Η ακοή είναι ένα από τα κυριότερα μέσα επικοινωνίας και τρόπος ανάκτησης πληροφοριών. Ο ήχος δημιουργείται από την κίνηση ή δόνηση ενός αντικειμένου, δηλαδή, τα μόρια του αέρα που βρίσκονται μπροστά στο αντικείμενο σπρώχνονται το ένα κοντά στο άλλο. Έτσι τα μόρια σπρώχνοντας το ένα το άλλο επιστρέφουν τελικά στην αρχική τους θέση δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο ένα ηχητικό κύμα. Οι ήχοι που αντιστοιχούν σε ημιτονοειδή κύματα λέγονται καθαροί τόνοι. Οι καθαροί τόνοι διαφέρουν με ορισμένους τρόπους που καθορίζουν πώς βιώνουμε την εμπειρία του ήχου. Μια πτυχή είναι η συχνότητα του τόνου (αριθμός των κύκλων ανά δευτερόλεπτο), η οποία είναι η βάση της αντίληψης μας για το ύψος που είναι μια απ` τις πιο εμφανείς ιδιότητες του ήχου. Μια δεύτερη πτυχή είναι το εύρος (η διαφορά της πίεσης μεταξύ της κορυφής και του κοίλου). Η εμπειρία της ηχηρότητας οφείλεται στο εύρος, το οποίο ορίζεται σε ντεσιμπέλ. Μια τελική πτυχή είναι η χροιά, η οποία αναφέρεται στη δική μας εμπειρία της πολυπλοκότητας του ήχου.
Όπως και το μάτι, έτσι και το αυτί αποτελείται από δύο συστήματα. Το ένα μεγεθύνει και μεταδίδει τον ήχο στους υποδοχείς, από όπου αναλαμβάνει το δεύτερο σύστημα που μετατρέπει τον ήχο σε νευρωνικές ώσεις. Το σύστημα της μετάδοσης αποτελείται από το εξωτερικό αυτί μαζί με τον ακουστικό πόρο και το μέσο αυτί που αποτελείται από τον τυμπανικό υμένα και μια σειρά από οστάρια που αποκαλούνται σφύρα, άκμων και αναβολέας. Το σύστημα μορφομετατροπής βρίσκεται σε ένα τμήμα του εσωτερικού αυτιού που ονομάζεται κοχλίας, ο οποίος περιλαμβάνει τους υποδοχείς του ήχου. Οι υποδοχείς αυτοί ονομάζονται τριχωτά κύτταρα. Υπάρχουν δύο είδη βασικών ακουστικών ανεπαρκειών. Στο ένα είδος που ονομάζεται “απώλεια μετάδοσης”, οι ουδοί είναι αυξημένοι περίπου το ίδιο σε όλες τι συχνότητας ως αποτέλεσμα της κακής μετάδοσης στο μέσο αυτί. Στο άλλο είδος, την “αισθητηριακή-νευρωνική απώλεια”, οι αυξήσεις των ουδών είναι άνισες με μεγάλες ανόδους στις υψηλές συχνότητες, κάτι που συνήθως είναι συνέπεια βλάβης του εσωτερικού αυτιού. Στα τεχνητά αυτιά, ο ερεθισμός που προκαλούν μιμείται τον τρόπο που τα μετακινούμενα κύματα ερεθίζουν τα τριχωτά κύτταρα σε διάφορες συχνότητες.
Θεωρίες της αντίληψης του ήχου
Το πρώτο είδος προτάθηκε από το λόρδο Rutherford, Βρετανό φυσικό, το 1886. Ο Rutherford υποστήριξε ότι ένα ηχητικό κύμα προκαλεί δόνηση σε ολόκληρη τη βασική μεμβράνη και ότι ο ρυθμός της δόνησης καθορίζει το ρυθμό των ώσεων των νευρικών ιστών στο ακουστικό νεύρο. Η θεωρία αυτή προτείνει ότι το ύψος εξαρτάται από το πώς ποικίλλει ο ήχος με το χρόνο, γι` αυτό και ονομάστηκε “χρονική θεωρία του ύψους“.
Τη δεκαετία του 1800 ο Hermann von Helmholtz ανέπτυξε τη “χωρική θεωρία του ύψους“. Αυτή υποστηρίζει πως κάθε συγκεκριμένο σημείο της βασικής μεμβράνης οδηγεί σε συγκεκριμένη αίσθηση ύψους. Το γεγονός ότι υπάρχουν πολλά τέτοια σημεία πάνω στη μεμβράνη είναι συμβατό με την ιδέα ότι υπάρχουν πολλοί διαφορετικού είδους υποδοχείς για το ύψος.
Βέβαια, οι χωρικές θεωρίες δεν μπορούν να εξηγήσουν το πώς αντιλαμβανόμαστε τους τόνους χαμηλών συχνοτήτων, ενώ οι χρονικές δεν εξηγούν την αντίληψη των τόνων υψηλών συχνοτήτων. Αυτό οδηγεί στην ιδέα ότι το ύψος εξαρτάται τόσο από το σχήμα του χώρου όσο και του χρόνου.
Πηγή:
Atkinson, R.L., Atkinson, R.C., Smith, E.E., Bem, D.J., Nolen-Hoeksema, S. (2003). Εισαγωγή στην ψυχολογία του Hilgard. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.