Ο Χρήστος Παπαδόπουλος, γεννήθηκε το 1988 στην Κομοτηνή. Λέει το βιογραφικό του. Εγώ τον ξέρω όμως απλά σαν Χρήστο. Γιος του αδερφού της μαμάς μου. Πρώτος μου ξάδερφος κοινώς. Σχεδόν σε όλες μου τις παιδικές αναμνήσεις ήταν παρών. Στο σχολείο, στο σπίτι, σε χαρές και σε λύπες. Σε γενέθλια, με την “μεθυσμένη” τούρτα της γιαγιάς που έβαζε πολύ ρούμι και δεν τρωγόταν. Σε όλα. Στο Πανεπιστήμιο, κάπου τον έχασα. Όταν η θεία μου μας είπε ότι θα συμμετείχε σε θεατρική παράσταση δεν μου έκανε εντύπωση.
Πάντα το είχε ο άτιμος, το λέγειν. Δίδυμος στο ζώδιο, βλέπετε. Ζώδιο του αέρα. Της καλλιτεχνικής φύσης. Όταν τον είδα, σε θεατρική παράσταση, έκλαψα. Όσοι δεν τον έχετε δει ακόμη, χάνετε. Ειλικρινά. Παρότι είναι famous ο ξάδερφος μου, πλέον, εγώ θα συνεχίσω να τον θυμάμαι ως τον μικρό μου ξάδερφο, που έτρωγε καρπούζι στην θάλασσα και που αργότερα μου έμαθε να παίζω Crush Bandicoot στο PlayStation του. Keep shining, little cousin.
Επιμέλεια συνέντευξης: Συκάκη Όλγα
Σε ευχαριστούμε για την τιμή που μας κάνεις. Πες μας λίγα λόγια για τον εαυτό σου για να σε γνωρίσουμε καλύτερα.
Γεννήθηκα και έζησα τα πρώτα μου 18 χρόνια στην Κομοτηνή, θέλοντας από πάντα να γίνω μουσικός, αφού μεγάλωνα ακούγοντας την αδερφή μου να παίζει Σοπέν και Μπαχ στο πιάνο. Στην εφηβεία με κέρδισαν τα κιθαριστικά σόλο των Scorpions, των Metallica και των Pink Floyd (όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά προτίμησης) και άρχισα να φοράω μαύρα μπλουζάκια με μέταλ στάμπες και να γρατζουνάω ό,τι κιθάρα βρω μπροστά μου. Αργότερα στη Θεσσαλονίκη στο πανεπιστήμιο κατά τη διάρκεια της φοιτητικής μου ζωής από τα εντεχνάδικα, και τα πανκ, πέρασα στο σέρβις, στα ντιτζεϊλίκια. Κατέληξα στη θεατρική ομάδα «Πέρα Δώθε» και μετά στο θεατρικό εργαστήρι Αβέρτο. Βρήκα δουλειά στο θέατρο. Θα τα πω και παρακάτω!
Από το Πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης στο θεατρικό σανίδι. Ήθελες πάντα να ασχοληθείς με το θέατρο;
Μεσολάβησε και μια ενδιάμεση φάση στην Πληροφορική Θεσσαλονίκης γιατί το Πολυτεχνείο μου έπεσε κάπως βαρύ… Ποτέ μα ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι θέλω να το κάνω αυτό στη ζωή μου. Πιο πολύ με έβλεπα με μια κιθάρα κρεμασμένη στο λαιμό μου μέχρι τα γεράματα, παρά πίσω από μια κουΐντα να μετράω τα δευτερόλεπτα να μπω, έχοντας μάθει απ’ έξω ένα σωρό λόγια. Είχα πάντα αυτή την αφελή αντίληψη για τη θεατρική διαδικασία. Χρόνια μετά συνειδητοποίησα ότι η εκμάθηση κειμένου ήταν το εύκολο κομμάτι της δουλειάς… Ευγνωμονώ τους δύο δασκάλους μου στα πρώτα μου βήματα, τον Δαμιανό Κωνσταντινίδη και τον Βαγγέλη Οικονόμου. Χωρίς αυτούς τους δυο, τη συμβουλή και την εμπιστοσύνη τους, πολύ πιθανό να τα είχα παρατήσει από νωρίς.
Ποια ήταν η πρώτη σου θεατρική παράσταση και τι συναισθήματα ένοιωσες;
Το καλοκαίρι του 2013, οι πλανήτες ευθυγραμμίστηκαν και οι μουσικές – κυρίως – ικανότητές μου κρίθηκαν χρήσιμες για την παράσταση «Κάτω από το Γαλατόδασος» του Ντ. Τόμας από τον σκηνοθέτη κ. Δαμιανό Κωνσταντινίδη. Ήταν η πρώτη μου ακρόαση, πήγα πολύ χύμα. Σαν να λέμε, «είδα φως και μπήκα». Είχα την τύχη και τη χαρά να με επιλέξει για έναν από τους 65 (!) ρόλους του έργου, ένας εξ αυτών ο αγαπημένος μου Αιδεσιμότατος Ελάι Τζένκινς. 4 μήνες με «πατούσε κάτω» ο Δαμιανός, μέχρι να πειθαρχήσω στα βασικά της σκηνικής λειτουργίας, στο λόγο, στην στοχευμένη και καθαρή κίνηση, στο ρυθμό και στον ήχο που δομούν την ατμόσφαιρα, τη συγκίνηση και τη μετακίνηση στο θεατή. Πολύτιμα μαθήματα, πολύ άγχος και ζόρι, αλλά και μια λαχτάρα να γίνομαι κάθε μέρα «καλύτερος». Είχα την τύχη, βέβαια, να δουλέψω με μια ομάδα εξαιρετικών ηθοποιών που μου έδιναν κίνητρο και κουράγιο για όλα αυτά.
Έχεις παίξει σε πολλές θεατρικές παραστάσεις. Ποια είναι για σένα η καλύτερη εμπειρία;
Έχω σταθεί πολύ τυχερός όλα αυτά τα χρόνια, να δουλεύω με ομάδες που καταλήγουμε να αγαπιόμαστε, να γινόμαστε φίλοι, να μιλάμε ακόμη και χρόνια μετά για όσα περάσαμε κλπ. Χωρίς να θέλω να αδικήσω καμία από τις παραγωγές που έχω συμμετάσχει, όμως θα ξεχωρίσω την παράσταση «Ερκουλίν Μπαρμπέν: οι αναμνήσεις ενός ερμαφρόδιτου». Ανέβηκε το 2019 στη Θεσσαλονίκη, σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη και μουσική Κωστή Βοζίκη. Αυτό το κείμενο και η προετοιμασία του μου έδωσαν την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με την αθέατη και σχεδόν απροσπέλαστη έως τότε θηλυκή πλευρά μου, που είχα τόσο ανάγκη τελικά.
Πως προέκυψε η συνεργασία με το ΚΘΒΕ;
Το ΚΘΒΕ, για κάθε Σαλονικιό ηθοποιό και όχι μόνο, αποτελούσε πάντα μια άγκυρα. Καλλιτεχνική και οικονομική, καθώς παρείχε κάποια σταθερότητα. Έτσι, οι ακροάσεις που ανακοίνωνε ήταν μέσα στις προτεραιότητές μου, όσο δούλευα στη Θεσσαλονίκη. Μετά από 2-3 προσπάθειες που δεν καρποφόρησαν, η Ελένη Ευθυμίου μου εμπιστεύτηκε το ρόλο του Στρατή στην παράσταση «Η Μεγάλη Πλατεία» του Ν. Μπακόλα το 2019. Μια σπουδαία παράσταση για την ιστορία της Θεσσαλονίκης, στις αρχές του αιώνα, που απόλαυσα σε κάθε της στάδιο. Από τις πρώτες πρόβες μέχρι τις τελευταίες παραστάσεις. Δυστυχώς μας βρήκαν καταμεσής της χρονιάς κάποιες ξενέρωτες «αναταράξεις» των άνω στρωμάτων του ΚΘΒΕ σε συνδυασμό με τον COVID-19 όπου ήταν ένα δυνατό κοκτέιλ αναταραχής. Έτσι η παράσταση δεν κατάφερε να ολοκληρώσει –ως άξιζε- το όμορφο ταξίδι της.
Ποιοι είναι οι Eli & the Portraits;
Είναι το «δωματιάκι» της προσωπικής μου μουσικής δημιουργίας και ψυχοθεραπείας! Το μουσικό πρότζεκτ των Eli & the Portraits γεννήθηκε το 2017, σε μορφή live, όπου και ξεκίνησα –σε θεατρικούς χώρους κυρίως- να παίζω τα τραγούδια που έγραφα. Έβαζα ενδιάμεσα αφηγήσεις ιστοριών για έναν φανταστικό χαρακτήρα, τον Ελάι, όλα στην αγγλική γλώσσα που πάντα αγαπούσα, είτε κινηματογραφικά είτε λογοτεχνικά. Παρόλο που τις ιστορίες του τις σκαρφίζομαι εγώ, ο χαρακτήρας αυτός του Ελάι προέρχεται από το προαναφερθέν έργο «Κάτω από το Γαλατόδασος» του Ντ. Τόμας, που ουσιαστικά είναι ο πρώτος μου ρόλος στο επαγγελματικό θέατρο. Οι Eli & the Portraits είναι κοινώς μια σύμπραξη μεταξύ ανθρώπων που αγαπούν τη μουσική και τις ιστορίες για αγρίους και ερημιές, και όσο ο χρόνος το επιτρέπει, θα συναντιούνται μέσα σε ανήλιαγα δωμάτια και θα συνδημιουργούν.
Εκτός από την πληθώρα θεατρικών και μουσικών παραστάσεων, συμμετέχεις και στην τηλεοπτική σειρά «Αυτή η Νύχτα Μένει». Πως προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Μέσω αγαπημένου συναδέλφου στη «Νύχτα», ο οποίος γνώριζε πως η σειρά έψαχνε για ηθοποιό που παίζει κιθάρα και τραγουδάει. Ήρθα σε επαφή με την παραγωγή και μετά από διαδικασία ακρόασης, βρέθηκα ξαφνικά στο Αγρίνιο, με αφεντικό τον Βασίλη τον Μπισμπίκη και πρώτη τραγουδίστρια την Άννα Μάσχα! Μεγάλη μου η χαρά για αυτή τη συμμετοχή, και τρέλα για τα 80s που τόσο ήθελα, αλλά δεν πρόλαβα να ζήσω. Αν και λένε ότι τα 80s στην Ελλάδα ήρθαν τη δεκαετία του ’90, οπότε κάτι είδα τελικά!
Θα γίνω τολμηρή και θα ρωτήσω. Θέατρο ή τηλεόραση;
Μπορώ να επιλέξω μουσική και να τα αφήσω και τα δύο παραπονεμένα; Όχι, εντάξει, θα διαλέξω: θέατρο. Η διαδικασία των προβών, η διαχείριση της ενέργειας, το αίσθημα πριν και μετά την παράσταση, η γεωμετρία και η μουσικότητα στη θεατρική σκηνή είναι για εμένα άξονες δουλειάς που με κάνουν να νιώθω ζωντανός. Άνθρωπος, «σακί με γιαούρτι» για να παραφράσω και τον Μυριβήλη. Αδειάζω, αφαιρώ τα περιττά, αποδέχομαι εαυτόν και υπάρχω μέσω του άλλου. Στα τηλεοπτικά γυρίσματα, ας πούμε ακόμη δεν «το έχω βρει».
Είναι ένας χώρος που φέτος συναντώ για πρώτη φορά και συχνά ακόμη αισθάνομαι ξένος, ενίοτε υποβιβασμένος και –αδίκως- μονίμως σε ένταση, δυστυχώς. Δεν ξέρω αν –όπως λένε οι Τρύπες- «πονάει πάντα η πρώτη φορά» ή «πονάει για πάντα η πρώτη φορά» αλλά είναι κρίμα, στο βωμό της ταχείας παραγωγής, να ολισθαίνει τόσο το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα όσο και η μεταξύ μας συνύπαρξη σε αυτόν τον χωρο-χρόνο δημιουργίας. Ίσως χρειάζομαι λίγο ακόμη χρόνο στην Αθήνα και άλλη μια ή δυο χρονιές στην τηλεόραση για να αλλάξω γνώμη. Ίσως αρχίσω να το απολαμβάνω πραγματικά ή να φτάσω τελικά στο πολύ δυσάρεστο συμπέρασμα το οποίο έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι δεν θα υιοθετήσω ποτέ: το «έτσι είναι, έτσι πάει».
Τι νοιώθεις όταν σβήνουν τα φώτα της παράστασης;
Πείνα!
Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;
Καλύτερα να μην τα πω για να μη γελάσει κι ο θεός κι ο Κοέλιο και το σύμπαν και το παρδαλό κατσίκι μαζί! Θα τολμήσω παρόλα αυτά να υποσχεθώ στον εαυτό μου να βρω χώρο και χρόνο για τη μουσική μου και τους ανθρώπους που την πλαισιώνουν στους Eli & the Portraits. Το έχουμε αφήσει αρκετά στην άκρη για αρκετό καιρό και enough is enough, που λένε και οι Άγγλοι, με το κυνήγι της επιβίωσης. Πάμε να φτιάξουμε κάτι μαζί επιτέλους, ελεύθεροι κι ωραίοι, να πούμε ιστορίες «για νέες ήττες, για νέες συντριβές»!
*Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους φωτογράφους Στέφανος Σάμιος, Δημήτρης Τσιρόπουλος, Βαγγέλης Μακρυγιάννης και Στέλλα Τουμπέλη για τις υπέροχες φωτογραφίες.*