Διαταραχή εκδορών ή δερματιλλομανία
Η δερματιλλομανία, επίσης γνωστή ως διαταραχή εκδορών (σύμφωνα με το DSM-5) είναι μια ψυχολογική κατάσταση που εκδηλώνεται ως επαναλαμβανόμενο, καταναγκαστικό τσίμπημα του δέρματος. Είναι μία διαταραχή από μια κατηγορία διαταραχών που είναι γνωστές ως επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές εστιασμένες στο σώμα, οι οποίες επί του παρόντος, ταξινομούνται στο DSM-5 στις Ιδεοψυχαναγκαστικές και Σχετιζόμες Διαταραχές.
Στην περίπτωση της διαταραχής εκδορών, η συμπεριφορά είναι χρόνια, προκαλεί στο άτομο έντονη δυσφορία και δυσλειτουργία και μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή βλάβη των ιστών. Η θεραπεία απαιτεί συχνά έναν συνδυασμό θεραπείας, φαρμακευτικής αγωγής και στρατηγικών αυτοβοήθειας.
Σύμφωνα με το DSM-5, η διαταραχή εκδορών μπορεί να διαγνωστεί όταν πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:
- Το επαναλαμβανόμενο τσίμπημα του δέρματος οδηγεί σε δερματικές βλάβες
- Γίνονται επανειλημμένες προσπάθειες για να μειωθεί ή να σταματήσει το τσίμπημα του δέρματος
- Το τσίμπημα του δέρματος προκαλεί κλινικά σημαντική ενόχληση—συμπεριλαμβανομένης της αίσθησης απώλειας του αυτοελέγχου, της αμηχανίας και ντροπής—ή έκπτωση στη λειτουργικότητα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, το τσίμπημα του δέρματος δε συμβαίνει γενικά παρουσία άλλων ατόμων.
- Το επαναλαμβανόμενο τσίμπημα του δέρματος εκτείνεται στο ξύσιμο, το τρύπημα, ακόμα και το δάγκωμα τόσο του υγιούς όσο και του κατεστραμμένου δέρματος από διάφορα μέρη του σώματος.
- Τα άτομα με δερματιλλομανία συχνά στοχεύουν στο πρόσωπο, τα χέρια, τα δάχτυλα, τα μπράτσα και τα πόδια τους. Μπορεί να χρησιμοποιήσουν είτε τα δάχτυλά τους είτε κάποιο όργανο, όπως τσιμπιδάκια ή καρφίτσες.
- Αυτή η συμπεριφορά μπορεί επίσης να συνοδεύεται από τελετουργίες, όπως η εξέταση του δέρματος ή το να «παίζει» με το δέρμα που έχει αφαιρεθεί.
Μερικά άτομα ξοδεύουν ώρες μέσα στην ημέρα στις προαναφερόμενς συμπεριφορές. Η διαταραχή εκδορών μπορεί να οδηγήσει σε ορατή βλάβη του δέρματος και σε παραμόρφωση από βλάβες, αποχρωματισμό, ανοιχτές πληγές, ουλές και μολύνσεις. Είναι γενικά μια χρόνια διαταραχή, αν και τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν και να εξαφανιστούν από καιρό σε καιρό.
Εκτός από τη σωματική βλάβη, η διαταραχή εκδορών χαρακτηρίζεται από την ψυχολογική δυσφορία που προκαλεί. Τα άτομα με αυτή τη διαταραχή μπορούν να περάσουν ώρες σκεπτόμενοι να επιλέξουν και να προσπαθήσουν να αντισταθούν στην παρόρμηση πριν υποχωρήσουν. Παρόμοια με τις διαταραχές ελέγχου των παρορμήσεων όπως η κλεπτομανία, μπορεί να περιγράφουν ένα αίσθημα «έντασης» που ανακουφίζεται προσωρινά μόλις υποκύψουν στην έντονη επιθυμία να τσιμπήσουν το δέρμα τους. Το άγχος, η κατάθλιψη, η ντροπή, ο φόβος της έκθεσης και η αμηχανία για τη διαταραχή συνήθως οδηγούν σε προσπάθειες επικάλυψης του δέρματος με μακιγιάζ, ρούχα ή άλλα μέσα. Τέτοια συναισθήματα, και άλλες συνέπειες της διαταραχής, μπορούν επίσης να επηρεάσουν τις τυπικές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, με αποτέλεσμα άβολες σχέσεις με την οικογένεια και τους φίλους.
Η δερματιλλομανία δε διαγιγνώσκεται όταν τα συμπτώματα προκαλούνται από άλλη ιατρική ή ψυχιατρική πάθηση. Για παράδειγμα, το τράβηγμα του δέρματος μπορεί επίσης να συμβεί με δερματολογικές παθήσεις, αυτοάνοσες διαταραχές, στέρηση οπιούχων και αναπτυξιακές διαταραχές όπως ο αυτισμός.
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ της διαταραχής εκδορών και της τριχοτιλλομανίας;
Η τριχοτιλλομανία, ή η διαταραχή του τραβήγματος των μαλλιών, χαρακτηρίζεται από μια καταναγκαστική ανάγκη να τραβήξει κανείς τα μαλλιά του. Αντίθετα, η δερματιλλομανία/διαταραχή εκδορών χαρακτηρίζεται από την επιθυμία του ατόμου να τσιμπήσει ή να βλάψει, με άλλο τρόπο, το δέρμα του. Κατά τα άλλα, οι δύο διαταραχές έχουν κοινά συμπτώματα—ψυχολογική δυσφορία, επαναλαμβανόμενες προσπάθειες διακοπής της συμπεριφοράς, μεταξύ άλλων —και μπορεί να συνυπάρχουν.
Πόσο συχνή είναι η διαταραχή εκδορών;
Η διαταραχή εκδορών είναι σχετικά σπάνια, αλλά θεωρείται ότι επηρεάζει έως και το 1,4% του συνολικού πληθυσμού. Περίπου το 75% όσων έχουν διαγνωστεί με τη διαταραχή είναι γυναίκες.
Γιατί περισσότερες γυναίκες από ότι άντρες διαγιγνώσκονται με τη διαταραχή εκδορών;
Οι ειδικοί πιστεύουν ότι οι διαφορές μεταξύ των φύλων στα ποσοστά διάγνωσης αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό την πραγματική συχνότητα της διαταραχής στους άνδρες έναντι των γυναικών. Ωστόσο, η αυξημένη έμφαση στην εξωτερική εμφάνιση των γυναικών σε πολλούς πολιτισμούς μπορεί να αναγκάσει περισσότερες γυναίκες να αναζητήσουν θεραπεία για την πάθηση, με αποτέλεσμα να παραμορφώνει ελαφρώς τα ποσοστά διάγνωσης.
Είναι η δερματιλλομανία ίδια με τον αυτοτραυματισμό;
Οι περισσότεροι ειδικοί θεωρούν ότι η δερματιλλομανία διαφέρει από τον αυτοτραυματισμό. Ο αυτοτραυματισμός συχνά περιλαμβάνει τη σκόπιμη πρόκληση πόνου στον εαυτό του, συνήθως ως μέσο αναζήτησης ανακούφισης από ενοχλητικά συναισθήματα ή σκέψεις. Ενώ η δερματιλλομανία μπορεί να προκληθεί από αρνητικά συναισθήματα όπως το άγχος, αυτό δε συμβαίνει πάντα. Η πλήξη, για παράδειγμα, είναι εξίσου συνηθισμένο έναυσμα. Επιπλέον, οποιοσδήποτε πόνος που προκαλείται από το τσίπμημα του δέρματος είναι σπάνια ο σκοπός. Αντίθετα, οι συμπεριφορές συχνά βιώνονται ως καταπραϋντικές ή χαλαρωτικές, τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή.
Θεραπεία
Τα άτομα που τσιμπούν το ίδιο τους το δέρμα συχνά κάνουν επαναλαμβανόμενες, ανεπιτυχείς προσπάθειες να σταματήσουν μόνοι τους, καθώς η ντροπή και η αμηχανία που συνδέονται με τη διαταραχή εκδορών μπορεί να τους εμποδίσει να αναζητήσουν θεραπεία από κάποιον ειδικό. Στην πραγματικότητα, λιγότερα από ένα στα πέντε άτομα με δερματιλλομανία θεωρείται ότι αναζητούν θεραπεία.
Για όσους το κάνουν, μικρής κλίμακας ψυχολογικές μελέτες παρεμβάσεων όπως η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία, η θεραπεία αποδοχής και δέσμευσης και η εκπαίδευση στη συνήθεια αντιστροφής έχουν αποδειχθεί ότι μειώνουν τα συμπτώματα της διαταραχής εκδορών. Αν και κανένα φάρμακο δεν έχει εγκριθεί ως θεραπεία πρώτης γραμμής για το τσίμπημα του δέρματος, κάποιες μελέτες έχουν δείξει ότι ορισμένα αντικαταθλιπτικά, όπως οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs) και θρεπτικά συστατικά, όπως η Ν-ακετυλοκυστεΐνη (NAC), μπορεί να βοηθήσουν. Τα άτομα με αυτή τη διαταραχή μπορεί να χρειάζονται αντιβιοτικά για τη θεραπεία πιθανών λοιμώξεων ή, σε ακραίες περιπτώσεις, χειρουργική επέμβαση.
Το παρόν άρθρο αποτελεί μετάφραση και προσαρμογή μέρους του πρωτότυπου άρθρου που μπορεί να βρεθεί εδώ.