Ο καλύτερος τρόπος για να παρέχουμε υποστήριξη είναι να είμαστε εκεί για τον άνθρωπο που τη ζητά. Προσφέρουμε την παρουσία μας, συνυπάρχουμε μαζί του, συναισθανόμαστε. Οι συμβουλές είναι δευτερεύουσες και, σε πολλές περιπτώσεις, περιττές.
Οι παράγοντες που προκαλούν άγχος είναι πολλοί. Ακόμη και θετικά γεγονότα ενδέχεται να βιωθούν ως στρεσογόνα (π.χ. γάμος, μετακόμιση, αποφοίτηση). Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να έχουμε στον νου μας πως ένα γεγονός δεν επιδρά το ίδιο σε όλους τους ανθρώπους. Ο τρόπος που επεξεργαζόμαστε τις πληροφορίες, το γενικότερο στυλ αντίδρασής μας στα προβλήματα (π.χ. προσέγγιση/πρόληψη ή αποφυγή), η ιδιοσυγκρασία μας, το κοινωνικό μας περιβάλλον και η στήριξη που ενυπάρχει σε αυτό, το οικονομικό υπόβαθρο, άλλοι στρεσογόνοι παράγοντες που μπορεί να μας επιβαρύνουν εκείνη την περίοδο, η κατάσταση της σωματικής μας υγείας, θα προσδιορίσουν τελικά την αντίδρασή μας στο γεγονός.
Καθώς λοιπόν κάθε άτομο είναι διαφορετικό και βιώνει με τον δικό του τρόπο τα προβλήματα που προκύπτουν, είναι συχνά δύσκολο να βρούμε έτοιμες λύσεις που να ταιριάζουν σε όλους. Ας δούμε την εξής υποθετική περίπτωση. Ένας μαθητής αγχώνεται για μια επικείμενη σημαντική εξέταση και δεν μπορεί να κοιμηθεί. Του υπενθυμίζετε πως, για να γράψει καλά αύριο, πρέπει να είναι ξεκούραστος. Παρόλο που το περιεχόμενο της συμβουλή σας δεν είναι εσφαλμένο, ενδέχεται η συμβουλή σας καθαυτή να προκαλέσει πρόσθετο άγχος. Η χρήση και μόνο του πρέπει στην αρχή της φράσης είναι προβληματική. Το άτομο δεν αγχώνεται μόνο για την εξέταση. Τώρα αγχώνεται και για την αϋπνία του.
Παραμένοντας στο συγκεκριμένη παράδειγμα, η μείωση του στρες μπορεί να επέλθει από αλλού. Η ψιλοκουβέντα και το χιούμορ ίσως αποσπάσουν τον άνθρωπο από τις σκέψεις του για το αγχογόνο γεγονός. Η επανάληψη για το μάθημα μία μέρα πριν την εξέταση μπορεί σε κάποιον να φαίνεται τρομακτική -κι αν ανακαλύψω κάτι που δεν ξέρω!-, σε έναν άλλον όμως μπορεί να λειτουργήσει επιβεβαιωτικά, μειώνοντας έτσι το άγχος.
Τις φορές που θέλουμε να βοηθήσουμε, οφείλουμε να σκεφτούμε πρώτα το ίδιο το άτομο και το πρόβλημα, να ακούσουμε, να συναισθανθούμε. Δεν χρειάζεται να σπεύσουμε αμέσως να βρούμε μια συμβουλή που ακούγεται «σωστή», «καλή», «ταιριαστή».
- «Μίλησέ μου, θα νιώσεις καλύτερα». Ο φίλος σας ίσως να μη θέλει να μιλήσει. Ίσως απλώς να σας χρειάζεται δίπλα του. Σκεφτείτε τον χαρακτήρα του – εκδηλώνει συχνά τα συναισθήματά του; Με ποιος τρόπους; Σκεφτείτε πώς αντέδρασε στο παρελθόν σε δύσκολες καταστάσεις.
- «Μην ανησυχείς. Θα βρεις άλλον καλύτερο». Στην αντίληψη του/της μπορεί να μην υπάρχει άλλος καλύτερος. Ίσως είναι πολύ νωρίς ακόμη για να αξιολογήσει αντικειμενικά την προσκόλληση.
- «Πρέπει να ηρεμήσεις». Προσοχή. Οι προτροπές που αρχίζουν με πρέπει ενδέχεται να ενισχύσουν την αδυναμία του ατόμου που αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Ένα άνθρωπος, άλλωστε, που καταλαβαίνει ότι προσπαθείτε να τον ορίσετε, είναι πιθανόν να μη σας εμπιστευτεί.
- «Εγώ στη θέση σου θα έκανα…» Ο φίλος σας και εσείς διαφέρετε στους τρόπους που αντιμετωπίζετε καταστάσεις.
- «Ξέρω πώς νιώθει». Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και επεξεργάζεται την πραγματικότητα με τους δικούς του τρόπους. Μη θεωρείτε δεδομένο πως ο φίλος σας θα νιώσει όπως εσείς, ακόμη κι αν αντιμετωπίζει παρόμοια συνθήκη.
Ο καλύτερος τρόπος για να προσφέρουμε στήριξη είναι να είμαστε εκεί για τον άνθρωπο που τη ζητά. Βοηθά περισσότερο να ακούμε παρά να συμβουλεύουμε, να δεχόμαστε τη συναισθηματική κατάσταση του ατόμου παρά να προσπαθούμε να την απορρίψουμε. «Έλα, μην αγχώνεσαι». «Πώς κάνεις έτσι»… Ακυρώνοντας το συναίσθημά, αυτόματα απομακρυνόμαστε από αυτόν. Επιτρέψτε του να είναι θυμωμένος, αγχωμένος, στεναχωρημένος, προσπαθήστε να καταλάβετε πώς αισθάνεται.
Όλα αυτά δεν υπονοούν πως θα μείνουμε αμίλητοι απέναντι στο άτομο, ούτε πως θα μιμηθούμε τον ρόλο ενός επαγγελματία ψυχοθεραπευτή. Σκοπός είναι να μη σπεύδουμε εκ των προτέρων να ανασύρουμε από τη μνήμη μας συμβουλές/λύσεις, που είτε συνιστούν κοινοτυπίες είτε είχαν βοηθήσει εμάς τους ίδιους στο παρελθόν. Ακούμε, είμαστε ανοιχτοί στο συναίσθημα και την εμπειρία του ατόμου, συζητάμε. Έτσι, μία συμβουλή που τελικά μας έρθει στον νου να είναι ίσως πράγματι ωφέλιμη για τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Από την άλλη, αν είμαστε ανίκανοι να συμβουλεύσουμε, τότε δεν πιεζόμαστε να το κάνουμε. Η υποστήριξη και η παρουσία μας για ένα άτομο που αντιμετωπίζει δυσκολίες μπορεί να είναι από μόνη της αρκετή. Σαφώς, το είδος του προβλήματος αλλά και το ίδιο το άτομο που το αντιμετωπίζει (π.χ. είναι ενήλικας, έφηβος ή παιδί;) θα προσδιορίσουν την αντίδρασή μας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η γνήσια παρουσία και η ενσυναίσθηση βοηθούν.