Το παρόν άρθρο
Το παρόν άρθρο εστιάζει στην πολυγλωσσία και τις εκτελεστικές λειτουργίες στον αυτισμό. Ποια είναι τα γνωστικά οφέλη της πολυγλωσσίας, δηλαδή, το να μιλάει ένα άτομο περισσότερες από δύο γλώσσες; Μία πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι η πολυγλωσσία ενισχύει τις γενικές γνωστικές ικανότητες, αλλά μπορεί επίσης να βοηθήσει στη μείωση ορισμένων συμπτωμάτων και στην ενίσχυση του ελέγχου των καθημερινών σκέψεων και ενεργειών σε παιδιά με αυτισμό.
Η έρευνα της Romero και των συνεργατών της (2024)
Το δείγμα της έρευνας
Στην έρευνα πήραν μέρος περισσότερα από 100 παιδιά με αυτισμό και χωρίς αυτισμό ηλικίας 7-12 ετών τόσο από μονόγλωσσα όσο και από πολύγλωσσα νοικοκυριά. Τα περισσότερα από τα πολύγλωσσα νοικοκυριά μιλούσαν Iσπανικά και Aγγλικά στο σπίτι. Ζητήθηκε από τους γονείς να βαθμολογήσουν τις δεξιότητες εκτελεστικής λειτουργίας του παιδιού τους, οι οποίες συχνά επηρεάζονται από τη διαταραχή του φάσματος του αυτισμού.
Οι εκτελεστικές δεξιότητες που αξιολογήθηκαν ήταν οι ακόλουθες:
Επιπλέον, ζητήθηκε από τους γονείς να βαθμολογήσουν ορισμένες από τις βασικές ικανότητες που επηρεάζονται από τον αυτισμό, όπως η ικανότητα κατανόησης των διαφορετικών οπτικών των άλλων ανθρώπων, η κοινωνική επικοινωνία και οι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές.
Ερευνητικά ευρήματα
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι:
- H πολυγλωσσία συσχετίζεται με καλύτερες δεξιότητες αναστολής, αλλαγής (shifting) και κατανόησης των διαφορετικών οπτικών των άλλων ανθρώπων σε παιδιά με και χωρίς αυτισμό.
- Η πολυγλωσσία επηρέασε θετικά ορισμένα από τα βασικά συμπτώματα του αυτισμού, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της επικοινωνίας, τη μείωση των επαναλαμβανόμενων συμπεριφορών και τη βελτίωση της ικανότητας κατανόησης των διαφορετικών οπτικών των άλλων ανθρώπων.
Συμπεράσματα
Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Autism Research, διαπίστωσε ότι οι γονείς των παιδιών με αυτισμό και οι γονείς των παιδιών χωρίς αυτισμό που ήταν πολύγλωσσα, ανέφεραν ότι τα παιδιά τους είχαν καλύτερες εκτελεστικές λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας εστίασης (focus), της κατανόησης της οπτικής των άλλων ανθρώπων, της επικοινωνίας και των μειωμένων επιπέδων επαναλαμβανόμενων συμπεριφορών σε σύγκριση με τα παιδιά που ήταν μονόγλωσσα.