Η Αρχαία Μεσσήνη εντοπίζεται στη δυτική Πελοπόννησο, στους πρόποδες του όρους της Ιθώμης, προσφέροντας μία ανοικτή ματιά στο φυσικό τοπίο που απλώνεται μέχρι και την κάτω πεδιάδα. Είναι μία θέση δύσβατη με τους ανάλογους, ωστόσο, τόπους χαλάρωσης καθοδόν και αποτελεί μία εμπειρία που σίγουρα πρόκειται να αφήσει αισθητικά ικανοποιημένο τον εκάστοτε επισκέπτη.
Η Αρχαία Μεσσήνη έχει μία μακρά ιστορία, η οποία διανύει τους αιώνες μέχρι και την άλωση της πιθανότατα από τους Γότθους του Αλάριχου τον 4ο αιώνα μ.Χ. Παραδίδεται πως οι Θηβαίοι, αφού είχαν επιτύχει την μεγάλη νίκη έναντι του Κλεόμβροτου τον Ιούλιο του 371 π.Χ. στα Λεύκτρα, συνέχισαν μία πολιτική αποδυνάμωσης του Σπαρτιατικού κράτους. Η παρακμή, στην οποία είχε περιέλθει η Σπάρτη, επέτρεψε στον Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα να οδηγήσει το στράτευμα του στην Μεσσηνία. Χάρη στην παρουσία και την εθνεγερσία των κατοίκων της Μεσσηνίας που είχαν μετατραπεί σε δουλοπάροικους κατά τη Σπαρτιατική διοίκηση, τέθηκαν τα θεμέλια για μία νέα Μεσσήνη που θα ”επαναπάτριζε” τους άλλοτε εκδιωγμένους Μεσσήνιους.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα που ανάγονται κυρίως από τον 4ο αι. π.Χ. μέχρι και την πρωτοβυζαντινή περίοδο, αφορούν τις θρησκευτικές, πολιτιστικές και κοινωνικές κυρίως δραστηριότητες- δημόσιο βίο- του οικισμού. Πληθώρα κτισμάτων λατρευτικής χρήσης όπως ο ναός της Ίσιδος Πελαγίας και Σαράπιδος, της Αρτέμιδος Ορθίας στον χώρο εντός του Ασκληπιείου, του Διός Ιθωμάτα (πλέον μονή Βουλκάνο), της Δήμητρας και των Διοσκούρων ανεγέρθηκαν προς τιμήν των τοπικών θεοτήτων με τον ανάλογο γλυπτό διάκοσμο που σώζεται στο μουσείο, σε σημείο ψηλότερο του αρχαιολογικού χώρου. Ο βαρύς οχυρωματικός περίβολος και οι 2 πύλες (Αρκαδική και Λακωνική) αποτελούν ενδείξεις της ισχυρής άμυνας μετά την ίδρυση της πόλης το 369 π.Χ. και μνημονεύονται από τους γεωγράφους Στράβωνα και Παυσανία.
Ο χώρος, κατατετμημένος με βάση το Ιπποδάμειο σύστημα, φέρει σε ύψος χαμηλότερο από τα υπόλοιπα μνημεία το Γυμνάσιο-Στάδιο νοτιότερα του οποίου υψώνεται σε πόδιο το μαυσωλείο-Ηρώο με τις επιτύμβιες στήλες ακριβώς κάτωθεν του. Το ενδιαφέρον των επισκεπτών κινούν η διάσημη κρήνη Αρσινόη, η οποία άντλησε το όνομα της από την κόρη του μυθικού Λεύκιππου και της μητέρας του Ασκληπιού καθώς και η κάλπη εντός σκιάστρου. Ακολούθως, το συγκρότημα του Ασκληπιείου που καταλάμβανε μεγάλες διαστάσεις κοντά της παρακείμενης αγοράς φαίνεται πως δεν έφερε χαρακτήρα θεραπευτηρίου αλλά πιθανώς υπήρξε τόπος έκθεσης έργων τέχνης.
Το μουσείο, το οποίο χωρίζεται σε 3 κεντρικές αίθουσες, στεγάζει πλήθος αναθημάτων, ειδωλίων με τις μήτρες τους, κεραμικών συμπεριλαμβανομένων πλήθος λύχνων, αμφορέων και σκύφων. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα γλυπτά του Δαμοφώντος, του ξακουστότερου γλύπτη της ύστερης αρχαιότητας (3ο-2ο αι π.Χ.) στην Νότια Πελοπόννησο καθώς και οι απεικονίσεις γυναικείων θεοτήτων και ιερειών.
Η Αρχαία Μεσσήνη δεν αποτέλεσε ποτέ την έδρα μίας ενότητας πόλεων-κρατών όπως στην περίπτωση πολλών συνοικισμών στην Πελοπόννησο. Υπήρξε η καρδιά της ίδια της Μεσσηνίας, συμπέρασμα που μαρτυρείται και από τα πλούσια, καλοδιατηρημένα αρχαιολογικά ευρήματα που ανταγωνίζονται αυτά της αρχαίας Ολυμπίας. Σε αυτό το κλίμα, το αρχαίο θέατρο όπως και ο υπόλοιπος αρχαιολογικός χώρος έως και σήμερα συνεχίζει να αποτελεί πολιτιστικό φορέα εκθέσεων (πρόσφατα των κυρίων Ζογγολόπουλου και Χουλιαρά) και παραστάσεων σε μία γραμμή συνοδοιπορίας των εκφάνσεων της σύγχρονης και της αρχαίας ελληνικής κουλτούρας.