Πρώτα από όλα, για να γίνει κατανοητό το περιεχόμενο του παρόντος άρθρου είναι αναγκαίο να ορίσουμε την εννοιολογική σημασία του όρου «ενσυναίσθηση». Ως ενσυναίσθηση (empathy) λοιπόν ορίζεται η ικανότητα ενός ατόμου και πιο συγκεκριμένα ενός θεραπευτή στην προκειμένη να επιτυγχάνει συναισθηματική ταύτιση με τον θεραπευόμενό του. Δηλαδή, να μπορεί κατά τη διάρκεια μιας θεραπευτικής συνάντησης (συνεδρία) να «μπαίνει» στη θέση του βιώνοντας τα ίδια συναισθήματα με εκείνον σαν να είναι αυτός, μην ξεχνώντας όμως το «σαν». Με λίγα λόγια, ο θεραπευτής οφείλει να αντιλαμβάνεται τα πράγματα από την πλευρά του ατόμου που έχει απέναντί του διατηρώντας παράλληλα το ρόλο του στην όλη διαδικασία. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό καθώς συνιστά σημαντική εκφόρτιση των αρνητικών συναισθημάτων του θεραπευόμενου και βοηθά την σύναψη και την θετική πορεία της θεραπευτικής σχέσης ανάμεσά τους.
Ο ρόλος της ενσυναίσθησης ως διαδικασία λοιπόν στην ψυχοθεραπεία είναι υψίστης σημασίας. Στη σημερινή εποχή όπου πολλοί ειδικοί ψυχικής υγείας είναι προσανατολισμένοι στο εύκολο κέρδος και όχι στην βελτίωση των σχέσεων και της ζωής των πελατών τους, η έννοια αυτή τείνει να «παρακάμπτεται» και να μην γίνεται πρώτιστος στόχος των θεραπευτών. Κι όμως, η αναγνώριση, η κατανόηση της θέσης, του συναισθήματος, των σκέψεων ή της κατάστασης του θεραπευόμενου θέτει τη βάση για την επίλυση των προβλημάτων του.
Τι μηνύματα μεταφέρονται μέσω της διαδικασίας της ενσυναίσθησης;
Η ενεργητική ακρόαση και η συναισθηματική προσέγγιση του συνομιλητή μας μέσω της ενσυναίσθησης είναι ικανή να προσφέρει διόδους επικοινωνίας εξαιρετικής σημασίας. Ακούγοντας με ενσυναίσθηση ο θεραπευτής χωρίς να χρησιμοποιεί απαραίτητα λεκτικές εκφράσεις στέλνει μηνύματα όπως «καταλαβαίνω το πρόβλημά σας και πώς αισθάνεστε γι’ αυτό, με ενδιαφέρει αυτό που λέτε και δε σας κρίνω». Με τον τρόπο αυτό ο θεραπευόμενος ενθαρρύνεται να εκφράσει όσα επιθυμεί ελεύθερα και χωρίς να φοβάται την επίκριση. Φυσικά, όπως και σε κάθε συνομιλία εντός και εκτός θεραπευτικού πλαισίου δεν είναι απαραίτητο οι δύο συνομιλητές να συμφωνούν. Συγκεκριμένα, οι προσωπικές απόψεις ενός θεραπευτή μπορεί να απέχουν πολύ από όσα ακούει να λέγονται από τον θεραπευόμενο όμως στην προκειμένη περίπτωση αυτό δεν έχει καμιά σημασία στο θεραπευτικό πλαίσιο. Αυτό που έχει πραγματική αξία είναι να γίνει κατανοητό από τον θεραπευόμενο ότι υπάρχει κάποιος που τον καταλαβαίνει, ασπάζεται τους προβληματισμούς του και επιθυμεί να τον βοηθήσει να επιλύσει το πρόβλημά του με κάθε δυνατό μέσο. Για να είναι κάποιος καλός ακροατής – αλλά και αποτελεσματικός θεραπευτής –, οφείλει να αφήνει το συνομιλητή του να καθοδηγεί τη συζήτηση. Να τον ακούει με προσοχή και να μην τον διακόπτει, προσφέροντας παράλληλα λεκτικές και μη λεκτικές ενδείξεις ότι τον παρακολουθεί.
Υπάρχουν ορισμένα άτυπα «βήματα» που καθιστούν την ακρόαση πιο αποδοτική. Ο ακροατής – θεραπευτής πρέπει πρώτα να εντοπίσει τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο συνομιλητής του. Αυτό πρόκειται να τον καθοδηγήσει στο να ζυγίσει σωστά την κατάσταση και να αναζητήσει τις κατάλληλες ανταποκριτικές κινήσεις. Στη συνέχεια, χρειάζεται να παρατηρεί συνάμα προσεκτικά τις μικρές αλλαγές της συμπεριφοράς του θεραπευόμενου. Οι πιο προφανείς βρίσκονται στην έκφραση του προσώπου όμως ολόκληρο το σώμα και κάθε ανεπαίσθητη κίνησή του, μεταφέρει αδιάλειπτα μηνύματα. Η προσεκτική παρατήρηση και αντίληψη της λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας του συνομιλητή είναι πολύ βοηθητική για τον θεραπευτή. Για να μπορέσει να λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά, ο τελευταίος είναι καλό να μην ξεχνά να διατηρεί κατά περιόδους την αναγκαία συναισθηματική απόσταση από τον συνομιλητή του ούτως ώστε να μην «παρασυρθεί και πνιγεί» από το συναίσθημα που κατακλύζει τον θεραπευόμενο. Πρέπει δηλαδή να απομακρύνεται περιοδικά από το συναισθηματικό επίπεδο της επικοινωνίας, ώστε να λαμβάνει τον απαραίτητο χρόνο να σκεφτεί λογικά και να δομήσει τις σκέψεις του.
Στη συνέχεια, ένα πολύ σημαντικό μέρος της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας είναι το να μεταφέρει ο ακροατής – θεραπευτής στο συνομιλητή – θεραπευόμενό του τα μηνύματα που λαμβάνει από αυτόν. Πρέπει να αναγνωρίσει τα ισχυρά συναισθήματα που αντιλαμβάνεται, όπως φόβο, θυμό, πένθος, απογοήτευση, ματαίωση, και να τα μεταφέρει στο συνομιλητή του με ανοιχτές φράσεις, όπως «φαντάζομαι ότι είστε…» ή «μου ακούγεται ότι έχετε θυμώσει για…» ή «αντιλαμβάνομαι πως αισθάνεστε απογοήτευση από…». Με αυτό τον τρόπο μπορεί να βεβαιωθεί ότι δεν έχει παρερμηνεύσει τα μηνύματα που πήρε. Αυτό αυξάνει την εμπιστοσύνη του θεραπευόμενου προς τον θεραπευτή του και ενδυναμώνει την μεταξύ τους σχέση. Αφού τυχόν διφορούμενα μηνύματα ξεκαθαριστούν και γίνει εξίσου αντιληπτό εις αμφοτέρους το περιεχόμενο όσων έχουν ειπωθεί, ο θεραπευτής μπορεί να πραγματοποιήσει ένα είδος ερμηνείας στα συναισθήματα του θεραπευόμενου που έχουν γίνει φανερά, εξηγώντας τους λόγους που δημιουργήθηκαν, όπως αυτοί προκύπτουν άμεσα ή έμμεσα από τα λεγόμενά του. Δεν είναι απίθανο ο θεραπευόμενος να είχε καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα ή να μην είχε πραγματοποιήσει καθόλου ορισμένες συνδέσεις μεταξύ γεγονότων και συναισθημάτων στο μυαλό του. Ο ρόλος του θεραπευτή σε εκείνο το σημείο είναι καταλυτικός καθώς τον βοηθά να δει από μια αντικειμενική και ξεκάθαρη οπτική τα πράγματα. Για παράδειγμα μπορεί να χρησιμοποιήσει φράσεις όπως «φαίνεται ότι αισθάνεστε απογοητευμένος επειδή πιστεύετε πως σας φέρθηκαν χωρίς σεβασμό» ή «υποθέτω πως ο θυμός σας έχει να κάνει με το γεγονός…». Το πιο σημαντικό κομμάτι και αυτό που χρήζει υπέρμετρης προσοχής από τον θεραπευτή στο σημείο αυτό είναι η αποφυγή επικριτικών σχολίων με άμεσο ή έμμεσο τρόπο προς τον θεραπευόμενο. Η κριτική γίνεται αντιληπτή όχι μόνο μέσα από το τι λέει κάποιος αλλά και από την γενικότερη στάση του, τις εκφράσεις, τη συμπεριφορά του. Εάν αυτό αποτύχει και ο θεραπευόμενος αισθανθεί πως κρίνεται, η θεραπευτική σχέση θα δεχτεί τεράστιο πλήγμα και ο τελευταίος θα αισθανθεί μετέωρος, πιθανώς μετανιώσει για το γεγονός ότι «ανοίχτηκε» στον θεραπευτή και ενδεχομένως δεν εμφανιστεί ξανά σε επόμενη συνάντηση.
Η ενσυναίσθηση αρχικά αναπτύχθηκε ως εργαλείο της Ψυχοθεραπείας. Σύντομα όμως οι δυνατότητές της αναγνωρίστηκαν σε όλες τις μορφές των διαπροσωπικών σχέσεων, σε κάθε κατάσταση στην οποία ένας άνθρωπος προσπαθεί να καταλάβει αυτόν που βρίσκεται απέναντί του. Ένα άτομο που χρησιμοποιεί την ενσυναίσθηση, μπορεί να αναγνωρίσει, να αντιληφθεί και να αισθανθεί αυτό που αισθάνεται ένα άλλο άτομο. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να βάλει τον εαυτό του στη θέση του άλλου, να κατανοήσει τη συμπεριφορά του και να αναγνωρίσει τα κίνητρά της. Πρόκειται, εν ολίγοις, για ένα εξαιρετικά ισχυρό εργαλείο επικοινωνίας.