Η συγγραφέaς του μυθιστορήματος «Ο λύκος μένει σπίτι» μιλά στο MaxMag.
Η Έλενα Μπολονάση είναι δικηγόρος – εγκληματολόγος, πτυχιούχος του τμήματος Νομικής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στην Εγκληματολογική Ψυχολογία (Università di Novedrate) και επιμόρφωση στη Δικαστική-Ψυχιατροδικαστική Ψυχολογία (ΕΚΠΑ). Αποφοίτησε, επίσης, από το Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ. Είναι καθηγήτρια στο αγγλόφωνο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Forensic Psychology του Πανεπιστημίου του Derby (Mediterranean College).
Η Έλενα Μπολονάση διδάσκει «Εγκληματολογία», «Ανακριτική», «Ποινικό Δίκαιο», «Έγκλημα και Διαταραχές Προσωπικότητας», «Πνευματική Ιδιοκτησία και Συγγενικά Δικαιώματα» και «Δίκαιο Ανηλίκων» στην Tabula Rasa. Έχει ασχοληθεί με τηλεοπτικό, αστυνομικό ρεπορτάζ και αρθρογραφία πολιτιστικού περιεχομένου σε συνεργασία με γνωστές ιστοσελίδες. Έχει τιμηθεί από την Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδας με 1ο και 3ο Βραβείο για τα σενάριά της και από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών για το αστυνομικό μυθιστόρημα Ο λόφος του Ερνιόν. (πηγή: psichogios.gr)
Η Έλενα Μπολονάση μας μίλησε για τη ζωή της, την ίδια, αλλά φυσικά και για το καθηλωτικό μυθιστόρημά της που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Έχετε σπουδάσει Νομική, αλλά και Ελληνική Φιλολογία. Ποιο ήταν το κίνητρό σας να “κυνηγήσετε” δύο εκ διαμέτρου αντίθετους δρόμους σπουδών;
Από πολύ μικρή ηλικία θαύμαζα τους δασκάλους μου. Η ιδέα της μετάδοσης γνώσης με ενθουσίαζε πάντα. Γέμιζα το δωμάτιό μου καρέκλες, έβαζα επάνω κούκλες και ανάγκαζα τον αδερφό μου να υποδύεται τον μαθητή μου. Μετά τη Φιλολογία, αποφάσισα να ασχοληθώ με τη Νομική. Η αγάπη για την τέχνη του λόγου, τη ρητορική και ένα πολύ ισχυρό αίσθημα δικαίου με οδήγησαν στη δικηγορία.
Η ενασχόλησή σας με το αστυνομικό ρεπορτάζ σας έχει προσφέρει υλικό ή έμπνευση για τη συγγραφή του «Ο λύκος μένει σπίτι»;
Οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μας, μπορεί να προσφέρει συγγραφική έμπνευση. Επηρεάζομαι βαθιά από τα ειδεχθή εγκλήματα που συμβαίνουν γύρω μας, πόσο μάλλον όταν τα θύματα είναι παιδιά. Έχω ασχοληθεί με το αστυνομικό ρεπορτάζ, αλλά και μέσα από τη διδασκαλία της Εγκληματολογίας και την άσκηση της δικηγορίας, η μελέτη και η ανάλυση πραγματικών υποθέσεων, όχι μόνο προσφέρει υλικό, αλλά και προσδίδει τον απαραίτητο ρεαλισμό στην παρουσίαση του θύτη, του θύματος και των αντιδράσεων της κοινωνίας στο έγκλημα.
Πως ξεκίνησε η σύλληψη της ιδέας για το «Ο λύκος μένει σπίτι»;
Το βιβλίο «Ο λύκος μένει σπίτι» γεννήθηκε ως ιδέα όταν προετοιμαζόμουν για τη διδασκαλία του μαθήματος «Ανήλικοι δράστες- ανήλικα θύματα». Τότε ήταν που δημιουργήθηκε η ανάγκη να δώσω φωνή σε όλα τα παιδιά που έχουν στερηθεί όσα θα έπρεπε να είναι αυτονόητα: τη φροντίδα, την παρουσία, την ασφάλεια. Κι όχι μόνο έχουν στερηθεί, αλλά αναγκάστηκαν να δώσουν μάχες για να επιβιώσουν ενάντια σε «λύκους», μάχες άνισες. Έτσι, δημιουργήθηκαν οι ιστορίες πέντε πρωταγωνιστών, που βρέθηκαν σε ένα ορφανοτροφείο κολαστήριο και παλεύουν να επιβιώσουν.
Το «Ο λύκος μένει σπίτι» δυστυχώς είναι πιο επίκαιρο από ποτέ, δεδομένης της σκληρής επικαιρότητας. Πώς πιστεύετε ότι θα επηρεάσει αυτό το αναγνωστικό κοινό;
Ο αναγνώστης είναι πρώτα από όλα πολίτης μιας κοινωνίας που αυτή τη στιγμή έρχεται αντιμέτωπη με ένα φαινόμενο παθογένειας, το οποίο σίγουρα υπήρχε πάντοτε. Πλέον, όμως, τέτοια περιστατικά παίρνουν τον δρόμο της δικαιοσύνης και βγαίνουν στο φως. Διαβάζοντας το βιβλίο «Ο λύκος μένει σπίτι», ο αναγνώστης μπορεί να βρει απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα που αναπόφευκτα εγείρονται όταν κανείς έρχεται αντιμέτωπος με τέτοια φαινόμενα. Τι θα απογίνει ένα παιδί που έχει βιώσει απόρριψη και κακοποίηση κάθε μορφής; Πώς εξελίσσεται ως ενήλικας; Τελικά κάποιος γεννιέται εγκληματίας ή γίνεται;
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας χαρακτήρας από το «Ο λύκος μένει σπίτι»;
Ο καθένας από τους χαρακτήρες έχει στοιχεία που αγαπώ και είναι δύσκολο να ξεχωρίσω έναν. Ο Στέλιος, ο Βασίλης, η Άννυ, ο Σταύρος, η Ειρήνη είναι ήρωες που θα μπορούσαν να είναι πραγματικοί. Ακόμα και τους σκοτεινούς πρωταγωνιστές, μπορώ να πω πως «αγαπώ να τους μισώ» κι αυτό τους κάνει ιδιαίτερους. Αδυναμία έχω σε εκείνους που, με κάποιο τρόπο, αποκαθιστούν τη δικαιοσύνη, έχουν υψηλή ενσυναίσθηση και ακολουθούν πάντα την καρδιά τους. Δε θα προδώσω ποιοι είναι, θα σας προσκαλέσω να τους ανακαλύψετε.
Πόσο εύκολο ή δύσκολο σας ήταν ψυχολογικά να γράψετε μια ιστορία που πραγματεύεται τόσο σκληρά πράγματα, όπως η βία κατά των παιδιών;
Δεν είναι εύκολο, είναι σκληρό και επώδυνο. Η τέχνη όμως μπορεί να γίνει το όχημα να κατανοήσουμε όσα συμβαίνουν γύρω μας και, μέσα από σκληρές αλήθειες, να αναδείξει και τρόπους αντιμετώπισής τους. «Ο λύκος μένει σπίτι» είναι μια ιστορία που έχει ένα βαθιά αισιόδοξο μήνυμα, φωτίζοντας τη σπουδαιότητα προστασίας της παιδικής ηλικίας για να κλείσει ο φαύλος κύκλος της βίας.
Ποιο σημείο της ιστορίας είναι το αγαπημένο σας;
Είναι αρκετά σημεία που, όσες φορές και να ξαναδιαβάσω, με συγκινούν. Τα παιδιά αυτά, αν και έχουν στερηθεί την αγάπη πολύ νωρίς στη ζωή τους, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα και τρυφερά. Ξεχωρίζω ένα από τα αστεία κομμάτια της ιστορίας, όπου τα παιδιά συσπειρώνονται και καταστρώνουν ευρηματικά σχέδια απέναντι σε έναν κοινό εχθρό, που φτάνει στο ορφανοτροφείο. Είναι από τις στιγμές που η παιδική αθωότητα είναι αφοπλιστική, σπαρταριστή και ξεχειλίζει αγάπη, νοιάξιμο και ενδιαφέρον.
Στο βιβλίο σας υπάρχουν χαρακτήρες που βρίσκονται στη σωστή πλευρά της ιστορίας, αλλά και χαρακτήρες που οι ίδιοι δημιούργησαν τη σκληρή ιστορία. Για εσάς, ως συγγραφέα, ήταν εύκολο ή δύσκολο να αναπτύξετε ταυτόχρονα αυτές τις δύο διαφορετικές κατηγορίες χαρακτήρων;
Είναι δύσκολο, όμως η σύγκρουση είναι αυτή που γεννά την πλοκή. Οι πιο δυνατές ιστορίες δημιουργούνται όταν οι ήρωες συναντούν εμπόδια, αντιμετωπίζουν δυσκολίες, αγωνίζονται. Έτσι μόνο δημιουργείται στον αναγνώστη ταύτιση, ανάγκη να τους ακολουθήσει και να τους αγαπήσει. Τους έχω «βασανίσει» τόσο τους ήρωές μου, που φωτίζονται και ξεδιπλώνονται οι πιο όμορφες πλευρές τους. Στο τέλος επέρχεται η κάθαρση, μια εξισορρόπηση που είναι λυτρωτική.
Διαβάστε περισσότερα για το βιβλίο «Ο λύκος μένει σπίτι» εδώ.