Ηράκλειο, 25 Αυγούστου 1972.
Ο Βασίλης Λυμπέρης κείτεται νεκρός στο έδαφος ύστερα από την καταδίκη του σε θανατική ποινή εξαιτίας του ποινικού αδικήματος που είχε διαπράξει, όταν περίπου εφτά μήνες πριν, έκαψε ζωντανούς την εν διαστάσει σύζυγό του, την πεθερά και τα δύο του παιδιά. Η εκτέλεση αυτή επρόκειτο να είναι και η τελευταία που θα πραγματοποιούνταν εντός ελληνικού εδάφους, καθώς η θανατική ποινή από το 1974 έως και το 1994, οπότε απαγορεύτηκε εν τέλει και με νόμο, δεν εφαρμόστηκε ποτέ ξανά.
Η ιστορία της θανατικής ποινής είναι πολύ παλιά,
καθώς ήδη από το παρελθόν η θανάτωση των εγκληματιών ήταν συνηθισμένος τρόπος τιμωρίας. Χαρακτηριστικά υπάρχουν αναφορές σε αυτή τόσο στο γνωστό κώδικα του Χαμουραμπί, αλλά και αργότερα στην Αθήνα της αρχαϊκής εποχής στους νόμους του Δράκοντα, και ύστερα στη ρωμαϊκή εποχή με τις μεθόδους της σταύρωσης και του κατασπαραγμού από τα θηρία έως το μεσαίωνα με τους αποκεφαλισμούς και το θάνατο στην πυρά.
Παρ’ όλα αυτά, πολλές φορές τα γεγονότα
(πβ. πρόσφατα τις τελευταίες εξελίξεις με την υπόθεση του serial killer στην Κύπρο) μας κάνουν να αναρωτιόμαστε αν τελικά θα έπρεπε να υφίσταται η θανατική ποινή ή όχι.
Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για ένα ζήτημα αμφιλεγόμενο που διχάζει την κοινωνία, καθώς μια λεπτή γραμμή χωρίζει το να χαρακτηριστεί ως εφαρμογή ηθική ή ανήθικη. Έτσι, πολλοί σπεύδουν να πουν πως για ανθρώπους που διαπράττουν ειδεχθή, αρρωστημένα εγκλήματα η μόνη λύση είναι η θανατική ποινή. Ποιος είναι ο λόγος να είναι ακόμα ζωντανά τέτοια ανθρωπόμορφα τέρατα που κάνοντας τέτοιες πράξεις δείχνουν περίτρανα ότι δεν αναγνωρίζουν τη σημασία της ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης; Αξίζουν άραγε να ζουν; Κάποιοι υποστηρίζουν βέβαια ότι το να σε κυνηγούν οι τύψεις μετά είναι η χειρότερη τιμωρία, το χειρότερο μαρτύριο, που μπορεί να υποστεί κανείς.
Ωστόσο, και πάλι τέτοια άρρωστα άτομα
είναι αμφίβολο αν θα κάτσουν να αναλογιστούν ποτέ τις πράξεις τους και το μέγεθος του κακού που προκάλεσαν, χωρίς ωστόσο βέβαια να αποκλείουμε ως εξαιρέσεις και τις περιπτώσεις εκείνων που όντως αργότερα μετανοούν, κάτι που δε θα είναι εφικτό αν εφαρμοστεί εν τέλει η θανατική ποινή. Στον αντίποδα, υπάρχει η άποψη πως εμείς οι άνθρωποι δεν έχουμε δικαίωμα να αφαιρέσουμε ως τιμωρία τη ζωή κάποιου και πως ο μόνος που έχει τέτοια δικαιοδοσία είναι ο Θεός. Οι δικαστικές αποφάσεις δεν αποτελούν έργα θεών, αλλ’ ανθρώπων, που είναι ατελή, με πολλά ελαττώματα, με σφάλματα και ελλείψεις.
Από την άλλη υπάρχει και ένα ακόμα ζήτημα:
η περίπτωση του λάθους. Τι συμβαίνει αν κάποιος κριθεί ένοχος, καταδικαστεί σε θανατική ποινή και αργότερα αποδειχθεί ότι ήταν αθώος; Τότε δυστυχώς δεν υπάρχει γυρισμός και όσο και αν έχει προχωρήσει η επιστήμη, που πολλές φορές «συμβάλλει» με τα φώτα της στην επινόηση όλο και πιο απάνθρωπων τρόπων θανάτωσης, δεν μπορεί, ωστόσο να φέρει μια ζωή πίσω.
Επιπλέον, μέσα σε όλα αυτά τίθεται και το εξής ερώτημα:
τι παράδειγμα δίνει το κράτος και κυρίως ένα δημοκρατικό κράτος, όταν ναι μεν καταδικάζει ένα δολοφόνο, αλλά στην πράξη γίνεται και το ίδιο, και μάλιστα νομιμοποιημένα, επίσης δολοφόνος; Σε δημοκρατικά πολιτεύματα το κράτος υποτίθεται πως σε τέτοιες περιπτώσεις αφ’ ενός οφείλει να σωφρονίσει τους πολίτες του και να τους βοηθήσει να επανενταχθούν στην κοινωνία και όχι να τους εκδικηθεί, και, αφ’ ετέρου να προστατεύει το δικαίωμα τους στη ζωή, ακόμα και εκείνων των στυγνών δολοφόνων, κάτι που άλλωστε διασφαλίζεται και από το Σύνταγμα.
Ένα επιχείρημα υπέρ της εφαρμογής της θανατικής ποινής
είναι και η δικαίωση τόσο του θύματος όσο και των συγγενών του. Και πάλι, όμως, όσο και να θεωρούμε λογική ίσως και αναμενόμενη μια τέτοια θέση, δεν μπορούμε πραγματικά να κρίνουμε, αν είναι σωστό να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος εκδίκησης είτε από το ίδιο το κράτος είτε από τους συγγενείς του.
Από την άλλη, μία πολύ εύστοχη παρατήρηση είναι η εξής:
αν όντως ήταν αποτελεσματική η θανατική ποινή όσα χρόνια και οπουδήποτε στον πλανήτη εφαρμόζεται μέχρι στιγμής τότε γιατί εξακολουθούν να πραγματοποιούνται απάνθρωπα εγκλήματα; Θεωρητικά από τη στιγμή που ένας λόγος εφαρμογής της εσχάτης των ποινών είναι και ο παραδειγματισμός των υπολοίπων, θα έπρεπε τέτοια περιστατικά να ήταν μηδαμινά ή τουλάχιστον να είχαν μειωθεί αισθητά. Παρ’ όλα αυτά, καθημερινά γίνονται γνωστές αποτρόπαιες πράξεις.
Δυστυχώς η απάντηση είναι δύσκολο να δοθεί,
καθώς για κάθε ένα επιχείρημα υπέρ της θανατικής ποινής υπάρχει και ένα αντεπιχείρημα με αποτέλεσμα να ξαναγυρνάμε στο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε. Πάντως σε κάθε περίπτωση είναι σίγουρο πως η εκτέλεση της θανατικής ποινής όντως παραβιάζει το δικαίωμα στη ζωή, έστω και του πιο στυγνού εγκληματία. Όσο ο σωφρονισμός έχει τη μορφή μαρτυρίου και εξευτελισμού της ανθρώπινης αξίας, αποτελεί απόδειξη ότι η κοινωνία μας βρίσκεται προς την αντίθετη κατεύθυνση της προόδου.
Σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Αμνηστίας,
σε 141 ανεξάρτητες χώρες (από τις συνολικά 195) δεν είναι πλέον σε ισχύ η θανατική ποινή, ενώ εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε ορισμένες χώρες του πλανήτη, όπως οι Η.Π.Α., η Κίνα ή κράτη του μουσουλμανικού κόσμου.
Πηγές:
Η τελευταία εκτέλεση που συγκλόνισε την Ελλάδα το 1972- Η θανατική ποινή στη χώρα μας. (2013). Ανακτήθηκε από www.iefimerida.gr
Χαμουργκά, Ειρ. Θανατική ποινή: Η εσχάτη των ποινών- Επιχειρήματα υπέρ και κατά αυτής. Ανακτήθηκε από curia.gr
Θανατική ποινή στον κόσμο. Ανακτήθηκε από el.wikipedia.org
Θανατική ποινή. Ανακτήθηκε από el.wikipedia.org