Ο Moscovici (1999), ορίζει την κοινωνική αναπαράσταση σαν «…οργάνωση εικόνων και γλώσσα, γιατί αποκόπτει και συμβολίζει πράξεις και καταστάσεις που μας είναι ή μας γίνονται κοινές». Επιπλέον, προσθέτει πως όλες αυτές οι πράξεις, οι καταστάσεις και οι γνώσεις συνδέονται με ένα σύστημα αξιών, εννοιών και πρακτικών, που παρέχει στα άτομα:
-τα μέσα να προσανατολίζονται στο κοινωνικό και υλικό περιβάλλον και να το θέτουν υπό τον έλεγχο τους, και
-τη δυνατότητα στα μέλη μιας κοινότητας να έχουν έναν κοινό κώδικα ως μέσο για τις συναλλαγές τους για να ονοματίζουν και να ταξινομούν με σαφή τρόπο τα κομμάτια του κόσμου τους, της ατομικής ή συλλογικής ιστορίας τους.
Η ίδια η δυναμική των κοινωνικών αναπαραστάσεων κινητοποιεί δύο μηχανισμούς:
-την αντικειμενοποίηση, και
-την επικέντρωση.
Η μεν αντικειμενοποίηση συγκεκριμενοποιεί το αφηρημένο, δίνει σημασία σε μια έννοια, η δε επικέντρωση μας βοηθά να ενσωματώσουμε στο υπάρχον σύστημα ιδεών, γνώσεων και πεποιθήσεων μας αυτό που συγκεκριμενοποιείται. Ταξινομείται, δηλαδή, κάθε νέα έννοια στο υπάρχον γνωστικό μας σύστημα. Σκοπός θα λέγαμε των δυο αυτών μηχανισμών είναι η πρακτική τους χρήση στην καθημερινότητα, διαμορφώνοντας μια κοινή πραγματικότητα για ένα κοινωνικό σύνολο. Βέβαια, οποιαδήποτε αναφορά σε τέτοιου είδους μηχανισμούς που διαμεσολαβούν στις κοινωνικές σχέσεις πρέπει να γίνεται και με αναφορά στο υπάρχον κοινωνικό πλαίσιο. Υπάρχει, θα λέγαμε, μια χρηστικότητα στις κοινωνικές αναπαραστάσεις που οφείλεται στις λειτουργίες που αυτές επιτελούν. Οι τέσσερις αυτές λειτουργίες είναι:
-οι γνωστικές λειτουργίες που επιτρέπουν την κατανόηση και εξήγηση της πραγματικότητας, τη διάδοση δηλαδή της «απλοϊκής» γνώσης,
-οι λειτουργίες ταυτότητας, οπού τοποθετούν τα άτομα στο κοινωνικό πεδίο, διευκολύνοντας την επεξεργασία μιας κοινωνικής και προσωπικής ταυτότητα,
-η λειτουργία προσανατολισμού, όπου η προκωδικοποίηση της πραγματικότητας κάνει την αναπαράσταση οδηγό δράσης, παράγοντας προβλέψεις και προσδοκίες, καθορίζοντας το θεμιτό και μη θεμιτό, τέλος
-οι δικαιολογητικές λειτουργίες όπου επιτρέπουν εκ των υστέρων να δικαιολογήσουμε θέσεις και συμπεριφορές.
Η Αναπαραστασιακή λειτουργία των Μ.Μ.Ε.
Ο τρόπος ή οι τρόποι που η εγκληματικότητα αναπαρίστανται στα Μ.Μ.Ε. σχετίζεται με το πλαίσιο λειτουργίας, αναφοράς και νοηματοδότησης τους. Τα Μ.Μ.Ε. μπορεί να μην αποτελούν μια κοινωνική ομάδα, συνιστούν όμως ένα κόσμο απόψεων που έχει τρεις διαστάσεις: τη στάση, την πληροφορία και το αναπαραστασιακό πεδίο (εικόνα). Η πρώτη διάσταση, η στάση, δείχνει τον προσανατολισμό του μέσου σε σχέση με το αντικείμενο της αναπαράστασης. Η πληροφορία διατελεί ένα οργανωτικό ρόλο των γνώσεων για αυτό το αντικείμενο, ενώ τέλος το αναπαραστασιακό πεδίο παραπέμπει σε μια εικόνα. Ο δημοσιογραφικός λόγος δεν περιγράφει απλώς την πραγματικότητα. Διαμέσου της διαδικασίας διάχυσης της καθημερινής γνώσης της οποίας είναι ο πιο σημαντικός αναμεταδότης, συμβάλλει στην εικόνα που έχει ο πολίτης για το έγκλημα.
Η γνώση πραγματικότητας, η αξιολογική γνώση και η κανονιστική αποτελούν τις τρεις μορφές της. Στην πρώτη μορφή συναντάμε όλες εκείνες τις πληροφορίες για το εγκληματικό γεγονός καθώς και στοιχεία για τους θύτες και τα θύματα. Στην αξιολογική γνώση προσδιορίζονται οι κοινωνικοί επιθυμητοί στόχοι ( ή αντίστροφα απαξιώνονται οι μη επιθυμητοί). Τέλος, διαμέσου της κανονιστικής γνώσης προσδιορίζονται οι κοινωνικές προσδοκίες για τους αποδεκτούς τύπους συμπεριφοράς των πολιτών. Όλες οι παραπάνω μορφές της, σε συνδυασμό με τις προσωπικές εμπειρίες του καθενός, συντελούν στην εικόνα που έχει ο πολίτης για το έγκλημα. Εκεί πάνω δομούνται οι προκαταλήψεις, οι πεποιθήσεις και τα στερεότυπα.
Τα Μ.Μ.Ε. έχουν θεσπίσει δικά τους κριτήρια επιλογής πληροφοριών ως ειδήσεων, προκειμένου να διεγείρουν το ενδιαφέρον του κοινού, καταφεύγουν σε ορισμένες τεχνικές προσέλκυσης της προσοχής του και προσπαθούν να παρουσιάσουν ειδήσεις εντυπωσιακές και ασυνήθιστες. Κύριο χαρακτηριστικό των εντυπωσιακών ειδήσεων είναι η εκτροπή, η εξαίρεση και η παρέκκλιση από μια κοινωνική και φυσική κανονικότητα. Σημαντικά γνωστή είναι η υπόθεση R. Thompson & J. Venables, δύο παιδιών στο Liverpool τα οποία απήγαγαν και κακοποίησαν σε βαθμό ανθρωποκτονίας ένα μικρότερο αγόρι.
Φόβος του εγκλήματος και ανασφάλεια των πολιτών
Ο φόβος αποτελεί ένα αμυντικό, ψυχολογικό συναίσθημα που προκύπτει από την αξιολόγηση ενός πραγματικού ή πλασματικού κινδύνου ή απειλής και λειτουργεί ως μηχανισμός άμυνας του ανθρώπου. Πρόκειται για μία ψυχολογική κατάσταση ενός εν δυνάμει θύματος χωρίς όμως αυτό το συναίσθημα να έχει πραγματική αναφορά σε αυξημένους δείκτες εγκληματικότητας και θυματοποίησης μιας περιοχής. Τόσο ο φόβος του εγκλήματος όσο και το αίσθημα της ανασφάλειας φαίνεται πως είναι αρκετά περίπλοκα φαινόμενα, που εμπεριέχουν συναισθήματα όπως φόβο, ανησυχία, την αίσθηση της ευαλωτότητας, την αξιολόγηση του κινδύνου.
Τα επίπεδα εκδήλωσης του φόβου θυματοποίησης και εγκλήματος είναι δύο:
-το ατομικό, όπου οι μεταβλητές που επιδρούν στην εκδήλωση του φόβου του εγκλήματος είναι η ηλικία, το φύλο, το επάγγελμα, κ.α., και
-το συλλογικό – κοινωνικό επίπεδο εκδήλωσης του φόβου του εγκλήματος, όπου η κύρια μεταβλητή είναι το συναίσθημα της ανασφάλειας το οποίο ενισχύεται σημαντικά από το ρόλο των Μ.Μ.Ε., την εμπιστοσύνη στο κράτος και την αποτελεσματικότητα των θεσμών απονομής δικαιοσύνης (αστυνομία, δικαστήρια), τις περιβαλλοντικές συνθήκες (υποβαθμισμένες περιοχές), την αίσθηση του ευάλωτου στην περίπτωση απειλής, την αξιολόγηση του κινδύνου θυματοποίησης.
Τα Μ.Μ.Ε. προσφέρουν νοηματικά σχήματα που βοηθούν στην κατανόηση, επεξεργασία και κατασκευή της πραγματικότητας, διαμορφώνοντας μια κοινωνική μνήμη. Η σημαντικότερη, όμως, συνέπεια της περιγραφόμενης εγκληματικότητας από τα μέσα, αφορά τον φόβο της θυματοποίησης που δημιουργούν. Αυτό συμβαίνει γιατί οι αναφορές σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού και περιοχές που κρίνονται επικίνδυνες, συμβάλλουν στην περαιτέρω δημιουργία φόβου κι ανασφάλειας στο δεδομένο περιβάλλον, καθότι όσο περισσότερο απειλούμενοι και στιγματισμένοι νιώθουν οι κάτοικοι μίας περιοχής τόσο πιο επιθετικοί και απειλητικοί γίνονται. Οι συνέπειες του φόβου της θυματοποίησης είναι ιδιαίτερα σημαντικές αφού συνδέονται με τη μεταβολή του επιπέδου της ποιότητας ζωής των ανθρώπων. Η σπουδαιότητα των παραπάνω συνεπειών εκδηλώνεται με την υιοθέτηση συγκεκριμένων πρακτικών όπως για παράδειγμα τα μέτρα αποφυγής του κινδύνου θυματοποίησης ( π.χ. αποφυγή κυκλοφορίας γυναικών σε σκοτεινούς δρόμους αργά το βράδυ), ο εξοπλισμός των πολιτών με μέσα προστασίας ( π.χ. κάγκελα, συναγερμοί, οπλοκατοχή), η λήψη μέτρων αποκατάστασης των ζημιών (π.χ. ασφάλιση για ζημιές και κλοπές), η αποφυγή σύναψης σχέσεων με άτομα που ανταποκρίνονται στο στερεότυπο του εγκληματία κ.λ.π.. Με άλλα λόγια το ζήτημα του φόβου του εγκλήματος, γίνεται εξίσου σοβαρό πρόβλημα όσο η ίδια η εγκληματικότητα.
Πηγές:
Αχείμαστος, Μ., & Κομνηνού, Μ., (1996), «Η μορφολογία της ημερήσιας διάταξης των ειδήσεων: Τύπος και τηλεόραση στην Ελλάδα», στο: Παναγιωτόπουλος, Ρ., Ρηγοπούλου, Π., Ρήγου, Μ., Νοτάρης, Σ., (επιμ.), Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα Μ.Μ.Ε. – Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα.
Burguet, A., & Girard, F., (2006), «Πώς επεξεργαζόμαστε τις πληροφορίες των μέσων ενημέρωσης;», στο: μτφ. Λυμπεροπουλου, Α., Παπασταμου, Σ., (επιμ.), Κοινωνική ψυχολογία των Μ.Μ.Ε., εκδ.Ελληνικά γράμματα, Αθήνα.
Ζαραφωνίτου, Χ., (2002), Ο φόβος του εγκλήματος – Εγκληματολογικές προσεγγίσεις και προβληματισμοί με βάση την εμπειρική διερεύνηση του φαινομένου στο εσωτερικό της Αθήνας, Μελέτες Ευρωπαϊκής Νομικής Επιστήμης, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή.