Προσφάτως, η αστυνομία έχει αλλάξει από το να είναι αστυνομικές δυνάμεις σε υπηρεσία φύλαξης προς του πολίτες. Θέματα όπως η φύλαξη, η ασφάλεια και ο περιορισμός της βίας φαίνεται να αντικαθιστούν άλλες αρμοδιότητες της αστυνομίας, όπως η τήρηση του νόμου και ο έλεγχος της εγκληματικότητας.
Η ψυχολογία της αστυνομίας μπορεί να θεωρηθεί παράρτημα της οργανωτικής ψυχολογίας. Άλλοι τύποι ψυχολόγων, όπως οι σχεδιαστές προσώπων εγκληματιών, δεν αποτελούν τυπικά ψυχολόγους που δουλεύουν με την αστυνομία. Σε μερικές χώρες, οι συγκεκριμένοι (“profilers”) καλούνται μονάχα όταν προκύψει ανάγκη. Αντιθέτως, στις Η.Π.Α, οι σχεδιαστές προσώπων βρίσκονται συστηματικά σε μόνιμη θέση στην αστυνομία. Πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στην ψυχολογία που χρησιμοποιείται από την αστυνομία και στην ψυχολογία της αστυνομίας.
Μια από τις αρμοδιότητες του συγκεκριμένου τομέα είναι η συγκρότηση και η επιλογή προσωπικού. Πολλά ψυχολογικά τεστ χρησιμοποιούνται για τον συγκεκριμένο σκοπό. Τα τεστ υπηρετούν δύο σκοπούς:
α) στην απόκλιση ακατάλληλων υποψηφίων και στην αποφυγή μεγάλου χρηματικού ποσού σε εκτενή διαδικασία επιλογής,
β) στην συγκέντρωση των καλύτερων και καταλληλότερων υποψηφίων στον τομέα.
Λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός πως μία από τις αρμοδιότητες των αστυνομικών είναι η μεταφορά δυσάρεστων νέων στην οικογένεια ή η διαχείριση κάποιας αυτοκτονίας, είναι πολύ δύσκολη η επιλογή υποψηφίων κατάλληλων τέτοιων ψυχοφθόρων υπηρεσιών. Σύμφωνα με έρευνες, οι αστυνομικοί πρέπει να έχουν “κοινή λογική” και “καλή αίσθηση χιούμορ”.
Ο Skolnick (1996) ήταν ο πρώτος που πρότεινε πως η “κουλτούρα της αστυνομίας” επηρεάζει τη δουλειά της ίδια της αρχής αυτής. Συγκεκριμένα, πολύ κοινή πλέον είναι η λεγόμενη canteen/cop culture, η οποία περιλαμβάνει στοιχεία όπως: κυνισμό, οπισθοδρομικότητα, απαισιοδοξία, φυλετική προκατάληψη, υποψία, ρατσισμό, σεξισμό, ομοφοβία, ετεροφυλισεξισμό (η αποδοχή μονάχα των ετεροφυλοφιλικών). Η συγκεκριμένη κουλτούρα καθορίζει ποιοι αστυφύλακες είναι αποτελεσματικοί στη δουλειά. Οι ομοφυλόφιλοι αστυφύλακες, για παράδειγμα, μπορεί να θεωρηθούν βοηθοί της κυρίαρχης ομάδας. Πολύ συχνά θα υποστούν εχθρικότητα και προκατάληψη από τους συνεργάτες τους, γι`αυτό και αντιμετωπίζονται ως κάτι “άλλο” από τους “φυσιολογικούς”. Ως προς τους εγκληματίες, η συγκεκριμένη κατηγορία αστυνομικών δημιουργεί ένα εγωιστικό σχήμα που ταυτίζει τους μαύρους ανθρώπους με το έγκλημα. Μάλιστα, οι Αφροαμερικανοί στις Η.Π.Α είναι τέσσερις φορές πιθανότερο να σκοτωθούν σε ενέδρες της αστυνομίας σε σχέση με τους λευκούς.
Άλλο ένα λάθος των αστυνομικών είναι η διαχείριση της συνέντευξης είτε των μαρτύρων είτε των υπόπτων. Ενώ μια συνέντευξη θα έπρεπε να περιλαμβάνει ανοιχτές ερωτήσεις, συγκεκριμένος βαθμός πίεσης, δομή, γνώση του νόμου, προετοιμασία, ενσυναίσθηση και σωστή επικοινωνία, η συνήθης συνέντευξη που πραγματοποιείται παρουσιάζει κλειστές / στοχευμένες ερωτήσεις, μεγάλη ψυχολογική πίεση, ανυπομονησία, φλυαρία και απαράδεκτες διακοπές στο λόγο του συνεντευξιαζόμενου.
Η αλήθεια είναι πως η αστυνομία υποβάλλεται σε μεγάλη ψυχολογική πίεση (σε περιπτώσεις απειλής όπλου, περίπλοκες υποθέσεις, δολοφονίες & αυτοκτονίες, ενημέρωση συγγενών, σύλληψη παιδιών, αυτοκινητιστικά δυστυχήματα). Παρά τις όσες απόψεις υπάρχουν, οι αστυνομικοί παρουσιάζουν, επίσης, υψηλά επίπεδα φόβου, κατάθλιψης, ακόμη και τύψεις και ενοχές. Συχνά μάλιστα, αναφέρουν εφιάλτες, προβλήματα ύπνου, σύγχυση και υπερικινητικότητα.
Ρόλος ενός ψυχολόγου της αστυνομίας δεν είναι μόνο η συγκρότηση προσωπικού, αλλά και η ψυχολογική υποστήριξη αυτών. Ίσως, μέσω αντιστρεσσογόνων μεθόδων υποστήριξης επιλυθούν πολλά από τα προαναφερθέντα προβλήματα, όπως είναι η προκατάληψη, η λανθασμένη διαχείριση των μαρτύρων και υπόπτων, μα και η δική τους ψυχολογική κατάσταση που ως επί το πλείστον επηρεάζει την απόδοση τους.
Πηγή:
Howitt, D. (2015). Introduction to forensic and criminal psychology. Slovakia: Neographia. Pearson Education Limited.