Η Έρση Σωτηροπούλου δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Το αναγνωστικό κοινό την έχει διακρίνει ως τη συγγραφέα του απέριττου λόγου. Στα κείμενά της οι λέξεις εξυπηρετούν μόνο το νόημά τους, ενώ τα σημεία στίξης ανασαλεύουν όπου χρειάζεται τη σιγή του γραπτού λόγου. Αυτή είναι μια λειτουργία της γλώσσας μοναδική, με έντονη ποιητική χροιά, που προσφέρει απλόχερα στον αναγνώστη τη χαρά της απόλαυσής της.
Ένα σχήμα λύπης. Ακίνητο. Λίγο πάνω από το πάτωμα. Διάφανο αλλά συμπαγές. Ένα μόρφωμα που αιωρείται ασάλευτο μέσα σ` ένα δωμάτιο που είχες χρόνια να πατήσεις και όπου μάλλον δεν θα ξανάρθεις ποτέ.
Tyranium, Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα, Εκδόσεις Πατάκη, σελ., 160
Επιμέλεια συνέντευξης για το MAXMAG: Άννα Ρω
Ενότητα πρώτη: Γνωριμία με τη συγγραφέα Έρση Σωτηροπούλου
Με ποιο σημείο στίξης θα ταυτίζατε το κυριότερο χαρακτηριστικό σας;
Κάτι με τραβάει στην τελεία γιατί είναι άφοβη και δεν κάνει παζάρια, αλλά και κάτι με απωθεί. Μια τελεία πέφτει σαν μικρός θάνατος. Οι εποχές της ζωής μας που αλλάζουν, οι μεγάλοι έρωτες και οι φιλίες, τα πάθη μας που σιγοκαίνε και φουντώνουν πάλι, όλα έχουν ένα τέλος κι αυτό το σημαδάκι όταν μπαίνει είναι συχνά οδυνηρό. Από την άλλη το κόμμα είναι ασταθές, μπορείς να το αφαιρέσεις. Έχει κάτι υποκριτικό γιατί ενώ υποκλίνεται σου κόβει τη φόρα, σπάει τη ροή της αφήγησης. Μερικοί έχουν βουλιμία με τα κόμματα. Μεγάλο λάθος γιατί μπορεί να ισοπεδώσουν ένα ωραίο κείμενο. Όσο για το θαυμαστικό, ούτε με σφαίρες. Έχουν καταντήσει επιδρομή ακρίδων τελευταία. Μόνο το ερωτηματικό μένει. Άλλωστε αυτός είναι ο ρόλος μου ως συγγραφέα, να θέτω ερωτήματα. Αν πλάσαρα απαντήσεις, θα υποτιμούσα αυτούς που με διαβάζουν. Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός με τη δική του εξυπνάδα και φαντασία. Αν θελήσω να τον πείσω ότι αυτό είναι και μόνον έτσι είναι, τον ακρωτηριάζω. Η αλήθεια ποτέ δεν βρίσκεται σ’ αυτό που φαίνεται σε πρώτη ματιά. Κάποιος που διαβάζει τα βιβλία μου έρχεται συχνά αντιμέτωπος με πλευρές του δικού του ψυχισμού που έχει αγνοήσει. Για μερικούς αναγνώστες μου το αποτέλεσμα είναι απελευθερωτικό. Γλιστρώντας στην κρυφή ζωή του ηρώων (που φαινομενικά δεν έχει καμμιά σχέση με τη δική τους ζωή) παρακολουθώντας τις μεταπτώσεις και την αγωνία τους, τη λυσσαλέα αναζήτηση αποδοχής, τον φόβο της απόρριψης, τη δίψα για αγάπη και βλέποντας τελικά ένα φοβισμένο ζωάκι στη θέση του αγριεμένου λύκου, αναγνωρίζουν σιγά σιγά δικές τους πτυχές και επιθυμίες που έχουν καταπνίξει.
Εσείς και η λευκή σελίδα…Ένας νέος κόσμος έρχεται. Περιγράψτε μας το πλάνο.
Μπορώ να γράψω σαν γέρος, σαν άντρας, σαν παιδί, σαν κωφάλαλος, σαν γυναίκα και σαν ζόμπι κι όλες τις φορές αναπνέω μαζί μ’ αυτά τα πρόσωπα, μπαίνω στο πετσί τους. Αλλά αυτό χρειάζεται προσπάθεια, δεν έρχεται έτοιμο. Κάθε ξεκίνημα είναι μια βουτιά στα τυφλά. Το γράψιμο ενός βιβλίου είναι μια περίοδος μαθητείας που μπορεί να κρατήσει καιρό. Το μυθιστόρημα «Τι μένει από τη νύχτα» μου πήρε έξι χρόνια. Για να αντέξω αυτή τη δοκιμασία πρέπει κι εγώ η ίδια να ανακαλύπτω γράφοντας, πρέπει να εκπλήσσομαι. Αν τα ήξερα όλα από την αρχή, πώς θα εξελιχθούν οι ήρωες, ποια κατεύθυνση θα πάρει η πλοκή κλπ. η περιπέτεια δεν θα άξιζε. Η συγγραφή είναι μια κλειστοφοβική κατάσταση με καλές και άχαρες στιγμές. Υπάρχουν μαγικές μέρες που γράφω σαν να οδηγώ διαστημόπλοιο στο σύμπαν. Η μια πρόταση κυλάει μετά την άλλη, η ιστορία γράφεται μπροστά στα μάτια μου και ταυτόχρονα, το πιο σημαντικό, ξέρω πως αυτό που γράφω είναι αληθινό, είναι δίκαιο, ότι δεν υπάρχει προσποίηση, τίποτα περιττό. Και ξαφνικά μπουμ… Δέκα σελίδες πιο κάτω βαράω τον πάτο του πηγαδιού. Νύχτες αφόρητες όπου όλα μένουν στάσιμα, ούτε καν στάσιμα, βαλτωμένα και θέλω να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο.
Είναι άραγε η ανάγνωση & συγγραφή ένας από τους δρόμους προς την αυτογνωσία;
Μερικοί παραλληλίζουν το γράψιμο με την ψυχανάλυση. Πράγματι όταν γράφουμε ανασύρονται στην επιφάνεια μνήμες χαμένες, κάποια επεισόδια φωτίζονται, άλλοτε τραύματα της παιδικής μας ηλικίας μπορούν να βρουν μια εξήγηση, αλλά ως εκεί. Δεν υπάρχουν άλλες ομοιότητες. Η αυτογνωσία και μόνο ως λέξη έχει κάτι που μ’ ενοχλεί. Εκείνο που με τραβάει είναι οι ζωές των άλλων, όχι να σκαλίζω τον εαυτό μου. Μ’ αρέσει να παρατηρώ τους ανθρώπους. Ακόμα και στο πόδι να διαβάσει κανείς μερικές σελίδες από διάλογο του Πλάτωνα ή ένα κεφάλαιο από τη Μαντάμ Μποβαρύ ή ακούσει τις Πλειάδες του Ξενάκη επειδή βαριέται να διαβάσει, καταλαβαίνει. Ένα μωρό γεννιέται κι από τη στιγμή που γεννιέται αρχίζει να γερνάει. Αυτό δεν αλλάζει και φυσικά υπάρχουν βιοχημικές εξηγήσεις που δεν έχουν καμιά σχέση με την ψυχολογία. Αυτή η στιγμή είναι ζωή και με το που το λες η στιγμή έχει περάσει. Πρέπει να ζεις την κάθε στιγμή και να τη ζεις έντονα, να μη τη σπαταλάς.
Το σημαντικότερο οδόσημο που συναντήσατε σε αυτή τη διαδρομή;
Δεν είναι ένα. Γράφω από οκτώ χρονών. Είναι μια διαδρομή χωρίς κανόνες με ανατροπές. Φιλίες και έρωτες που ξεκίνησαν χάρη σ’ ένα βιβλίο, μακρινά ταξίδια, συναντήσεις εντελώς αναπάντεχες με αναγνώστριες και αναγνώστες που έβλεπα για πρώτη φορά, όμως εκείνοι είχαν αναγνωρίσει τον εαυτό τους σ’ ένα βιβλίο μου, είχαν νιώσει μια ταύτιση. Όταν κυκλοφόρησε η «Εύα», είχα ενδιαφέρουσες συζητήσεις με νεαρές γυναίκες, κάποιες είχαν βρει το alter ego τους στην ηρωίδα του μυθιστορήματος. Παρατήρησα ότι μετά την κουβέντα μας όταν τις έβλεπα να φεύγουν, μερικές φορές μ’ έπιανε μελαγχολία. Μου φάνηκε περίεργο. Οι περισσότερες ήταν γυναίκες έξυπνες με προσόντα και δυνατότητες, αλλά υπήρχε στο βάθος ένα σύμπλεγμα ήττας. Σαν να είχαν παραιτηθεί πριν ακόμα ξεκινήσουν. Κάτι είχε σπάσει μέσα τους κι έμοιαζαν να προχωρούν άοπλες όπως η Εύα του βιβλίου σε μια κοινωνία απρόσωπη όπου η ειλικρίνεια και ο αυθορμητισμός τους μπορεί να μεταφραζόταν σε αδυναμία. Αργότερα με το «Μπορείς;» μερικοί αναγνώστες έπαθαν το σύνδρομο του ηδονοβλεψία διαβάζοντας τις ερωτικές σκηνές κι άλλοι ταυτίστηκαν από την πρώτη σελίδα. Η ιστορία του παράνομου ζευγαριού, η ένταση και το ερωτικό πάθος τους, ζωντάνεψε αναμνήσεις από παρόμοιες ιστορίες που είχαν ζήσει κρυφά κι άλλοτε ξύπνησε τη λαχτάρα να ζήσουν μια τέτοια σχέση.
Στη Γαλλία, στις εκδηλώσεις για το ίδιο βιβλίο, οι ερωτήσεις ήταν πιο συγκροτημένες, δεν έπαιρναν αφορμή από κάποιο προσωπικό βίωμα ή την αρρωστημένη περιέργεια να μάθουν αν τα γεγονότα του μυθιστορήματος είχαν πραγματικά συμβεί, όπως γινόταν εδώ. Στρέφονταν γύρω από τη δομή του βιβλίου που τους είχε ξαφνιάσει, τη φιλοσοφία του έρωτα, κατά πόσο ήταν δυνατόν αυτή η δυαδική μονάδα, το ζευγάρι, να υπάρξει τη σημερινή εποχή. Γενικά στο εξωτερικό, οι ερωτήσεις είναι περισσότερο στοχευμένες, το κοινό που έρχεται πιο προετοιμασμένο και οι περισσότεροι έχουν ήδη διαβάσει το βιβλίο. Εδώ είμαστε ό,τι λάχει, μερικοί σηκώνονται να ρωτήσουν κάτι χωρίς να υπάρχει ερώτηση, μόνο για να ακούσουν τη φωνή τους, αλλά έχει πλάκα, δεν πειράζει. Και εδώ και εκεί, υπάρχει μια ανάγκη για επικοινωνία, η επιθυμία να πιάσουν την άκρη μιας κλωστής και να την τραβήξουν για να βγουν από τον δικό τους λαβύρινθο
Ενότητα δεύτερη: Εστίαση στη συλλογή διηγημάτων «Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα»
Πόσο βαθιές είναι οι ρίζες της συλλογής διηγημάτων: «Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα»;
Καθένα από τα δεκαπέντε διηγήματα του βιβλίου ήταν ένα στοίχημα. Ήθελα το λεπίδι τους να πάει βαθιά, πολύ βαθιά. Να προσπεράσει τα μπάζα της καθημερινότητας όπου όλα συμβαίνουν πολύ γρήγορα, κάτω από πίεση και η ζωή μας μοιάζει ένα ασυνάρτητο παζλ. Τίποτα δεν υπάρχει γραμμικό στις εμπειρίες μας. Κάθε ζωή, η δική μου, η δική σας, βρίσκεται μισή στο φως, μισή στο σκοτάδι. Το στοίχημα για μένα ήταν να φέρω στην επιφάνεια αυτή τη μισοβυθισμένη ζωή.
Και ο τίτλος πόσο υπαινικτικός, αφαιρετικός, ή… είναι;
Κυριολεκτικός. Τα χρόνια της κρίσης εκπαιδευτήκαμε στην τέχνη της αναισθησίας. Ο διπλανός μας έγινε αόρατος. Η απάθεια βασιλεύει κι αυτό μας αφορά όλους.
Οδηγήστε μας στα μυστικά αυτού του αρχιτεκτονήματος όπου οι ήρωες κινούνται πολυεπίπεδα μετακινούμενοι εντελώς φυσικά από τον ρεαλισμό στη σφαίρα του παραλόγου.
Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Θεωρούμε ότι το παράλογο βρίσκεται στον αντίποδα του ρεαλισμού και είναι διαμετρικά αντίθετο με τη λογική και το πραγματικό. Αν όμως είναι αντίθετο του πραγματικού, είναι ανέφικτο, άρα ανύπαρκτο. Ισχύει αυτό; Το παράλογο δεν υπάρχει; Οι ήρωες μου είναι εδώ, ζουν δίπλα μας. Είναι ανήσυχοι. Καταλαβαίνουν ότι ο κόσμος δεν εξηγείται. Το καταλαβαίνουν με το ένστικτο. Η πραγματικότητά τους αλλάζει με βίαιους ρυθμούς, οι περισσότερες εμπειρίες είναι εικονικές, το τοπίο μεταβάλλεται ραγδαία, τίποτα δεν μένει στη θέση του, οι σχέσεις είναι επιφανειακές, δεν υπάρχει καμμιά σιγουριά. Τι σημαίνει ρεαλισμός; Είναι περισσότερο μια σύμβαση, κάτι που αποδεχόμαστε για να εξηγήσουμε τον κόσμο και να αποφύγουμε το χάος. Αν δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τον κόσμο, η κοινωνία θα καταρρεύσει. Ας πάμε λίγα χρόνια πίσω. Χριστούγεννα του 2019. Αν κάποιος έβγαινε να δηλώσει ότι σε λίγο πρόκειται να σταματήσουν τα πάντα, τα αεροπλάνα θα ακινητοποιηθούν, όποιος κυκλοφορεί στο δρόμο θα διώκεται και ότι όλος ο πλανήτης θα παραλύσει, θα μας φαινόταν ρεαλιστικό σενάριο; Ποιο είναι πιο παράλογο, το πραγματικό ή αντίστροφα;
Ίσως να μας οδηγήσετε και στο μεδούλι των λέξεων, ιδίως εκείνων που χαρτογραφούν το υπόστρωμα των διηγημάτων αυτοβιογραφικού χαρακτήρα. (Δικτατορία, εφηβεία κλπ.)
Εκείνη η άγρια εφηβεία καθόρισε αυτό που είμαι σήμερα. Γράφω από μικρή. Νιώθω πως έχω ένα συμβόλαιο με τις λέξεις. Στο σπίτι μας υπήρχε μεγάλη βιβλιοθήκη και διάβαζα μανιωδώς. Γύρω στα δώδεκα άρχισα να διαβάζω βιβλία που δεν ήταν για την ηλικία μου, όχι μόνο τη «Λολίτα» και τον «Εραστή της λαίδης Τσάτερλι» που διάβασα μ’ ένα φακό κάτω από την κουβέρτα κρυφά από τους γονείς μου, αλλά ποίηση, φιλοσοφία, φαινομενολογία. Ταυτιζόμουν με τα βιβλία που διάβαζα, οι συγγραφείς με πάθιαζαν και μου έδιναν δύναμη. Μπορεί να ήμουν ανώριμη, αλλά πάντα κάτι έμενε, κάθε βιβλίο άφηνε το στίγμα του. Βρισκόμουν σε σύγκρουση με το σχολείο και το σπίτι, ήταν μια εμπόλεμη κατάσταση με σκασιαρχεία, αποβολές, αστυνομία κλπ. Το διάβασμα με έσωσε. Χάρη στα βιβλία μπόρεσα να ξεπεράσω μια ταραγμένη εφηβεία χωρίς μεγάλες απώλειες.
Ενότητα τρίτη: Λογοτεχνικές & συγγραφικές αναζητήσεις
Μετά από 40 χρόνια στον λογοτεχνικό στίβο υπάρχουν ανεξερεύνητα ή απωθημένα συγγραφικά πεδία; Όπως;
Για μένα ακόμα κι ένα τηλεκοντρόλ πάνω στο τραπέζι είναι ανεξερεύνητο συγγραφικό πεδίο. Ξέρετε πόσο μακριά μπορεί να μας πάει ένα τηλεκοντρόλ; Πόσα μπορεί να αποκαλύψει; Ας πούμε ότι δίπλα στο τηλεκοντρόλ υπάρχει ένα τασάκι ξέχειλο στα αποτσίγαρα και πιο πέρα ένας καμένος φελλός και δίπλα στο φελλό η φωτογραφία τριών κοριτσιών που το πρόσωπο της μίας έχει αφαιρεθεί με ψαλιδάκι κι έμεινε τρύπα ή ότι ένα κομψό κρυστάλλινο βάζο με ασημένιο φινίρισμα που αγκαλιάζει ασφυκτικά ένα μπουκέτο κίτρινες τουλίπες, ρίχνει ξαφνικά τη σκιά του πάνω στο τηλεκοντρόλ και το κόβει στα δυο, όμως δεν είναι σκιά, κάτι φέγγει παράξενα, μια υποχθόνια γυαλάδα αναβλύζει από το τηλεκοντρόλ και μονομιάς όλα σκοτεινιάζουν, αλλά τίποτα, καμμιά γυαλάδα, δεν συμβαίνει τίποτα, όλα ναρκωμένα, μάλλον έπεσε στιγμιαία η τάση του ηλεκτρικού και μια τουλίπα γέρνει από ψηλά σαν αποκεφαλισμένη ή ας πούμε ότι το τηλεκοντρόλ βρίσκεται πάνω σ’ έναν λογαριασμό της ΔΕΗ με τη σφραγίδα ΕΛΗΞ γιατί το Ε κρύβεται από ένα κόκκινο κραγιόν, μισοφαγωμένο σαν να το ροκάνισε ποντικός και η μύτη του κραγιόν δείχνει προς τα κάτω, υπάρχει κάτι στο πάτωμα, ένα σουτιέν βυσσινί ξεσκισμένο που γύρω του στο ενάμιση μέτρο περνάει μια κίτρινη κορδέλα με μαύρα γράμματα STOP POLICE ΣΤΑΜΑΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ STOP
Πόσες διαφορετικές ιστορίες έχουμε;
Κάθε νέο διήγημα, κάθε ποίημα με μπάζει σ’ ένα πεδίο ανεξερεύνητο. Μ’ αυτό που γράφω τώρα μπήκα σε ναρκοπέδιο. Είναι ένα μυθιστόρημα όπου όλα εκτυλίσσονται μέσα σε τριάντα λεπτά, όσο διαρκεί μια μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου. Μισή ώρα μέσα στο μυαλό ενός Έλληνα διπλωμάτη στο Παρίσι.
Πώς θα σχολιάζατε τις σύγχρονες λογοτεχνικές τάσεις;
Λίγο ομοιόμορφες. Έλλειψη τόλμης.
Τα βραβεία καθώς και η θετική ανταπόκριση κριτικών & αναγνωστικού κοινού αποζημιώνουν τον συγγραφικό μόχθο;
Τα βραβεία δεν μπορούν να μας κάνουν καλύτερους συγγραφείς, όμως λειτουργούν θεραπευτικά. Είναι μια ενθάρρυνση. Όσο για τον συγγραφικό μόχθο, αν αποζημιώνεται … Κανείς δεν σου ζητάει να γράψεις. Είναι τόσο παλαβό και αυθαίρετο το εγχείρημα της συγγραφής. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου λίγοι συγγραφείς μπορούν να ζήσουν από τα βιβλία τους. Υπάρχουν μόνο στιγμές. Κάτι συμβαίνει και απογειώνεσαι. Νομίζεις ότι η ζυγαριά πάει επιτέλους να ισορροπήσει, ότι θα πάψει να γέρνει. Δεν χρειάζεται να συμβεί κάτι τεράστιο. Μια πρόσκληση που έρχεται απρόσμενα ή το σημείωμα ενός φίλου, θερμό και ειλικρινές για το βιβλίο σου. Κατά τα άλλα η κατάσταση είναι γελοία. Μετά από τόσα χρόνια, τόσα βιβλία, βραβεία κλπ. και παρά το γεγονός ότι δουλεύω πολύ περισσότερες ώρες από τον μέσο εργαζόμενο, αμφιβάλω αν θα μπορούσα να καλύψω τα έξοδα ενός σκύλου.
Δυο προτάσεις σε ένα γράμμα προς έναν νέο συγγραφέα θα επεσήμαναν ό,τι…;
Να διαβάζει με μανία, να γράφει λίγο κάθε μέρα, να κουβαλάει πάντα μαζί του βιβλία. Να μη γράφει για ν’ αρέσει στους άλλους, να γράφει μόνο γι’ αυτά που τον ενδιαφέρουν και τον καίνε, και να είναι έτοιμος για την αποτυχία.
Ενότητα τέταρτη: Εκτός πραγματικότητας και ορίων
Νιώθω πως αυτός ο κόσμος δεν μπορεί να `ναι το σπίτι μας.1 Πού κατοικεί το όραμά σας;
Μια κοινωνία δίκαιη, ελεύθερη, ανεκτική, όπου εκφράσεις όπως δικαίωμα στη διαφορετικότητα, ισότητα, συμπερίληψη κλπ. να έχουν πέσει σε αχρηστία. Να μένει πάντα μια χαραμάδα ανοιχτή στην τρέλα. Ο κόσμος έχει παραγίνει άκαμπτος και σοβαρός.
Σε μια υποτιθέμενη προσομοίωση ενός χρονικού σημείου του παρελθόντος σας, αυτό θα θέλατε να είναι το…;
Θα ήθελα να ξαναγυρίσω σε μια συγκεκριμένη μέρα της εφηβείας μου. Είχαμε κάνει σκασιαρχείο και πήγαμε στη θάλασσα. Πρέπει να ήταν στην Α’ Λυκείου, ένα πρωϊνό με συννεφιά. Χρόνια αργότερα περιέγραψα τη σκηνή στο «Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές». Τα θυμάμαι όλα τόσο έντονα. Κυρίως την Οχτάποδη που προχωρούσε μπροστά μου πλατσουρίζοντας με τις εξαίσιες γάμπες της στα χλιαρά άβαθα νερά. Η Οχτάποδη πέθανε πριν δυο μήνες. Μείναμε φίλες όλα αυτά τα χρόνια. Διαβάζοντας σήμερα το επεισόδιο, έχω την καθαρή αίσθηση πως κάτι δυσάρεστο προμηνύεται, ότι εκείνη τη μέρα την διαπερνάει ο θάνατος. Γιατί όμως; Όταν έγραψα τη σκηνή, το 1997, δεν υπήρχαν απειλές, η Οχτάποδη ήταν αλώβητη, ένα λαμπερό, γενναιόδωρο πλάσμα. Κλείνω τα μάτια και τη βλέπω πάλι μπροστά μου να χοροπηδάει, να με καταβρέχει, να τρέχει στην παραλία φωνάζοντας τους ψαράδες και να απομακρύνεται, ύστερα να έρχεται προς το μέρος μου μ’ ένα καλάθι μπαρμπούνια που έσταζε θάλασσα.
Αυτή είναι η σκηνή:
Love me, love me tender… Ποιος μιλούσε; Ήταν ένα τραγούδι. Ένα πρωϊνό που είχαν κάνει σκασιαρχείο με τις συμμαθήτριές της κι είχαν πάει στη θάλασσα. Ιούνιος. Όχι, Μάιος γιατί έκανε ακόμα ψύχρα. Είχαν προχωρήσει κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό και είχαν συναντήσει τρεις ψαράδες. Παρίσταναν τις Αμερικανίδες. «Fishes, fishes, we want fishes» φώναζε η Φιφή τρέχοντας ξυπόλυτη πάνω-κάτω στην παραλία. Είχε βγάλει την ποδιά της κι είχε στριφογυρίσει τη φούστα της γύρω από τη μέση αφήνοντας γυμνά τα διάσημα πόδια της. Το παρατσούκλι της ήταν Οχτάποδη ντίβα. Οι ψαράδες είχαν μείνει εκστατικοί και της χάρισαν ένα καλάθι μπαρμπούνια. Και μετά; Μετά είχε πιάσει βροχή κι είχαν γίνει μούσκεμα. Love me tender, έπαιζε το τρανζίστορ με μια στριγκλιά σαξόφωνου…
Ένας τίτλος – στίχος ως δείκτης του μέλλοντος;
«Στο σκοτάδι στη λάσπη
εις πείσμα όλων λίγη τρυφερότητα.»
του Σάμιουελ Μπέκετ «Πως είναι»
Κι ένας αγαπημένος;
«Είπα στην ψυχή μου, μείνε ακίνητη, και περίμενε χωρίς ελπίδα,
γιατί η ελπίδα, θα ’ταν ελπίδα για το λάθος πράγμα.
Περίμενε χωρίς αγάπη,
γιατί η αγάπη, θα ’ταν αγάπη για το λάθος πράγμα. »
Αγάπη για το λάθος πράγμα. Ιδιαίτερα αυτόν τον στίχο, τον σκέφτομαι συχνά. Του Τ.Σ. Έλιοτ από τα «Τέσσερα κουαρτέτα».
Ε.Σ.
—————————————————————————————–
Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου: “Η ΤΕΧΝΗ ΝΑ ΜΗΝ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ ΤΙΠΟΤΑ”
Ακολουθείστε την Έρση Σωτηροπούλου στο ΕΚΠΑ και στο fb
1: Απόσπασμα από το ποίημα: «Αυτοκράτωρ Ιουλιανός προς φιλόσοφον» του Γιώργου Μπλάνα