Στο ψυχολογικό επίπεδο, οι αισθήσεις είναι εμπειρίες που συνδέονται με απλά ερεθίσματα και η αντίληψη συνεπάγεται με την ολοκλήρωση και την ερμηνεία των αισθήσεων. Στο βιολογικό επίπεδο, στις αισθητηριακές διεργασίες ενέχονται τα αισθητήρια όργανα, τα οποία αφορούν τα αρχικά στάδια απόκτησης πληροφοριών από τα ερεθίσματα. Στις αντιληπτικές διεργασίες ενέχονται υψηλότερα επίπεδα του φλοιού, τα οποία είναι γνωστό ότι συνδέονται περισσότερο με το νόημα. Δύο είναι τα χαρακτηριστικά των αισθήσεων: η ευαισθησία, η οποία περιγράφει τις αισθήσεις στο ψυχολογικό επίπεδο, και η αισθητηριακή κωδικοποίηση που εστιάζει στο βιολογικό επίπεδο. Το κύριο μέσο για την κωδικοποίηση της έντασης ενός ερεθίσματος είναι ο αριθμός των νευρωνικών ώσεων σε κάθε χρονική μονάδα, δηλαδή, ο ρυθμός των νευρωνικών ώσεων.
Η κάθε αίσθηση ανταποκρίνεται σε μια ιδιαίτερη μορφή φυσικής ενέργειας και για την όραση, η φυσική ενέργεια είναι το φως (ηλεκτρομαγνητική ενέργεια). Το ανθρώπινο οπτικό σύστημα αποτελείται από τα μάτια, διάφορα τμήματα του εγκεφάλου και τις οδούς που τα συνδέουν. Το μάτι περιέχει δύο συστήματα: ένα που σχηματίζει την εικόνα και το άλλο που μεταμορφώνει την εικόνα σε ηλεκτρικές ώσεις. Το σύστημα σχηματισμού της εικόνας λειτουργεί σα φωτογραφική μηχανή. Εστιάζει στο φως που ανακλάται από τα αντικείμενα έτσι ώστε να σχηματίζει μια εικόνα του αντικειμένου στον αμφιβληστροειδή, ένα λεπτό στρώμα στο πίσω μέρος του βολβού. Το ίδιο σύστημα σχηματισμού εικόνας αποτελείται από τον κερατοειδή χιτώνα, την κόρη και το φακό. Χωρίς αυτά, θα βλέπαμε φως αλλά όχι σχήμα. Ο κερατοειδής είναι η διαφανής μπροστινή επιφάνεια του ματιού: το φως μπαίνει από εκεί και οι ακτίνες κάμπτονται από τον κερατοειδή για να αρχίσουν να σχηματίζουν το είδωλο. Ο φακός ολοκληρώνει τη διαδικασία εστιάζοντας το φως στον αμφιβληστροειδή. Ο φακός αλλάζει σχήμα ανάλογα με τις αποστάσεις (σφαιρικός: κοντά, επίπεδος: μακριά). Βέβαια μερικοί άνθρωποι δεν έχουν αυτήν την ιδιότητα με αποτέλεσμα να έχουν είτε μυωπία είτε υπερμετρωπία. Η κόρη, το τρίτο στοιχείο του συστήματος, είναι ένα κυκλικό άνοιγμα που ποικίλλει σε διάμετρο ανάλογα με το υπάρχον φως.
Υπάρχουν δύο τύποι υποδοχέων κυττάρων, τα ραβδία και τα κωνία που αποκαλούνται έτσι λόγω του σχήματος τους. Τα ραβδία είναι σχεδιασμένα να βλέπουν τη νύχτα (άχρωμες αισθήσεις), ενώ τα κωνία προορίζονται για την όραση στη διάρκεια της ημέρας (έγχρωμες αισθήσεις). Όταν θέλουμε να δούμε τις λεπτομέρειες ενός αντικειμένου, συνήθως κινούμε τα μάτια μας έτσι ώστε το αντικείμενο να προβάλλεται σε ένα σημείο στο κέντρο του αμφιβληστροειδούς που ονομάζεται ωχρή κηλίδα. Τα ραβδία και τα κωνία περιέχουν χημικές ουσίες που είναι φωτοευαίσθητες και απορροφούν το φως. Οι αντιδράσεις τους μεταδίδονται πρώτα στα διπολικά κύτταρα κι από εκεί σε άλλους νευρώνες που αποκαλούνται κυτταρικά γάγγλια. Τα διπολικά κύτταρα δέχονται σήματα από έναν ή περισσότερους υποδοχείς και τα μεταδίδουν στα γαγγλιακά κύτταρα των οποίων οι άξονες σχηματίζουν το οπτικό νεύρο. Στο σημείο που το οπτικό νεύρο αφήνει το μάτι, δεν υπάρχουν υποδοχείς – είμαστε τυφλοί – αυτό είναι γνωστό ως τυφλό σημείο, γιατί ο εγκέφαλος το πληρεί αυτομάτως.
Η ευαισθησία στο φως καθορίζεται από τα ραβδία και τα κωνία. Στη διάρκεια τη ημέρας είναι ενεργά τα κωνία, ενώ στο σεληνόφως τα ραβδία. Τα δύο αυτά εκτελούν διαφορετικό έργο. Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί από τον τρόπο που συνδέονται με τα γάγγλια. Το κάθε γαγγλιακό κύτταρο είναι συνδεδεμένο με τον πλησιέστερο γείτονα του με μια σύνδεση που μειώνει τη δραστηριότητα του γειτονικού αυτού κυττάρου. Η γαγγλιακή σύνδεση των κωνίων παρουσιάζει μειωμένη δραστηριότητα, ενώ αυτή των ραβδίων αυξημένη. Επομένως, οι συνδέσεις μεταξύ των γαγγλιακών κυττάρων που σχετίζονται με τα κωνία εξασφαλίζουν λεπτομερή αντίληψη της μορφής, σε συνθήκες καλού φωτισμού, ενώ η σύγκλιση πολλών ραβδίων σε ένα μόνο γάγγλιο εξασφαλίζει την ευαισθησία στο φως κάτω από συνθήκες χαμηλού φωτισμού. Μια ακόμη διαφορά μεταξύ τους είναι ότι τα ραβδία είναι συγκεντρωμένα σε διαφορετική τοποθεσία. Η ωχρή κηλίδα περιέχει πολλά κωνία και κανένα ραβδίο, σε αντίθεση με την περιφέρεια που είναι πλούσια σε ραβδία αλλά ελλιπής σε κωνία. Το σύστημα των ραβδίων χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να προσαρμοστεί, αλλά είναι ευαίσθητο σε πολύ χαμηλότερους φωτισμούς.
Ως προς τα χρώματα, όλα είναι ίδια, αλλά διαφέρουν ως προς το μήκος κύματος. Τα βραχέα μήκη κύματος είναι μπλε, τα μεσαία πράσινα και τα μακρά κόκκινα. Το να βλέπουμε χρώματα είναι μια υποκειμενική εμπειρία. Η απόχρωση αναφέρεται στην ιδιότητα που περιγράφεται με την ονομασία του χρώματα. Η φωτεινότητα αναφέρεται στο πόσο πολύ φως φαίνεται να ανακλάται από μια έγχρωμη επιφάνεια. Ο κορεσμός αναφέρεται στην καθαρότητα του χρώματος. Όταν αναφερόμαστε σε προσθετική μείξη εννοούμε τη μείξη φωτός, όπου εάν μπλέξει κανείς τα τρία βασικά μήκη φωτός (κόκκινο, πράσινο, μπλε) θα πάρει το λευκό, ενώ όταν αναφερόμαστε σε αφαιρετική μείξη εννοούμε τη μείξη χρωμάτων, όπου εάν προσθέσει κανείς τα τρία βασικά χρώματα (κόκκινο, κίτρινο, μπλε) θα πάρει το μαύρο. Οι συνδυασμοί των τριών βασικών χρωμάτων ή μηκών φωτός δημιουργούν όλες τι αποχρώσεις. Αυτός είναι ο νόμος των τριών βασικών χρωμάτων. Η έρευνα της έγχρωμης όρασης είναι ένα εντυπωσιακό παράδειγμα της επιτυχούς αλληλεπίδρασης μεταξύ βιολογικής και ψυχολογικής προσέγγισης ενός προβλήματος. Η τριχρωματική θεωρία υποστήριξε ότι θα πρέπει να υπάρχουν τρία είδη υποδοχέων του χρώματος και η μετέπειτα βιολογική έρευνα απέδειξε ότι υπάρχουν τρία είδη κωνίων στον αμφιβληστροειδή.
Πηγή:
Atkinson, R.L., Atkinson, R.C., Smith, E.E., Bem, D.J., Nolen-Hoeksema, S. (2003). Εισαγωγή στην ψυχολογία του Hilgard. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.