Κάποιες φορές τυχαίνει να διαβάσουμε κάποιο ποίημα και να αισθανθούμε ένα εσωτερικό άγγιγμα, κάποιο συναίσθημα σε μεγαλύτερη έκταση. Άλλωστε το μαρτυρά και η ίδια η λέξη. Το συναίσθημα, έχοντας ως πρώτο συνθετικό το συν-, μαρτυρά, δηλώνει κάτι συλλογικό. Και το ποίημα, ως το ποιηθέν του ποιητή, ποιείται ως ένα ζωντανό δημιούργημα που απευθύνεται στους αναγνώστες του. Ας το αφουγκραστούν λοιπόν. Πράγματι, οι ποιητές δεν κρατούν τον εσωτερικό τους κόσμο μόνο για τον εαυτό τους, αλλά τον εξωτερικεύουν με ιδιαίτερη μαεστρία, μέσω της ποίησής τους.
Έτσι συμβαίνει και με κάθε συγγραφέα και καλλιτέχνη. Οι δημιουργοί αυτοί, εξωτερικεύονται, εκφράζονται μέσω των δημιουργημάτων τους. Τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα είναι σημαντικοί δίαυλοι επικοινωνίας. Η ποίηση ενέχει συναισθήματα, κόσμους διαχρονικούς από την εσωτερικότητα του ποιητή, οι οποίοι καθίστανται να γίνονται και δικοί μας κόσμοι. Είναι λοιπόν, ένας δίαυλος επικοινωνίας του ποιητή και του αναγνώστη του, αλλά κυρίως μεταξύ των αναγνωστών κάθε γενιάς. Ο επικοινωνιακός δίαυλος, η ποίηση ενδυναμώνεται με συναισθήματα, εικόνες, αέναες στιγμές, χρονικότητες και αχρονικότητες, ρυθμό και με κάθε πτυχή του εσωτερικού ανθρώπινου κόσμου. Σκεπτόμενη την ως άνω δύναμη της ποίησης, μου ήρθαν στο νου ποιητές που μελέτησα, ο καθένας ξεχωριστός, μοναδικός στην τέχνη του, όπως και ο δίκαια βραβευμένος Σεφέρης. Αξίζει ένα αφιέρωμα.
Ο Γιώργος Σεφέρης, o σπουδαίος έλληνας ποιητής, νομπελίστας και διπλωμάτης, γεννήθηκε στα Βουρλά της Σμύρνης στις 13 Μαρτίου (29 Φεβρουαρίου κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο) του 1900. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Σεφεριάδης.
Το 1906 άρχισε η μαθητική του εκπαίδευση στο Λύκειο Χ. Αρώνη, ενώ το 1914 ξεκίνησε να γράφει τους πρώτους του στίχους. Όταν ξέσπασε ο Μεγάλος Πόλεμος, η οικογένεια του μετανάστευσε στην Ελλάδα και ο ποιητής ενεγράφη στο Πρότυπο Κλασσικό Γυμνάσιο Αθηνών, από το οποίο είχε αποφοιτήσει το Μάιο του 1917. Στη συνέχεια εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον Ιούλιο του 1918 μετακόμισε με την οικογένειά του στο Παρίσι, για να σπουδάσει εκεί. Εκείνη την περίοδο ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία (μεταφράσεις, αναγνώσεις γάλλων κλασικών και συγγραφή ποιημάτων), ενώ το 1921 έλαβε το πτυχίο Νομικής. Το 1924 ταξίδεψε στο Λονδίνο για να τελειοποιήσει τα αγγλικά του, το 1925 επέστρεψε στην Αθήνα και το 1927 διορίστηκε στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών, ως ακόλουθος πρεσβείας.
Το 1928 δημοσίευσε στη Νέα Εστία με την επωνυμία Γ. Σεφεριάδης, το έργο «Μια βραδιά με τον Κύριο Τεστ», μετάφραση του έργου του Βαλερί. Το Μάιο του 1931 εκδίδεται η «Στροφή», με το ψευδώνυμο Γ. Σεφέρης, ενώ τον ίδιο χρόνο διορίζεται υποπρόξενος και αργότερα διευθύνων του ελληνικού Γενικού Προξενείου του Λονδίνου, όπου παρέμεινε έως το 1934. Συνέχισε τη συγγραφή το ίδιο διάστημα, αφού δημοσίευσε το «Μια νύχτα στην ακρογιαλιά» το Μάιο του 1932 και τον Οκτώβριο τη «Στέρνα».
Το 1934 ο Σεφέρης επέστρεψε στην Αθήνα και το 1935 άρχισε η συνεργασία του με τις εκδόσεις Νέα Γράμματα, επανεκδίδοντας το έργο του «Στέρνα». Η επαγγελματική και συγγραφική του πορεία συνεχίστηκε, αφού το 1936 διορίστηκε πρόξενος στη Κορυτσά και το 1937 μετετέθη στην Αθήνα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Πληροφοριών. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε στα Νέα Γράμματα επιστολή του περί δημοτικής Γλώσσας.
Το 1941 ο Γιώργος Σεφέρης νυμφεύτηκε τη Μαρία Ζάννου, ενώ τον ίδιο μήνα το ζεύγος ακολουθεί την ελληνική κυβέρνηση στα Χανιά. Εκεί ο Σεφέρης εργάστηκε ως γραμματέας του Νικολούδη, ενώ επόπτευε την έκδοση του πρώτου Φύλλου της Κυβερνήσεως. Μετά την αποχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης, το Μάιο του ίδιου χρόνου μεταφέρεται στην Αλεξάνδρεια ενώ τον Αύγουστο συνοδεύει την Πριγκίπισσα Διαδόχου Φρειδερίκη και τα παιδιά της Σοφία και Κωνσταντίνο στο Γιοχάνεσμπουργκ και από εκεί στην Πραιτορία, υπηρετώντας εκεί την Ελληνική Πρεσβεία μέχρι και το 1942. Ακολούθησε μετάβαση στην Αλεξάνδρεια, στην Ιερουσαλήμ, καταλήγοντας στο Κάιρο ως Γενικός Διευθυντής Τύπου Μέσης Ανατολής. Παράλληλα δίνει διαλέξεις για τον Παλαμά και τον Μακρυγιάννη, ενώ το Μάρτιο του 1944 εκδίδει στο Κάιρο τις «Δοκιμές» του, ενώ την ίδια περίοδο διορίστηκε Διευθυντής Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών, ενώ απομακρύνθηκε από τη θέση μετά τον Απρίλιο του 1944, με την ανάληψη πρωθυπουργίας από τον Γεώργιο Παπανδρέου. Τον Ιούνιο του 1944 με την υπουργοποίηση Καρτάλη, τοποθετήθηκε γραμματέας «ανατολικών θεμάτων». Συνέχισε το επαγγελματικό του έργο ως συνοδός της Ελληνικής Κυβέρνησης, ταξιδεύοντας στην Ιταλία και στο Λονδίνο, ενώ το 1947 βραβεύτηκε με το Βραβείο Παλαμά για την ποίησή του. Ακολούθησαν σταθμοί στην επαγγελματική του καριέρα στην Άγκυρα, στη Βυρητό, στην Αθήνα, στο Λονδίνο, ενώ παράλληλα συνέχιζε να δημιουργεί, αφού το 1950 εκδίδει τα ποιητικά του «Άπαντα» στον Ίκαρο. Το φθινόπωρο του 1960, συνάντησε στο Λονδίνο το Μίκη Θεωδωράκη, με αποτέλεσμα την πρώτη δημόσια εκτέλεση των τεσσάρων μελοποιημένων ποιημάτων του με τίτλο «Επιφάνεια», ενώ τον Ιούνιο αναγορεύτηκε σε επίτημο διδάκτορα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ.
H διεθνής αναγνώριση της ποίησης του Σεφέρη έγινε με το βραβείο Νόμπελ το 1963, στη Στοκχόλμη. Ο Σεφέρης ήταν ο πρώτος Έλληνας που έλαβε βραβείο Νόμπελ και ένας από τους δύο έλληνες ποιητές που τιμήθηκαν με Νόμπελ. Ο δεύτερος Έλληνας ποιητής ήταν ο Ελύτης. Μετά το Νόμπελ, η αναγνώριση συνεχίζεται, αφού το 1964 αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Πρίνστον του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Πολυγραφότατος ποιητής, δραστήριος άνθρωπος του πνεύματος και διπλωμάτης, τάχθηκε κατά της χούντας. «Προκόβουμε καταπληκτικά», είχε γράψει ειρωνικά ο ίδιος στην ατζέντα του την ημέρα του πραξικοπήματος. Με αφορμή την ιστορική δήλωσή κατά της χούντας στις 28 Μαρτίου του 1969, σημείωσε τα εξής: «Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου». Λίγους μήνες αργότερα, ο ποιητής λύει τη σιωπή του, δημοσιεύοντας το βιβλίο «Δεκαοκτώ κείμενα», όπου εμπεριέχεται μεταξύ άλλων το ποίημα «Οι γάτες του Αϊ Νικόλα», πολιτική αλληγορία για τη χούντα.
Το έργο που άφησε ο Σεφέρης αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη, αφού η θεματική του έχει όχι μόνο ιστορική χροιά αλλά και διαχρονική ισχύ. Έγραψε μυθιστορήματα, δοκίμια, μεταφράσεις και μοντέρνα ποιήματα, με ιδιαίτερο, δυνατό, πλούσιο νοημάτων και εικόνων, ρεαλιστικό και ενίοτε υπέρρεαλιστικό, αλλά κυρίως μοναδικό ύφος. Από μοναδικότητα μπορεί να χαρακτηριστεί το ύφος των ποιητών – λογοτεχνών, αν και οι ίδιοι εντάσσονται από τους μελετητές και ιστορικούς της λογοτεχνίας σε λογοτεχνικά ρεύματα.
Τα έργα του μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής:
1) Ποιητικές συλλογές : Στροφή, Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο, Η Στέρνα, Σχεδία στο περιθώριο, Μυθιστόρημα, Γυμνοπαιδία, Τετράδιο Γυμνασμάτων, Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄, Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄, Τελευταίος Σταθμός, Κίχλη, Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄, Τρία κρυφά ποιήματα, Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄, Επί Ασπαλάθων.
2) Μυθιστορήματα: Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, Βαρνάβας Καλοστέφανος
3) Δοκίμια: Δοκιμές (τυπ. Γιούλη), Δοκιμές, Εκλογή από Δοκιμές, Δοκιμές (εκδ. Ίκαρος)
4) Μεταφράσεις: Θ.Σ. Έλιοτ: Η έρημη χώρα και άλλα ποιήματα, Θ.Σ. Έλιοτ: Φονικό στην Εκκλησία, Αντιγραφές, Άσμα Ασμάτων, Η Αποκάλυψη του Ιωάννη
5) Μικρά δοκίμια του έρωτα: Τα ερωτικά γράμματα του ποιητή προς την αγαπημένη του Μάρω, αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία. Κυκλοφορούν σε δύο τόμους.
Α) Στον Α΄ τόμο τον πρώτο τόμο περιλαμβάνονται τα γράμματα που αντηλλάγησαν κατά την περίοδο της πρώτης γνωριμίας του Γιώργου Σεφέρη με την Μαρώ Λόντου, και της προγαμιαίας σχέσης τους. Από το σύνολο των 175 επιστολών, τα 135 είναι γραμμένα από τον Γιώργο Σεφέρη και τα 40 από την Μαρώ. Ο επιμελητής της έκδοσης Μιχάλης Ζ. Κοπιδάκης συνεργάστηκε στενά με την Μαρώ Σεφέρη και οι επιστολές συχνά σχολιάζονται και από την ίδια. Το βιβλίο περιλαμβάνει ακόμη πρόλογο του επιμελητή, καθώς και ευρετήρια προσώπων και τοπωνυμίων.
Β) Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει 217 αλληλογραφικά τεκμήρια (επιστολές, τηλεγραφήματα, κάρτες, σημειώματα, ημερολογιακές καταγραφές με τη μορφή επιστολής) και είναι η πρώτη αμφίπλευρη συζυγική επιστολογραφία νεοέλληνα λογοτέχνη. Την χρονική περίοδο 1944-1959 ο Σεφέρης υπηρετεί στο Λονδίνο, στην Άγκυρα, στη Βηρυτό και είναι μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στα Ηνωμένα Έθνη για το Κυπριακό. Οι πολιτικές ζυμώσεις της εποχής και το αιχμηρό πρόβλημα της Κύπρου, καθώς και οικογενειακές χαρές και προβλήματα είναι τα κύρια θέματα της αλληλογραφίας του ζευγαριού. Η αλληλογραφία συμπληρώνεται από πρόλογο της επιμελήτριας Μαρίας Στασινόπούλου, πίνακα των επιστολών και συντομογραφιών και ευρετήριο προσώπων.
Η αλληλογραφία του ποιητή με την αγαπημένη του Μάρω είναι έμπλεη συναισθημάτων, τέτοιων που αναζωπυρώνονται από την απόσταση των Γιώργου και της Μάρως. Τα σώματά τους βρίσκονται μακρυά, αλλά οι ψυχές τους τόσο κοντά. Εκεί αποτυπώνεται με ενάργεια ο έρωτας, η αγάπη, η θλίψη, η χαρά, η προσμονή, οι ελπίδες, τόσα συναισθήματα που αναζωπυρώνονται με ιδιαίτερη δυναμική που αγγίζει την ψυχή του αναγνώστη. Ο αναγνώστης δύναται να εκφραστεί μέσω των επιστολών αυτών, αφού τα συναισθήματα που εκφράζονται, είναι όμοια με τα δικά του και ενέχουν όχι απλώς διαχρονικότητα αλλά αιωνιότητα.
Αξίζει να παραθέσω κάποια επιλεγμένα αποσπάσματα:
«…Σου είπα ένα σωρό πράγματα, αλλά εκείνο που ήθελα να πω και μ έκανε να μουντζουρώσω τόσο χαρτί δεν το είπα: είναι σκληρή η ζωή χωρίς εσένα και άδικη…»
«Σε συλλογίζομαι. Σήμερα το πρωί ξυπνώντας ήσουν εκεί. Θα σε ξαναβρώ πάλι σε κάποια γωνιά του σπιτιού μου να ξεμυτίζεις. Κι όλα αυτά είναι ο,τι είναι. Κάποτε βαριά….»
«Αν μπορώ να σου δώσω μια μικρή χαρά, πρέπει να σου τη δώσω αμέσως. Μακάρι κάθε μέρα να μπορούσα. Κάθε μέρα ως την τελευταία στιγμή. Μ’ έκανες να σκεφτώ ένα πράγμα που σκεπτόμουν πολύ λίγο άλλοτε, την ευτυχία.»
«Και μαζί να ήμασταν από το πρωί ως το βράδυ, δε θα έφτανε. Θα έπρεπε να καταπιεί ο ένας τον άλλον. Κι όλα αυτά είναι υπερβολικά φρικαλέα για να μ’ αρέσουν.»
«Όπως δεν μπορείς να καταλάβεις το ψάρι, αν δεν είσαι ψάρι ή το πουλί, αν δεν είσαι πουλί, έτσι δεν μπορείς να καταλάβεις το μοναχό άνθρωπο, αν δεν είσαι μοναχός. Πώς να με καταλάβεις λοιπόν, χρυσή μου;»
«Η αγάπη μου ξεπέρασε πια τα λόγια και έχω την εντύπωση πως, αν ήμουν αλλιώτικος θα μ’ αγαπούσες λιγότερο.»
«Μου φαίνεται πώς κάθε γράμμα είναι το τελευταίο, και πως, αν δε σου δώσω ό,τι μπορώ να σου δώσω σε μια στιγμή, δε θα μπορέσω να σου το δώσω ποτέ.»
«Τέτοια ώρα πριν ένα χρόνο ξεκίνησα να σ΄εύρω. Φανερώθηκες μέσα από ένα τίποτε-θυμάσαι; δεν μπορούσα να εξηγήσω από πού βγήκες. Ένας χρόνος και τι μαρτύριο. Σε θέλω. Ας ήσουν εδώ, ας παρουσιαζόσουν όπως εκείνη την αυγή κι ας με κάρφωναν έπειτα με τα εφτά καρφιά πάνω στα σανίδια του παραθύρου που είναι μπροστά μου.»
Ο Σεφέρης άφησε την τελευταία του πνοή στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971, ενώ δύο ημέρες μετά, στις 22 Σεπτεμβρίου κηδεύτηκε. Στην κηδεία του παρευρέθηκε πλήθος κόσμου, κυρίως άνθρωποι νεαρής ηλικίας και φοιτητές στην πλειονότητά τους. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το πρώτο νεκροταφείο μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταμάτησε την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το (τότε απαγορευμένο) τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη- σε στίχους Σεφέρη από το ποίημα του «Στο περιγιάλι το κρυφό». Η νεκρική πομπή θα έγινε ένα με το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί στο νεκροταφείο. Εκείνο το ανθρώπινο ποτάμι, εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες αντιδικτατορικές πορείες.
Το έργο του Σεφέρη είναι σπουδαίο, χρήσιμο στα ελληνικά γράμματα, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερα καλλιτεχνικό, με διαχρονική ισχύ μιλάει στην ψυχή του αναγνώστη. Οι τίτλοι των έργων του και ιδιαίτερα των ποιημάτων του είναι ευφάνταστοι, ενώ το περιεχόμενο των ποιημάτων παρουσιάζει συναισθήματα, στολισμένα με εικόνες που μπορούν να αποτυπωθούν και σε ζωγραφικό πίνακα. Τα ποιήματά του ταξιδεύουν τον αναγνώστη σε κόσμους ανεξερεύνητους και τον καλούν να τους εξερευνήσει, ενώ ταυτόχρονα υμνούν πλήθος συναισθημάτων (αγωνία, θλίψη, χαρά, προσμονή, έρωτα, αγάπη, νοσταλγία…) με γνησιότητα και ειλικρίνεια. Εικόνες και συναισθήματα εμπλέκονται με μοναδικό τρόπο στη μοντέρνα ποίηση του Σεφέρη, η οποία μας ταξιδεύει ως κοινωνούς της, σε ξεχωριστούς κόσμους, σε κόσμους του ποιητή και σε δικούς μας που ίσως, δεν έχουμε ακόμη ανακαλύψει.
Επιλέγω να παραθέσω ένα από τα ποιήματά του, από την ποιητική του συλλογή «Μυθιστόρημα».
ΙΒ΄
Μποτίλια στο πέλαγο
Τρείς βράχοι λίγα καμένα πεύκα
κι ένα ρημοκκλήσι
και παραπάνω το ίδιο τοπίο
αντιγραμμένο ξαναρχίζει.
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης,
σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη.
και παραπάνω ακόμη πολλές φορές το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει
κλιμακωτά ως τον ορίζοντα
ως τον ουρανό που βασιλεύει
Εδώ αράξαμε με το καράβι
να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε
είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.
Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.