Τον αγαπήσαμε στην επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά «Εμείς και Εμείς» και τον απολαύσαμε ως Μάνθο στη σειρά «Κωνσταντίνου και Ελένης». Σήμερα, ο Βασίλης Κούκουρας, μάς συστήνει το νέο του θεατρικό ρόλο στο έργο του Νταγκ Λούσι «Κι εγώ σ’αγαπώ» που έκανε πρεμιέρα τον περασμένο Αύγουστο στο θέατρο Χυτήριο. Λίγες μέρες μετά την έναρξη των θεατρικών παραστάσεων, ο γνωστός ηθοποιός Βασιλής Κούκουρας μάς παραχώρησε μια αποκλειστική συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης. Μεταξύ άλλων συζητήσαμε για τις ημέρες της δίμηνης καραντίνας, την άρση των μέτρων και τη νέα πραγματικότητα στην οποία όλοι μας οφείλουμε να προσαρμοστούμε. Μετά από αυτή τη συνέντευξη τον γνωρίσαμε λίγο καλύτερα και καταλάβαμε ότι ο Βασίλης Κούκουρας πρόκειται για μια περίπτωση ηθοποιού με πλήρη συναίσθηση της ανθρώπινης φύσης, η οποία τον τελευταίο καιρό δοκιμάζεται.
Επιμέλεια συνέντευξης: Ιωάννα Ιωαννίδου
Μετά την αναστολή των θεατρικών παραστάσεων λόγω της επιδημίας Covid-19, η παράσταση «Κι εγώ σ’αγαπώ» σε σκηνοθεσία Γιάννη Αϊβάζη επιτέλους έκανε πρεμιέρα στις 21 Αυγούστου στο θέατρο Χυτήριο. Μιλήστε μας για την παράσταση;
Είναι γεγονός ότι το θέατρο έχει πληγεί πάρα πολύ και δεν ξέρω εάν μπορεί να ανακάμψει μετά από τις καινούργιες ανακοινώσεις και τις καινούργιες πληροφορίες που είναι λίαν φοβιστικές για τον κόσμο. Ωστόσο, ο ηθοποιός έχει την υποχρέωση να είναι στις επάλξεις. Θεωρώ ότι το θέατρο δεν πρέπει να πεθάνει, ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλον τρόπο, γιατί δεν του αξίζει. Η παράσταση που συμμετέχω φέτος το καλοκαίρι είχε ξεκινήσει τις πρόβες από το χειμώνα διότι ήταν προγραμματισμένη να γίνει το χειμώνα, όμως λόγω των δυσμενών καταστάσεων που προέκυψαν δεν πραγματοποιήθηκε. Πρόκειται, βεβαίως για ένα πάρα πολύ δύσκολο θεατρικό έργο με βαθιά νοήματα/μηνύματα, τόσο για εμάς τους ηθοποιούς που ψάχνουμε να βρούμε από την κάθε λέξη τι εννοεί ο συγγραφέας, όσο και για τους θεατές, οι οποίοι θα πρέπει να ενεργοποιηθούν για να το παρακολουθήσουν. Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι είναι μια δυσνόητη παράσταση. Το έργο προκαλεί σκέψη και προβληματισμό γιατί στηρίζεται στην εικόνα, στον ήχο και στις υποκριτικές ικανότητες των τεσσάρων ηθοποιών που βρίσκονται επί σκηνής. Το «Κι εγώ σ’αγαπώ», είναι έργο του Νταγκ Λούσι, ενός σπουδαίου συγγραφέα με μια πολυσχιδή προσωπικότητα. Η υπόθεσή του αφορά δυο ζευγάρια από τα οποία πηγάζουν μεταξύ άλλων υπαρξιακά ζητήματα, θέματα ερωτικού τριγώνου, θέματα φιλίας, τεκνοποίησης, πολιτικής. Πρόκειται, λοιπόν για ένα πολύπλευρο έργο στο οποίο όλοι μας καταβάλαμε μεγάλη προσπάθεια, με τον εξαιρετικό και ταλαντούχο Γιάννη Αϊβάζη στο ρόλο του σκηνοθέτη. Ο καθένας ξεχωριστά αναζήτησε στοιχεία για τον ρόλο του αλλά και συνολικά αφιερώσαμε χρόνο, γιατί αυτή η δουλειά εκτός από μια συλλογική προσπάθεια στηρίζεται και σε μια μοναχικότητα η οποία προκαλεί τον ηθοποιό να συνομιλήσει με το ρόλο που θα ενσαρκώσει. Προσωπικά, έχω κάνει τέτοιου είδους έργα στο παρελθόν, και αυτό μου θύμισε τι μπορεί να αλλάξει στο θέατρο σε σχέση με αυτό που παίζεται στη σκηνή και στην επικοινωνία με το θεατή.
Πιστεύετε ότι οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν αλλάξει, επενδύουμε σε αυτές; Ειδικότερα με τα social media οι άνθρωποι και κυρίως οι νέοι επικοινωνούν διαφορετικά.
Προφανώς και έχουν αλλάξει οι σχέσεις. Έχουν γίνει πιο αποστασιοποιημένες, πιο αυτοποιημένες, πιο διαδικτυακές και αυτό δεν είναι απεριόριστα καλό. Όμως να μην το δαιμονοποιούμε γιατί η τεχνολογία φέρνει εκτός των άλλων και κοντά τους ανθρώπους. Άνθρωποι μετά από πολλά χρόνια συναντιόνται, ενδεχομένως να προκύψουν μόνιμοι συντροφικοί δεσμοί. Παρόλο αυτά, η ανθρώπινη επαφή, ο συγχρωτισμός με το άλλο άτομο δεν μπορεί να αντικατασταθεί με τίποτα. Για παράδειγμα, το άγγιγμα, το βλέμμα, η μυρωδιά δεν μπορούν να αντικατασταθούν με εικόνες και με μηνύματα. Αυτό που φοβάμαι είναι ότι αυτή η επικοινωνία έχει γίνει θεσμός και τα πάντα δημιουργούνται και πεθαίνουν μέσω του διαδικτύου. Ο κόσμος θα έπρεπε να ενώνεται, να συγκεντρώνεται είτε σε θέατρα είτε σε κοινωνικές εκδηλώσεις, σε σπίτια. Με λίγα λόγια, πρέπει να υπάρχει ανταλλαγή ιδεών, να υπάρχει αντίθεση ή συμφωνία, να υπάρχει καλλιέπεια, καλλιέργεια και όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν μέσω ενός τηλεφώνου ή μιας οθόνης. Είναι πλέον νομοτελειακά φυσικό όλο αυτό, δεν είναι ότι κάνουμε μιας μορφής αντίστασης σε κάτι που ορίζει η επιστήμη, αυτό ορίζεται από τη φύση και δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό. Ίσως, έχουμε γίνει έτσι διότι έχουμε ξεφύγει από τη φύση η οποία ενέχει την επαφή και όντας θηλαστικά δεν μπορούμε την απορρίψουμε.
Η φράση «Κι εγώ σ’αγαπώ» έχει διαφορετική συναισθηματική σημασία στα 20, στα 30, στα 40; Πότε το λέμε πιο συχνά;
Σαφώς έχει άλλη βαρύτητα όταν είμαστε νεότεροι. Όταν προχωράς τη ζωή σου και αποκτάς εμπειρίες, καταλαβαίνεις καλύτερα τι σου γίνεται, αποκτάς μια ενσυναίσθιση του εαυτού σου και του άλλου. Βεβαίως, τώρα πλέον έχει γίνει πάρα πολύ κοινότυπο και χρησιμοποιούμε το «Σ’αγαπώ» με το παραμικρό και νομίζω έχει χάσει και τη βαρύτητά του. Στο έργο «Κι εγώ σ’αγαπώ», η φράση αυτή έχει μια πιο αλτρουιστική σημασία, μπορεί να ειπωθεί σε φιλικό τόνο, που θεωρώ πως είναι υπεράνω της ερωτικής αγάπης. Επομένως, εδώ πρόκειται για μια μεμονωμένη φράση που δηλώνει ότι οι άνθρωποι μπορούν να αγαπήσουν και να δεχτούν τον άλλον με ή χωρίς ελαττώματα. Θα έλεγα ότι η φράση έχει φθαρεί μέσα στο χρόνο και καλό θα είναι να τη χρησιμοποιούμε λίγο πιο συνετά. Τώρα, ένα παιδί 20 χρόνων θα την πει και λίγο παραπάνω, όπως ακριβώς κάναμε και εμείς σε αυτή την ηλικία.
Εσείς πως επικοινωνείτε το «Σ’αγαπώ» σας, με λέξεις ή με πράξεις;
Η αγάπη θέλει ανά πάσα στιγμή αναφορά. Επομένως, καλό είναι να υπάρχει ένα πάντρεμα και μια σύζευξη και των δύο. Δεν χρειάζεται μόνο να το λέμε αλλά και να το δείχνουμε με απλές, καθημερινές πράξεις και όχι με δώρα και ταξίδια. Όπως όλα τα πράγματα στη φύση έχουν το δικό τους ρυθμό, έτσι και η αγάπη και το Σ’αγαπώ θα πρέπει να έρχονται την κατάλληλη στιγμή. Συμφωνώ ότι πρέπει να εκφράζουμε με κάθε τρόπο την αγάπη μας, όμως όλο αυτό να το φιλτράρουμε για να έχουμε τη συναίσθηση των λεγομένων και των πράξεών μας.
Παράσταση με κοινό «μετά Covid-19 εποχής». Πως αισθάνεστε γι’αυτό;
Η δουλειά του ηθοποιού πάντοτε ήταν, είναι και θα είναι να επικοινωνεί με διάφορα μηνύματα με τον θεατή. Για τον ηθοποιό δεν έχει σημασία εάν παίζει σε μισό ή γεμάτο θέατρο ή προ και μετά Covid-19 εποχής αλλά σημασία έχει, όταν βρίσκεται επί σκηνής, ο ηθοποιός να περνά τα δικά του νοήματα. Από την άλλη, βεβαίως, αυτή την εποχή εισπράττουμε μια μουδιασμένη ατμόσφαιρά από τους θεατές, ενδεχομένως να υπάρχουν και θεατές με μάσκες, κάτι αρκετά πρωτόγνωρο. Ωστόσο, δεν πρέπει να υπάρχει η σκιά αυτής της κατάστασης. Διότι, το θέατρο δίνει ένα πνεύμα αισιοδοξίας και ελπίδας στο θεατή να συνεχίσει τη ζωή του, να συμφωνήσει ή να αντισταθεί σε όλο αυτό. Δεν μιλάω υπέρ της παραβατικότητας αλλά ενάντια της «κοίμησης» του μυαλού. Σε κάθε περίπτωση θα του δώσει το έρεισμα να δράσει, να διυλίσει όλες τις πληροφορίες που υπάρχουν εκεί έξω, ακριβώς όπως κάνει μετά το τέλος κάθε παράστασης.
Είδαμε πρόσφατα το Θέατρο Τέχνης να προσφέρει διαδικτυακά θεατρικές παραστάσεις στο κοινό. Πως βλέπετε την κίνηση ενός διαδικτυακού θεάτρου εν μέσω μιας ενδεχόμενης, μελλοντικής καραντίνας;
Το θέατρο δεν μπορεί ούτε να αντικατασταθεί ούτε να υποκατασταθεί μέσω του διαδικτύου, παρόλο που αυτή την εποχή ενδείκνυται μια τέτοια πρωτοβουλία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση γιατί πολύ φοβάμαι ότι θα φτάσουμε σε μια εποχή που θα γυρίζουμε παραστάσεις για να τις πουλάμε σε τηλεοπτικά κανάλια ή στο διαδίκτυο. Τα ζωντανά πράγματα, όπως μια παράσταση, μια εκδήλωση, μια συναυλία δεν μπορούν να αντικατασταθούν πλήρως. Ο ηθοποιός έχει ανάγκη τον θεατή ζωντανά, να τον βλέπει να παίζει τους εκάστοτε ρόλους και αυτό δεν είναι εφικτό μπροστά σε μια κάμερα. Ειδικά σε μεγάλα έργα, όπως στις αρχαίες τραγωδίες, κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό. Ενδεχομένως, να μπορεί να υποκατασταθεί σε ένα ορισμένο βαθμό και κάτω από ορισμένες χρονικές συνθήκες διότι δεν πρέπει να χαθεί τελείως η επαφή των τεχνών του θεάτρου με τον θεατή αλλά αυτό να μην μεταφερθεί σε μια μόνιμη κατάσταση.
Σας τρομάζει ο Covid-19; Τι σας αγχώνει περισσότερο;
Με αγχώνει η απόσταση που δημιουργεί αυτή η κατάσταση. Είναι σαφές ότι ο ιός υπάρχει και μεταδίδεται, δεν αμφισβητεί κανένας ότι είναι επικίνδυνος. Όμως αυτό που με «ενοχλεί» είναι η υπερβολή γύρω από αυτό. Δεν ξέρω κατά πόσο ισχύουν όλα αυτά τα μέτρα. Για παράδειγμα ακούμε επιστήμονες να υποστηρίζουν ότι οι μάσκες δεν είναι προστατευτικές και άλλους να υποστηρίζουν το ακριβώς αντίθετο. Βλέπουμε ότι ακόμα και η επιστημονική κοινότητα έχει ορισμένες διαφωνίες. Πιστεύω ότι δεν πρέπει να είμαστε των άκρων, να λαμβάνουμε τα μέτρα μας στο βαθμό που χρειάζεται, όμως να μην είμαστε υπερβολικοί. Δηλαδή, δεν μπορώ να βλέπω ανθρώπους να χαιρετιούνται με τους αγκώνες. Δεν μπορώ να διανοηθώ ένα θέατρο με 100 ή 150 θεατές με μάσκες. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να αλλάξει αλλά επίσης δεν ξέρω και εάν οι μάσκες προστατεύουν τελικά. Σαν λαός είμαστε των άκρων. Υπάρχουν αυτοί που δεν προσέχουν καθόλου, πράγμα που είναι τελείως λάθος γιατί δεν κάνουν κακό μόνο στο εαυτό τους αλλά και στους γύρω τους. Από την άλλη, υπάρχουν και οι άλλοι που σε βλέπουν και φεύγουν πέντε μέτρα μακριά. Επομένως, χρειάζεται μια σκέψη για αυτά που μας λένε, μια ενημέρωση όσο μπορούμε πιο πιστή έτσι ώστε να φερθούμε με σοβαρότητα και συνέπεια. Με αγχώνει η απόσταση, λοιπόν. Αυτό το «Μην συναθροίζεστε», αυτή η στέρηση που δημιουργεί μέσα μας μια απόσταση που ψυχικά έχει μια επίδραση. Μα πως θα ερωτευτώ αν δεν πάω κοντά στον άλλον; Πως θα επικοινωνήσω, πως θα αναμιχθώ με το συναίσθημα; Φοβάμαι αυτή την απάθεια. Χρειάζεται μια προσωπική σκέψη και αντιμετώπιση. Θα έλεγα να ενημερωνόμαστε όσο μπορούμε και να μην είμαστε υπερβολικοί στις αντιδράσεις μας, να μην αγγίζουμε τα δύο άκρα. Να επιλέγουμε μια μέση λύση ούτως ώστε να σεβόμαστε και τους εαυτούς μας και τους άλλους.
Τι άλλαξε στη δική σας ζωή;
Καταρχάς ήμουν έγκλειστος και εγώ όπως και όλοι μας για μεγάλο χρονικό διάστημα το οποίο με επηρέασε πάρα πολύ και κυρίως αρνητικά. Σαν υποκριτής/ηθοποιός δεν μπορώ να δεχθώ εύκολα την ιδέα να μείνω κλεισμένος μέσα στο σπίτι και δεν ξέρω κατά πόσο είναι αναγκαίο αυτό. Παρόλο που ενημερώνομαι, δεν ξέρω πολλά πράγματα για αυτή την κατάσταση. Βεβαίως, δεν έχω αντίσταση προς τα μέτρα προφύλαξης, ούτε αμφισβητώ την ύπαρξη του ιού, την μεταδοτικότητά και την επικινδυνότητά του. Προσπαθώ, λοιπόν, στην καθημερινότητά μου να μην είμαι διαχυτικός με τους ανθρώπους, να διατηρώ τις αποστάσεις. Ωστόσο, το μοντέλο αυτό που προάγεται δεν μου είναι ευέλικτο, θα ήθελα κάτι πιο επικοινωνιακό που θα δημιουργούσε μια άμεση και στενή επαφή με τον άλλον.
Για αρκετούς, οι μήνες του εγκλεισμού πρόβαλε την ανάγκη μιας εσωτερικής ενδοσκόπησης. Περάσατε από μια τέτοια διαδικασία;
Λόγω δουλείας, οι ηθοποιοί περνούν συχνά τέτοιου είδους απομονώσεις. Εμένα, η απομόνωση από μόνη της, δεν μου προκάλεσε μεγάλη δυσκολία γιατί έχω απομονωθεί πολλές φορές στη ζωή μου. Για παράδειγμα, κατά την περίοδο των προβών, αυτή η απομόνωση μας ταλανίζει συνεχόμενα. Συνεπώς δεν με έκανε να ενδοσκοπήρω περισσότερο επειδή έμεινα στο σπίτι. Με λίγα λόγια, δεν ήταν πρωτόγνωρο. Αυτό που με ενόχλησε είναι το «πρέπει» να το κάνω για να μην κάνω κακό στους άλλους. Δεν λέω ότι το «πρέπει» στη ζωή μας δεν είναι αναγκαίο, όμως είναι πρέπων; Δηλαδή, το γεγονός ότι έπρεπε να στείλω πρώτα μήνυμα για να βγω έξω από το σπίτι μου, με δυσκόλεψε. Θεωρώ ότι αυτός ο εγκλεισμός έκανε καλό σε άτομα που δεν είχαν βρεθεί σε ανάλογες καταστάσεις. Τους έδωσε χρόνο να σκεφτούν, να έρθουν κοντά στις οικογένειές τους. Σε αυτούς, ναι, έκανε καλό.
Έχοντας περάσει με επιτυχία και από την τηλεόραση, θα σας ενδιέφερε η επιστροφή σας;
Βεβαίως θα με ενδιέφερε η τηλεόραση, αρκεί να είναι ένα ενδιαφέρον προϊόν και να μου αρέσει πάρα πολύ. Στην επαγγελματική μου πορεία έχω κάνει πράγματα που δεν μου άρεσαν αλλά υπάρχει μια στιγμή της ζωής που δεν σου επιτρέπεται να κάνεις πάντα αυτό που επιθυμείς. Κατάλαβα ότι τα πράγμα στη ζωή χτίζονται με τα «όχι» και όχι με τα «ναι». Συνεπώς, εάν θα έκανα κάτι τηλεοπτικό θα έπρεπε να μου αρέσει πάρα πολύ. Γενικότερα η τηλεόραση υπάρχει στη ζωή μου, πέρυσι το καλοκαίρι υπήρξε μια πρόταση για μια τηλεοπτική σειρά με ένα εκπληκτικό σενάριο. Είχαμε αρχίσει με έναν πιλότο, η σειρά βρέθηκε αργότερα σε συζητήσεις, δεν ξέρω τελικά εάν θα ευοδωθεί.
Ποια είναι τα επόμενά σας σχέδια;
Είμαστε τώρα στην παράσταση «Κι εγώ σ’αγαπώ» που υπάρχει προοπτική να ταξιδέψει σε κάποιες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας και να συνεχίσει και το χειμώνα. Επίσης, είμαι σε κάποιες συζητήσεις για μια νέα θεατρική δουλεία αλλά δεν είμαι σε θέση να ανακοινώσω κάτι στα σίγουρα.
Βασίλης Κούκουρας: Διαβάστε βιογραφικά στοιχεία εδώ