Ο Τζορτζ Έβερεστ γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1790, κατά πάσα πιθανότητα στο Γκέρβεϊλ του Μπρεκνοσάϊρ στην Ουαλία. Υπήρξε ερευνητής και διακεκριμένος γεωγράφος. Φοίτησε σε αρκετά στρατιωτικά σχολεία στην Αγγλία όπου και διακρίθηκε ιδιαίτερα στην μηχανική. Το 1806, o Τζορτζ Έβερεστ, εντάχθηκε στην Βρετανική Εταιρία Ανατολικών Ινδιών, αρχικά ως δόκιμος κι έπειτα προβιβάστηκε σε δεύτερο υπολοχαγό στο πυροβολικό της Βενγκάλης. Την ίδια χρονιά σάλπαρε για την Ινδία.
Αργότερα,το 1814 εστάλη στην Νήσο Ιάβα στην Ινδονησία όπου και του ανατέθηκε, από τον κυβερνήτη Στάμφορντ Ράφλς, να ερευνήσει και να επιθεωρήσει το νησί. Έπειτα το 1816 επέστρεψε στην Βενγκάλη και εμπλούτισε την βρετανική γνώση σχετικά με τους ποταμούς Γάγγη και Χούγκλι. Η δουλειά του υπέπεσε στην αντίληψη του συνταγματάρχη Γουίλιαμ Λάμπτον, υπεύθυνου της Μεγάλης Τριγωνομετρικής Έρευνας, ο οποίος τον διόρισε επικεφαλή βοηθό του. Το 1818 ο Τζορτζ Έβερεστ ακολούθησε τον Λάμπτον στο Χαϊντεραμπάντ, όπου διενήργησε μια έρευνα σχετικά με την μέτρηση ενός μεσημβρινού τόξου, βόρεια του Ακρωτηρίου Κομορίν. Δύο χρόνια αργότερα ήρθε αντιμέτωπος με τη ελονοσία και αναγκάστηκε να λείψει από τα καθήκοντα του, αναρρώνοντας στο Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας στη Νότιο Αφρική.
Ο Έβερεστ επέστρεψε στην Ινδία το 1821 και δύο χρόνια αργότερα είχε μεγάλη επιτυχία ως Επιθεωρητής της Μεγάλης Τριγωνομετρικής Έρευνας έπειτα και από τον θάνατο του Λάμπτον την ίδια χρονιά. Ταλαιπωρούνταν αρκετά από την άσχημη κατάσταση της υγείας του και ο πυρετός σε συνδυασμό με τους ρευματισμούς τον άφησαν ημιπαράλυτο. Αναγκάζεται για δεύτερη φορά να εγκαταλείψει την δουλειά του, το 1825, και επιστρέφει στην Αγγλία για να αναρρώσει τα επόμενα 5 χρόνια. Το 1827 θα απονεμηθεί στον Έβερεστ ο τίτλος του Εταίρου της Βασιλικής Εταιρίας.
Με την επιστροφή του στην Ινδία, τον Ιούνιο του 1830, για να συνεχίσει την έρευνα του, ο Έβερεστ διορίζεται σχεδόν ταυτόχρονα σε Γενικό Επιθεωρητή της Ινδίας. Τελικά, η έρευνα για το μεσημβρινό τόξο από το ακρωτήρι Κομορίν μέχρι τα βόρεια σύνορα της Βρετανικής Ινδίας θα ολοκληρωθεί, το 1841, κάτω από την επίβλεψη του Άντριου Σκοτ Γουό. Σε αυτήν την συγκεκριμένη τριγωνομετρική έρευνα θα βασιστεί και η ακριβής χαρτογράφηση της Ινδίας. Ο Έβερεστ θα παραιτηθεί τον Νοέμβριο του 1842 και θα φύγει για την Αγγλία έναν χρόνο αργότερα. Θα τον διαδεχθεί ως Γενικός Επιθεωρητής ο Γουό.
Το 1847 θα δημοσιεύσει το «Ένας απολογισμός της μέτρησης των δύο τμημάτων του μεσημβρινού τόξου της Ινδίας» , για το οποίο θα του αποδοθεί μετάλλιο από την Βασιλική Αστρονομική Εταιρία. Αργότερα εκλέχθηκε Εταίρος της Ασιατικής Βασιλικής Εταιρίας καθώς και της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρίας. Το 1854 θα προαχθεί σε συνταγματάρχη και το 1961 θα χριστεί ιππότης αποκτώντας την προσφώνηση «Sir». Στις 1 Δεκεμβρίου του 1966 θα αφήσει την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στο Χάϊντ Παρκ.
Η ονοματοδοσία προς τιμήν του Έβερεστ
Ο ίδιος ο Έβερεστ δεν είχε καμία σύνδεση με την υψηλότερη κορυφή του κόσμου, την οποία και δεν είχε αντικρίσει ποτέ. Παρόλα αυτά ήταν εκείνος που προσέλαβε τον Άντριου Σκοτ Γουό που έκανε τις πρώτες παρατηρήσεις του βουνού, καθώς και τον Ράνταναθ Σίκνταρ, ο οποίος υπολόγισε το ύψος του. Ο Γουό, το 1956, έστειλε γράμμα στην Βασιλική Γεωγραφική Εταιρία ενημερώνοντας την πως πιθανότατα το βουνό είναι το ψηλότερο της Γης και τους πρότεινε να πάρει το όνομα του προκατόχου του. Παρόλο που η Εταιρία καθώς και ίδιος ο Έβερεστ έφεραν αντιρρήσεις, εν τέλει το 1965 η ψηλότερη κορυφή του κόσμου ονομάστηκε Έβερεστ προς τιμήν του.