Με όρους κοινωνικής ψυχολογίας ως ρατσισμός θεωρείται κάθε πρακτική, εμπρόθετη ή μη, η οποία αποκλείει μια φυλετική ή εθνοτική μειονότητα από τα δικαιώματα, τις ευκαιρίες και τις ευθύνες. Ως αποτέλεσμα υφίστανται άνισες σχέσεις μεταξύ των εκάστοτε ομάδων και ανθρώπων. Πρόκειται για μια διαδικασία περιθωριοποίησης, αποκλεισμού και διάκρισης του διαφορετικού και εκφράζεται με βίαιες επιθέσεις και κακοποίηση. Πίσω από την πρακτική του ρατσισμού, υπάρχει η νοηματοδότηση του «άλλου», της ετερότητας και η διαδικασία αναπαράστασης αυτού. Πως δηλαδή κατασκευάζονται οι κοινότητες και οι μορφές «εμείς/αυτοί». Αν σκεφτείτε τι σας έρχεται στο μυαλό όταν ακούτε τη λέξη ΄΄ξένος’’, αυτό αποτελεί τη νοηματοδότηση του ‘ξένου’, την νοητική του αναπαράσταση.
Προκατάληψη
Η προκατάληψη θα μπορούσαμε να πούμε ότι οδηγεί σε ρατσισμό. Είναι δύο έννοιες στενά συνυφασμένες, που δεν πρέπει ωστόσο να συγχέονται. Η προκατάληψη αφορά τις αρνητικές πεποιθήσεις και τα συναισθήματα απέναντι σε μια ομάδα ή σε ένα άτομο. Ο προκατειλημμένος ενεργεί μεροληπτικά απέναντι σε κάποιον λόγω της ένταξής του σε μια κοινωνική ομάδα. Η προκατάληψη διαφέρει από τον ρατσισμό ως προς το ότι η πρώτη σχετίζεται περισσότερο με τις πεποιθήσεις και το ιδεολογικό υπόβαθρο των ανθρώπων. Ο ρατσισμός από την άλλη έχει μια πρακτική διάσταση, χωρίς αυτό να αποκλείει ότι και η προκατάληψη εκφράζεται επίσης μέσω της εχθρικής συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τον Allport (1954), η εθνοτική προκατάληψη είναι το αίσθημα αντιπάθειας, που βασίζεται σε μια εσφαλμένη άκαμπτη γενίκευση. Ωστόσο, η προκατάληψη, αν και έχει συνδεθεί με φυλετικά ζητήματα δεν περιορίζεται σε αυτά.
Προκατάληψη VS ανεκτικότητα
Ορισμένοι θεωρητικοί της κοινωνικής ψυχολογίας υποστηρίζουν ότι η προκατάληψη είναι αναπόφευκτη, καθώς συνδέεται με στοιχεία του νοητικού, που συμβαίνουν σε όλους τους ανθρώπους. Ωστόσο, κάποιοι την αποδίδουν και σε χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του καθένα. Άρα, ναι μεν η προκατάληψη είναι μια κοινωνική και νοητική διεργασία αλλά την ίδια στιγμή υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που χαρακτηρίζονται ως ανεκτικοί.
Στερεότυπα
Για να γίνει πιο σαφής η διάκριση μεταξύ προκατάληψης και ανεκτικότητας χρειάζεται να εμπλέξουμε και τον όρο των στερεοτύπων. Τα στερεότυπα είναι σταθερές, πανομοιότυπες εικόνες στο μυαλό των ανθρώπων και αφορούν ανακριβείς αναπαραστάσεις του κόσμου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι το αποτέλεσμα του περιορισμού των γνωστικών ικανοτήτων στην επεξεργασία πληροφοριών. Έτσι, ο άνθρωπος προβαίνει σε μια απλουστευμένη αξιολογική εικόνα μιας κοινωνικής ομάδας, που γίνεται ευρέως αποδεκτή. Και κάπως έτσι γεννιούνται οι παγιωμένες ιδέες μιας κατηγορίας με αξιολογική φόρτιση που διαχέονται και ζουν μέσα στην κοινωνία και στην επικοινωνία των ανθρώπων.
Κατηγοριοποίηση
Επίσης μια πολύ σημαντική έννοια για την πλήρη κατανόηση της προκατάληψης είναι η κατηγοριοποίηση. Με όρους κατηγοριοποίησης εξηγούν την προκατάληψη οι κοινωνικοί ψυχολόγοι του ρεύματος της κοινωνιογνωσίας. Μια προσέγγιση που παντρεύει τις γνωστικές διεργασίες με τα κοινωνικά ζητήματα. Η κατηγοριοποίηση είναι ένα από τα πιο ‘κοινά τρικ’ του ανθρώπινου νου για να απλοποιήσει τη συνθετότητα του αντιληπτού κόσμου. Ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να αποφύγει την κατηγορική σκέψη, γιατί θέλει να απλοποιεί τα ζητήματα της καθημερινής ζωής. Έχουμε την τάση να γενικεύουμε και να τοποθετούμε σε κατηγορίες τα πράγματα, γιατί τότε γίνονται πιο διαχειρίσιμα. Έτσι, απαιτείται λιγότερη προσπάθεια για την κατανόηση των ερεθισμάτων. Συνδέουμε κάποια χαρακτηριστικά που είναι επικρατέστερα και απορρέουν από τη γνώση μας για την ομάδα στην οποία ανήκουν οι άνθρωποι.
Αναστοχαστικότητα
Τα στερεότυπα ενεργοποιούνται συχνά και αρκετές φορές. Αυτό οδηγεί τα άτομα στην εξοικείωσή τους με αυτά και κατ’ επέκταση στο να κάνουν τα στερεότυπα αντικείμενα συνειδητής επεξεργασίας. Τότε αναδύονται οι διαφορές στους πολύ προκατειλημμένους και στους λίγο. Διότι, οι λίγο προκατειλημμένοι εφόσον ενεργοποιηθεί το στερεότυπο, θα ξεκινήσουν μια αναστοχαστική διαδικασία. Θα κινητοποιήσουν προσωπικές πεποιθήσεις, εδραιωμένες αντιλήψεις και έτσι θα μπλοκάρουν τη λειτουργία του στερεοτύπου. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η εξοικείωση μπορεί να προκαλέσει ακόμα και στους λίγο προκατειλημμένους αντιδράσεις που να μοιάζουν με προκατάληψη σε συνθήκες που δεν υπάρχει επαρκής χώρος και χρόνος για νοητική επεξεργασία.
Συγκαλυμμένη μορφή κοινωνικής προκατάληψης
Πολύ συχνά βλέπουμε στον λόγο των ανθρώπων που μιλούν για διομαδικές σχέσεις να χρησιμοποιούν επιχειρήματα που θέλουν τους πολιτισμικά άλλους να είναι επικίνδυνοι. Τους προσάπτεται ότι χαρακτηρίζονται οι ίδιοι (οι «άλλοι») από προκατάληψη γι’ αυτό και προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τη δική μας ανεκτικότητα. Η επικινδυνότητα ορισμένων ομάδων σαν διακριτό χαρακτηριστικό τους, τους καθιστά αυτομάτως διαφορετικούς και τοποθετούνται στο κοινωνικό σύνολο με όρους αποκλεισμού. Ωστόσο, το χαρακτηριστικό του κινδύνου έχει αποδοθεί μέσα από την διαδικασία της κατηγοριοποίησης και της γενίκευσης, που σημαίνει ότι είναι σε μεγάλο βαθμό αναληθές. Συνάμα οι ίδιοι που χαρακτηρίζουν τους άλλους ως επικίνδυνους, απαλλάσσονται από την ταμπέλα της προκατάληψης, καθώς ανάγουν το επιχείρημά τους σε ψυχολογικούς όρους.
Δεν είμαι ρατσιστής ‘’αλλά’’…
Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει η τοποθέτηση του αντιθετικού συνδέσμου στον λόγο των ανθρώπων που αποκηρύσσουν τον ρατσισμό και την προκατάληψη. Αυτό ακριβώς συνιστά την ψυχολογική διάσταση της θεματικής της προκατάληψης. Όταν μιλάμε για διομαδικές σχέσεις στην καθημερινή ζωή, βρίσκει κανείς επιχειρήματα που υποδεικνύουν ότι η δική μας κουλτούρα απειλείται. «Έρχονται ΑΥΤΟΙ και υποσκάπτουν τον δικό μας ορθολογικό τρόπο ζωής». Στα σύγχρονα συμφραζόμενα υπάρχει μια πτυχή του λόγου της προκατάληψης που αφορά την ψυχολογία και τις αποδόσεις μισαλλοδοξίας στους δικούς μας άλλους. Η έννοια ότι οι δικοί τους τρόποι ζωής είναι έτεροι των δικών μας και τους υποσκάπτει.
Διαδικασίες ιδεολογικής αναπαραγωγής
Το ‘’αλλά’’ στον λόγο υποδηλώνει τον θρίαμβο του φιλελευθερισμού και είναι η άλλη όψη του ιδεολογικού ρητορικού νομίσματος. Ακριβώς αυτή η στάση που μας εμπλέκει στην αμφιθυμία δικαιολογεί την προκατάληψη του ίδιου του φιλελευθερισμού. Ο ίδιος προασπίζει για τον εαυτό του μια εικόνα πολιτισμικής και κοινωνικής ανωτερότητας στο καθρέφτισμα του οποίου όλοι οι υπόλοιποι είναι σε υποδεέστερη θέση.