Φαντάσου ότι είσαι σε μια συνέντευξη για δουλειά. Ο πιθανός μελλοντικός εργοδότης σου είναι τυπικός, ωστόσο βγάζει μια εχθρικότητα και σου δημιουργεί μια ανεξήγητη δυσφορία. Εσύ αγχώνεσαι, παίρνεις μια αμυντική στάση και σε λούζει κρύος ιδρώτας. Είσαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να προσληφθείς. Την επόμενη μέρα, έχεις συνέντευξη σε μια διαφορετική εταιρεία και έρχεσαι αντιμέτωπος με έναν εξίσου τυπικό εργοδότη, που όμως έχει έναν πιο θερμό τόνο φωνής, χαμογελάει περισσότερο και χρησιμοποιεί περισσότερες χειρονομίες. Νιώθεις πως τα πήγες καλύτερα και φεύγεις ευδιάθετος. Και οι δύο εργοδότες ήταν τυπικοί, έκαναν παρόμοιες ερωτήσεις και οι πιθανότητες να προσληφθείς είναι οι ίδιες. Τι είναι αυτό που αλλάζει όμως; Τι είναι αυτό που σε κάνει να πιστεύεις ότι τα πήγες καλύτερα στη δεύτερη; Η συναισθηματική επιδεκτικότητα σου.
Η συναισθηματική επιδεκτικότητα είναι η αυτόματη τάση να μιμούμαστε και να συγχρονίζουμε τις εκφράσεις του προσώπου, τον τόνο της φωνής, την στάση του σώματος και τις κινήσεις μας με αυτές κάποιου άλλου και έτσι να συγκλίνουμε συναισθηματικά. Με άλλα λόγια, είναι η δυνατότητα να “πιάνουμε” τα συναισθήματα των άλλων με βάση τόσο λεκτικά όσο και μη λεκτικά ερεθίσματα. Τα ερεθίσματα που λάβαμε από έναν απόμακρο και έναν περισσότερο φιλικό εργοδότη είχαν άμεσο αντίκτυπο στην δικιά μας ψυχολογία και διάθεση αλλά και στην αντίληψη που δημιουργήσαμε για την έκβαση της συνάντησης, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν αντικειμενικές ενδείξεις για να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο.
Το φαινόμενο της συναισθηματικής επιδεκτικότητας στηρίζεται κυρίως στην αλληλεπίδραση των συναισθημάτων πομπού και δέκτη και είναι ένα φαινόμενο με πολλά επίπεδα: το ερέθισμα που αποστέλλεται από τον πομπό επιδρά σε έναν ή πολλούς αποδέκτες και παράγει ίδια ή συμπληρωματικά συναισθήματα αλλά και παρόμοιες εκφράσεις, νευροφυσιολογικές αλλαγές και δραστηριότητα αυτόνομου κεντρικού νευρικού συστήματος (Hatfield, 1994).
Ο καθένας ποικίλλει στο βαθμό που είναι ευαίσθητος στο κατά πόσο τα συναισθήματα και οι συμπεριφορές των άλλων επιδρούν στα αντίστοιχα δικά του, όμως όλοι βιώνουμε αυτό το φαινόμενο καθημερινά έστω και λίγο, καθώς μπορεί να επηρεάσει τόσο συνειδητό όσο και ασυνείδητο επίπεδο. Η γκρίνια ενός συναδέλφου, ο ενθουσιασμός ενός φίλου, αλλά ακόμα και συναισθήματα όπως η οργή και ο θυμός κάποιου αγνώστου μπορούν να μας προκαλέσουν παρεμφερή στάση εν αγνοία μας. Σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία παίζει η μίμηση των στάσεων των άλλων στην προσπάθεια μας να ενταχθούμε σε μια ομάδα ή να κερδίσουμε την εύνοια κάποιου, μιμούμενοι τις εκφράσεις και τη συμπεριφορά του. Αυτό που δεν παρατηρούμε συνήθως σε ανάλογες καταστάσεις είναι ότι η μίμηση τροποποιεί άμεσα και την δικιά μας διάθεση με ότι θετικό ή αρνητικό αυτό αποφέρει.
Η αυτόματη πολλές φορές λειτουργία της συναισθηματικής επιδεκτικότητας την καθιστούν ένα αρκετά ενδιαφέρον θέμα που έχει εγείρει εδώ και καιρό το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας. Οι προοπτικές και ερμηνείες που προσφέρει μας δίνουν την ευκαιρία να ψάξουμε βαθύτερα τους μηχανισμούς που συντηρούν και τροποποιούν τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις (ακόμα και στο εργασιακό ή κοινοτικό πεδίο) αλλά και να εντοπίσουμε τις εξωγενείς επιρροές που αλλάζουν την διάθεση μας κάθε λεπτό της ημέρας, καθιστώντας μας έτσι ικανούς να τις ελέγξουμε στον βαθμό που η συνείδηση μας το επιτρέπει.