιστημονικά τα είδη των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών που αναφέρθηκαν παραπάνω χρησιμοποιούμε τα διαγνωστικά τεστ. Ένα από αυτά είναι το σταθμισμένο τεστ το Αθηνά Τεστ , του Ι. Παρασκευόπουλου, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1999. Συνήθως , χορηγείται σε ηλικίες από 5 έως 9 χρονών, αλλά δίνεται και σε μεγαλύτερα παιδιά. Το τεστ έχει ως στόχο να εξετάσει τη νοητική ικανότητα , μνήμα ακολουθιών ,ολοκλήρωση παραστάσεων, γραφο-φωνολογική ενημερότητα και την νευροψυχολογική ικανότητα. Επίσης, άλλο ένα σταθμισμένο τεστ για την ανίχνευση των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών είναι το Α’ΤΕΣΤ , των Μαντούδη Σ. και Θωμαίδου Λ. Χορηγείται σε παιδιά από 5 έως 6 ετών, όταν αρχίζουν την Α’ τάξη του Δημοτικού Σχολείου. Το τεστ αυτό έχει ως στόχο να ελέγξει την σχολική ετοιμότητα του παιδιού, και όχι την νοητική του ικανότητα.
Συμπεραίνοντας λοιπόν, θα ήταν καλό να γνωρίζουμε τι εννοούμε με τον όρο ‘’μαθησιακές δυσκολίες’’ και όχι να βγάζουμε αυθαίρετα συμπεράσματα. Να γίνεται έγκυρη και έγκαιρη διάγνωση των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών . Αυτό είναι πρώτα από όλα ευθύνη των ίδιων των γονέων , αλλά και των εκπαιδευτικών, οι οποίοι όταν διαπιστώσουν κάποια δυσκολία των παιδιών να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες.