Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν συμβεί σημαντικές αλλαγές στη δομή τόσο της κοινωνίας όσο και της οικογένειας. Πια συναντάμε πολύ πιο συχνά μονογονεϊκές οικογένειες είτε από επιλογή είτε μετά από ένα διαζύγιο, αλλά και μικτές οικογένειες που περιλαμβάνουν τα παιδιά από τους προηγούμενους γάμους των τωρινών συντρόφων. Η μεγάλη αύξηση των διαζυγίων και οι αλλαγές που αυτό επιφέρει ώθησε αρκετούς επιστήμονες να ερευνήσουν το πώς αυτό επιδράει στα μέλη της οικογένειας και ιδιαίτερα στα παιδιά.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και ύστερα διεξήχθησαν αρκετές έρευνες με βασικό ερώτημα αν και κατά πόσο επηρεάζει το διαζύγιο την ψυχοσωματική εξέλιξη και πορεία των παιδιών. Τα αποτελέσματα είναι πολυποίκιλα και αρκετές φορές αντιφατικά μεταξύ τους καθώς παράγοντες κοινωνικοί, οικονομικοί, οικογενειακοί αλλά και ατομικοί όπως η προσωπικότητα των παιδιών ή η μόρφωση των γονέων στρέφουν τα συμπεράσματα είτε στη μια κατεύθυνση που υποστηρίζει ότι το διαζύγιο επιφέρει μεγάλες, μακροχρόνιες και ίσως αξεπέραστες επιπτώσεις είτε στην άλλη που υποστηρίζει το αντίθετο. Ένα σημείο που αρκετές μελέτες δείχνουν να συγκλίνουν είναι ότι τα παιδιά που παρουσιάζουν διάφορες ψυχοκοινωνικές δυσκολίες έχουν ήδη από πριν εκτεθεί σε ένα περιβάλλον με έντονες και συχνές διαφωνίες. Το διαζύγιο λοιπόν τις περισσότερες φορές δεν είναι η αρχή του φαινομένου αλλά μέρος της εξέλιξης του. Και το πόσο θα επηρεαστεί ένα παιδί από αυτό είναι συνήθως αποτέλεσμα των βιωμάτων που προηγήθηκαν (συγκρουσιακό περιβάλλον) και αυτών που ακολουθούν (συνέχιση της διαμάχης ακόμα και μετά τη λύση του γάμου).
Τα τελευταία χρόνια η κατεύθυνση των ερευνών έχει μετακινηθεί στις σχέσεις των μελών της οικογένειας μετά το διαζύγιο, μιας οικογένειας που ταλανίζεται από ξαφνικές και γρήγορες αλλαγές και όπου τα μέλη της βιώνουν πρωτόγνωρες καταστάσεις. Τα παιδιά, ιδίως τα μικρότερα με την εγωκεντρική αντίληψη που τα διακατέχει, θεωρούν τον εαυτό τους υπεύθυνο για ότι έχει συμβεί και έτσι γεμίζουν με ενοχές και τύψεις. Επιπλέον, η ματαίωση, η απόρριψη και η εγκατάλειψη που αισθάνονται επιβαρύνουν περισσότερο την ψυχική τους υγεία.
Ο γονιός που αφήνει την οικογενειακή εστία έχει να αντιμετωπίσει παρόμοια συναισθήματα, την προσαρμογή σε μια άλλη καθημερινότητα και την πιθανή και σταδιακή αποξένωση του από το μέχρι πρότινος οικογενειακό του περιβάλλον. Από την άλλη μεριά, ο γονιός που ασκεί την επιμέλεια και αυτός επιβαρημένος ψυχολογικά και συναισθηματικά καλείτε επιπλέον να αναλάβει εξολοκλήρου τη φροντίδα του νοικοκυριού και την ανατροφή των παιδιών. Οι ενοχές για το διαζύγιο -σε ορισμένες ακόμα κοινωνίες κατακριτέο-, η κοινωνική απομόνωση, το υπερφορτωμένο πρόγραμμα, η υπερπροστατευτικότητα που μπορεί να αναπτυχθεί ιδιαίτερα εκείνη την περίοδο, και οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις ακόμα και μετά τη λύση του γάμου, του αυξάνουν το άγχος, τον εξαντλούν, του απορροφούν την ενεργεία και τον καθιστούν λιγότερο αποτελεσματικό στην παρακολούθηση και τη σωστή καθοδήγηση των παιδιών.
Σε όλη αυτή, λοιπόν, τη δυσάρεστη κατάσταση τι θα μπορούσε να επιδράσει θετικά;
Μια πολύ σημαντική διαπίστωση που βοηθάει στη διαμόρφωση των σχέσεων μετά το διαζύγιο είναι ο διαχωρισμός των ρόλων μεταξύ των συζύγων και των γονέων. Το ζευγάρι των συντρόφων προϋπήρχε και είναι κάτι διαφορετικό από το ζευγάρι των γονέων και είναι εφικτό και επιλογή των ανθρώπων που το απαρτίζουν να πάψουν να έχουν κοινή πορεία και να χωρίσουν όμως δεν πρέπει να σταματήσουν να λειτουργούν σαν ζευγάρι-γονέων με κοινό τους στόχο τη φροντίδα των παιδιών τους. Το ξεκαθάρισμα αυτών των δύο διαφορετικών ρόλων δίνει τη δυνατότητα για να δημιουργηθεί ένα νέο πλαίσιο για τη μεταξύ τους σχέση, ένα πλαίσιο που μέσα σε αυτό χωράει η επαφή και η επικοινωνία των γονιών που πια δεν είναι σύντροφοι. Έτσι μπορούν να είναι σύμμαχοι και όχι αντίπαλοι, μπορούν να έχουν αλληλοσεβασμό, αλληλοκατανόηση και κοινή στάση σε θέματα που αφορούν το μεγάλωμα των παιδιών. Ακόμα μπορούν και να διαφωνήσουν όμως επιλύσουν τη διαφορά τους με τέτοιο τρόπο που το παιδί αν είναι μπροστά θα μάθει, όχι να μην διαφωνεί ή να μη συγκρούεται στις μετέπειτα σχέσεις του, αλλά να λύνει τα όποια προβλήματα με ώριμο και λειτουργικό τρόπο. Σε ένα τέτοιο κλίμα είναι πολύ πιθανό να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια σταθερή και ποιοτική επαφή του παιδιού με τον γονέα που απουσιάζει και να εξαλειφθούν οι πιθανότητες της εμπλοκής του στις γονεϊκές διαφωνίες.
Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα πως το διαζύγιο είναι μια δυσάρεστη κατάσταση για όλους και σε αρκετές περιπτώσεις οι επιπτώσεις του μπορούν να χαρακτηριστούν μακροχρόνιες και επώδυνες. Ωστόσο, με τους κατάλληλους χειρισμούς οι δυσκολίες σίγουρα δεν είναι αξεπέραστες και τα εμπλεκόμενα μέλη αργά ή γρήγορα μπορούν να επιστρέψουν σε μια καθημερινότητα διαφορετική από πριν, αλλά εξίσου σημαντική.
Πηγές
Gottman, J. (2011), H συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών, Εκδόσεις Πεδίο.
Γιαννακοπούλου Λ., Παπατριανταφύλλου Σ. (2010), Σχέσεις και Επικοινωνία στην Οικογένεια Συμβουλευτική Γονέων, Εκδόσεις Π. Ασημάκης.
Χατζηχρήστου Χ. Γ. (1999), Ο χωρισμός των γονέων, το διαζύγιο και τα παιδιά, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.