«Αφήνεις τα χνάρια σου κι εκεί που δεν πατάς» αναφέρει κάπου η Ζυράννα Ζατέλη. Κι ίσως αυτή η φράση να ταιριάζει γάντι σ αυτές τις θεές . Τις ιέρειες της τέχνης τους, που κουβάλησαν προίκα την ψυχή τους απ’ τον κόσμο των αερικών στη γη κι άφησαν ανεξίτηλα τα χνάρια τους κι εδώ και στο φεγγάρι. ‘‘How beautiful it is and how easily it can be broken…’’. Γιατί πέρα απ όσα λέγονται κι όσα γράφονται οι γυάλινοι κόσμοι τείνουν να ομοιάζουν.
Marilyn Monroe
“Oh damn I wish that I were
dead — absolutely nonexistent —
gone away from here — from
everywhere but how would I do it
There is always bridges — “
Το παραθέτω έτσι αμετάφραστο γιατί θαρρώ πως έχουν μεγαλύτερη αξία τα σπαράγματα στην ίδια τους τη γλώσσα. Η καρδιά μιας εκ των 25 μεγαλύτερων σταρ όλων των εποχών (αν όχι της μεγαλύτερης) μπάζει νερά. Με άγνωστο πατέρα, λάθος όνομα, και μοναδική κληρονομιά τον εύθραυστο ψυχισμό της μητέρας της, η Marilyn ανατέλλει μένει καταφώτιστη για χρόνια και δε δύει παρά μονάχα εκρήγνυται για grand finale.
(P.S. με την πρώτη ευκαιρία -αν δεν το έχετε κάνει ήδη- βάλτε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και δείτε τo ‘‘My week with Marilyn’’)
Sylvia Plath
“I shut my eyes and all the world drops dead;
I lift my lids and all is born again.
(I think I made you up inside my head.)’’
Η Sylvia Plath απλά πετούσε τακτικά άνθη μες το μαρασμό της. Η σοβαρή διπολική διαταραχή ταλάνιζε την ψυχή της από το πολύ νεανικά της χρόνια.
Έχοντας στην πλάτη της ήδη μια απόπειρα και έναν εγκλεισμό σε ψυχιατρική κλινική αποφοιτά από το Σμιθ κερδίζοντας μάλιστα και υποτροφία για το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Κάπου εκεί θα γνωρίσει τον ομότεχνο της Τεντ Χιούζ με τον οποίο θα αποκτήσει δύο παιδιά και ο οποίος θα αποτελέσει αργότερα τη σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι όταν θα συνδεθεί ερωτικά με την ποιήτρια Άσια Γουέβιλλ.
Στο διαμέρισμα της, στο σπίτι που κάποτε διέμενε ο Γέιτς, η Sylvia συλλαμβάνει με το νου και εκτελεί χειρουργικά ομολογουμένως τον πιο κινηματογραφικά ποιητικό θάνατο. “I talk to God but the sky is empty.’’ γράφει κάπου. Αφού φροντίσει να αφήσει πλάι στα κρεβάτια των παιδιών της γάλα και φαγητό, κλείνει καλά με μονωτική όλες τις χαραμάδες στην πόρτα της κουζίνας και αφήνει την τελευταία της πνοή εισπνέοντας φυσικό αέριο απ’ το φούρνο.
Ποίηση, ψυχική διαταραχή, ευφυΐα, απόπειρες αποτυχημένες , απόπειρες επιτυχημένες κι ο θάνατος να διατρέχει το σύνολο του έργο της. Τι άλλο θα μπορούσε να χρειάζεται ένας μύθος για να δημιουργηθεί;
(P.S. η Sylvia είναι η πρώτη ποιήτρια που κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ μετά θάνατον. H ομώνυμη ταινία με τη Γκουίνεθ Πάλτροου που αφορά τη ζωή της είναι μοναδική.)
Anne Sexton
«Βγήκα, δαιμονισμένη μάγισσα – στοιχειώνοντας τον μαύρο αέρα, πιο τολμηρή τη νύχτα […]. Μια τέτοια γυναίκα δεν είναι ακριβώς γυναίκα. Έχω υπάρξει ον του είδους της.»
Η ποιήτρια που έδωσε στην ποίηση αλλά και πήρε απ’ αυτήν στα 28 της υφίσταται ψυχωτική κατάρρευση και αποπειράται να δώσει τέλος στη ζωή της. Κάπου εκεί ανακαλύπτει το ταλέντο της αφού ο γιατρός της, της συστήνει τη συγγραφή ως αντίδοτο στην αρρώστια της.
Συνδέεται φιλικά με τη Sylvia Plath με την οποία μάλιστα συνηθίζει να συζητά συχνά και εκτενώς για ποίηση και απόπειρες. Το 1967 κερδίζει το Βραβείο Πούλιτζερ για τη συλλογή της Live or Die και αυτοκτονεί το 1974.
Virginia Woolf
“I like people to be unhappy because I like them to have souls.”
H διπολική διαταραχή, ο καλλιτεχνικός κύκλος των γονιών κι έπειτα ο θάνατος τους, τα τραύματα, ο θάνατος της αδερφής της, η σεξουαλική κακοποίηση από τα δύο ετεροθαλή αδέρφια και μια ακούραστη πέννα συνέθεσαν τη μεγαλύτερη μυθιστοριογράφο όλων των εποχών. “Books are the mirrors of the soul” άλλωστε…
Το τελευταίο μήνυμα προς τον σύζυγο της φαίνεται να μοιάζει κάπως έτσι:
«Αισθάνομαι σίγουρα πως τρελαίνομαι πάλι. Αισθάνομαι ότι δε μπορούμε να ξαναπεράσουμε άλλον ένα σαν εκείνους τους φοβερούς χρόνους. Και δεν θα συνέλθω ξανά τούτη τη φορά. Αρχίζω ν’ ακούω φωνές και δε μπορώ να συγκεντρωθώ. Έτσι κάνω κείνο που μου φαίνεται καλύτερο για όλους μας. Μου ‘χεις δώσει τη μέγιστη δυνατή ευτυχία. Ήσουν με κάθε τρόπο όλ’ αυτά που κανείς δε θα μπορούσε να ‘ναι. Δε γνωρίζω δυο ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι ευτυχέστεροι, μέχρι που με χτύπησε τούτη η φοβερή αρρώστια. Δεν μπορώ να την παλέψω άλλο. Ξέρω ότι χαλώ τη ζωή σου, που χωρίς εμένα θα μπορούσες να κάνεις. Και το ξέρεις πως το ξέρω. Βλέπεις δεν μπορώ μήτε να γράψω… ακόμη κι αυτό. Δε μπορώ να διαβάσω. Θέλω να πω πως οφείλω όλη την ευτυχία της ζωής μου σε σένα. Ήσουν ολότελα υπομονετικός μαζί μου και καλός σ’ απίστευτο βαθμό. Θέλω να σ’ το πω αυτό -ο καθένας το ξέρει. Αν κάποιος θα μπορούσε να μ’ είχε σώσει, αυτός θα ‘σουν εσύ. Όλα έχουνε χαθεί για μένα μα βεβαιώνω για την καλοσύνη σου. Δεν μπορώ να συνεχίσω να χαλώ τη ζωή σου άλλο. Δεν σκέφτομαι ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να ‘ναι ευτυχέστεροι απ’ όσο ήμασταν εμείς.»
Στις 28 Μαρτίου του 1941 η Woolf κρατώντας την υπόσχεση της , γεμίζει τις τσέπες της πέτρες και διαλέγει τον ποταμό Ouse για το τελευταίο της ταξίδι..
Αξιομνημόνευτη είναι η ερμηνεία της Nicole Kidman που την υποδύεται μοναδικά στην ταινία ”Hours” . Μια εξαιρετικά ευαίσθητη ταινία γύρω απ τη γυναικεία φύση και τον γυναικείο ψυχισμό με κεντρικό άξονα το μυθιστόρημα της συγγραφέως “Η κυρία Νταλογουέι” .
Mαργαρίτα Καραπάνου
«Γεννήθηκα Ιούλιο, λυκόφως, αστερισμός Καρκίνος.
Όταν με φέρανε να με δει, γύρισε προς τον τοίχο.»
Η Κασσάνδρα και ο Λύκος, o Yπνοβάτης, Rien ne va plus, Μαμά είναι μερικά μόνο από τα διαμάντια που άφησε παρακαταθήκη η Καραπάνου στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Η διαταραγμένη σχέση με τη μητέρα της Μαργαρίτα Λυμπεράκη (επίσης συγγραφέα) με την οποία μοιράζεται ακόμη και το όνομα της σημαδεύει ολόκληρη τη ζωή και ως εκ τούτου και ολόκληρο το έργο της . Δύο γονείς απόντες που διψούν να ζήσουν κι ένα παιδί που μπαίνει σε δεύτερη μοίρα και εκλιπαρεί απεγνωσμένα για λίγη προσοχή. Σε μια από τις τελευταίες εξομολογήσεις της αναφέρει «Η μαμά δεν έπρεπε να έχει γίνει μαμά».
Η μανιοκατάθλιψη και το αστέρευτο ταλέντο όμως δεν την εγκατέλειψαν ποτέ.
Ίσως να είχε δίκιο τελικά . Ίσως «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη…» .
«Αγαπημένη μου μαμά. Με ρώτησες κάτι στο άλλο σου γράμμα. Γιατί ζωγραφίζω πάνω σε κίτρινο χαρτί. Πάντως σε άκουσα και τώρα ζωγραφίζω μόνο σε άσπρο με κίτρινες ρίγες. Άμα μάθω και τις λέξεις όλες, δεν θα χρειάζομαι χαρτί καθόλου, θα σου τις στέλνω σκέτες ή θα βρω καινούργιο χαρτί, πιο γλυκό. Εχθές βγήκα με τον Πέτρο, περάσαμε πολύ ωραία κι έπειτα γυρίσαμε σπίτι. Αγαπημένη μου μαμά πότε θα γυρίσεις; Θέλω να σε σκοτώσω.»
«Μια μέρα, η μαμά μου, η Κασσάνδρα, μου έφερε μια ωραία κούκλα για να μου την κάνει δώρο. Ήτανε μεγάλη και για μαλλιά είχε κίτρινους σπάγκους. Την κοίμισα στο κουτί της, αφού πρώτα της έκοψα τα πόδια και τα χέρια για να χωράει. Αργότερα της έκοψα και το κεφάλι για να μην είναι βαριά. Τώρα την αγαπώ πολύ.»
«Η γιαγιά παίρνει το χέρι μιας άγνωστης.
– Αυτή είναι η μητέρα σου, μου λέει.
Δεν την έχω ξαναδεί. Έχει ένα περίεργο βλέμμα. Καυτό και φευγάτο. «Αλληθωρίζει ψυχικά»,
σκέφτομαι.
– Ποια είσαι; Τη ρωτάω.
Ποια είσαι; Έχω ιδρώσει, έχω πυρετό, τρέμω ολόκληρη, θα πεθάνω.
– Πάμε να παίξουμε με τις κούκλες σου; Την παίρνω απ’ το χέρι.
– Πάμε.
Της δείχνω τις κούκλες μου.
– Όλες τις λένε μαμά. Εσύ ποια είσαι;»