Η Θεατρική ομάδα ΜΗΔΕΙΑ παρουσιάζει το τελευταίο έργο του μεγάλου δραματουργού Ερρίκου Ίψεν “Όταν Ξυπνήσουμε Εμείς οι Νεκροί” σε μετάφραση από το αγγλικό κείμενο (William Archer) και σκηνοθεσία Εμμανουήλ Γ. Μαύρου. Παίζουν οι ηθοποιοί Αντώνης Αντωνάκος (Υλφέιμ), Ναταλία Βογιατζόγλου (Μέτρ), Ήρα Δαμίγου (Μάγια Ρύμπεκ), Χριστίνα Κωνσταντινίδου (Ειρήνη), Σάββας Πογιατζής (Άρνολντ Ρύμπεκ), Εύη Τσακλάνου (Σκιά). Παρευρεθήκαμε στο Θέατρο Δρόμος και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
Ο καθηγητής και γλύπτης Άρνολντ Ρύμπεκ είναι ένας μεσήλικας καλλιτἐχνης που έγινε παγκοσμίως γνωστός, λόγω του γλυπτού αριστουργήματός του με τίτλο “Η Ημέρα της Ανάστασης”. Επιστρέφει στη πατρίδα του μετά από μια μακροχρόνια παραμονή στο εξωτερικό μαζί με τη νεαρή σύζυγό του. Μετά από ένα διάλογο με τη γυναίκα του Μάγια θα συμφωνήσουν πως για να ανανεωθεί ο γάμος τους θα πρέπει να κάνουν κάποιο ταξίδι αφού και οι δυο θεωρούν πως η σχέση τους έχει τελματώσει. Παρά το γεγονός ότι έμεναν σε ένα σπίτι κοντά σε λίμνη με ησυχία ο καθηγητής έδειχνε δυστυχισμένος.
Η νεαρή γυναίκα του καθηγητή η Μάγια, επίσης , πλήττει αφόρητα από την αδιάφορη ζωή τους παρά το γεγονός ότι πήγαν σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο στη Νορβηγία στους Πρόποδες ενός ψηλού βουνού. Το ζευγάρι Ρύμπεκ θα συναντήσει τυχαία την Ιρένε στο σανατόριο στο οποίο διαμένουν. Το γεγονός αυτό θα αναστατώσει τον Ρύμπεκ και θα συναντήσει την Ιρένε με σκοπό την εύρεση της χαμένης τους ευτυχίας.
Η Ιρένε ακολουθούμενη από μία μαυροντυμένη γυναίκα ως Σκιά, συμβολίζοντας πως αισθανόταν ως ζωντανή νεκρή από τότε που την άφησε ο Ρύμπεκ. Ο Ρυμπεκ βλέποντας τη μούσα των νεανικών του χρόνων, το πρώτο του μοντέλο στο έργο του η “Ημέρα της Ανάστασης” αποφάσισε να ζήσει λίγες μέρες μαζί της με τη συγκατάθεση της γυναίκας του Μάγια.
Η Μάγια Θα βρει προστασία στον ιδιοκτήτη του σανατορίου στο οποίο διέμεναν, έναν άξεστο και λαϊκό κυνηγό, τον Υλφειμ ο οποίος θα της χαρίσει περιπέτεια και ερωτικές στιγμές αλλα υστερεί σε πνευματικότητα σε αντίθεση με το Ρύμπεκ. Και οι τέσσερις ήρωες Θα ακολουθήσουν τη διαδρομή του βουνού προκειμένου να βρουν λύσεις στα υπαρξιακά τους αδιέξοδα.Το βουνό συμβολίζει την τάση για ανάταση ψυχής, ελευθερία, απάντηση σε διλλήματα και ανανέωση, ενώ για τον καθηγητή -καλλιτέχνη αποτελεί πηγή έμπνευσης.
Ο Σάββας Πογιατζής ως Ρύμπεκ ενσαρκώνει ρεαλιστικά τον καλλιτέχνη που προσπαθεί με κάθε τρόπο να ξαναβρεί την χαμένη του έμπνευση. Ο Ρύμπεκ διαβάζει, απομονώνεται, ονειροπολεί και επαναφέρει στο νου τις ημέρες της δόξας του με το αριστούργημα της νιότης του, την «Ημέρα της Ανάστασης» που οφείλεται στη μούσα του Ιρένε την οποία προσπαθεί να προσεγγίσει για να τη συγχωρέσει και με σκοπό να βρει τη χαμένη του έμπνευση. Ο Σάββας Πογιατζής παρορμητικός και αποφασιστικός δε χάνει χρόνο και μην αντέχοντας άλλο το ψυχικὀ σκοτάδι, θα συνομιλήσει με την Ιρένε για να συμφιλιωθούν και να λυτρωθούν. Ο Ρύμπεκ αναπνέει για την Τέχνη και χωρίς αυτή είναι νεκρός. Ένας τελειομανής καλλιτέχνης που θεωρεί πως ο ασκητισμός και η μοναχικότητα είναι απαραίτητες για να μπορέσει να βρει τη χαμένη του έμπνευση.
Η Ήρα Δαμίγου ως Μάγια, γυναίκα του Ρύμπεκ, αρκετά μικρότερη του είχε αρχίσει και εκείνη να πλήττει αφόρητα στο γάμο της. Η Μάγια είναι η μόνη που αντιμετωπίζει τη ζωή πιο δυναμικά σε σχέση με τους άλλους, ίσως είναι η μόνη προσγειωμένη στην πραγματικότητα. Στο τέλος της παράστασης θα φωνάξει «Είμαι ελεύθερη» και ίσως να είναι και η μόνη πραγματικά ελεύθερη καθώς όλοι οι υπόλοιποι ήρωες βασανίζονται από ψυχαναγκασμούς. Η Ηρα Δαμίγου, μια όμορφη, δροσερή παρουσία αλλά γεμάτη ζωντάνια και δυναμισμό, εύστοχη και συγκεκριμένη στα λόγια της αφήνει το Ρύμπεκ να συναντήσει την Ιρένε πιστεύοντας πως έτσι θα τον βοηθούσε. Στα μάτια του θεατή η Μάγια είναι η Ζωή. Ισως να είναι και ο μόνος ρόλος που παραπέμπει σε ψυχή ζώσα. H Μάγια περιφέρεται σε θάλασσες, σε βουνά και χαράδρες με τον Υλφειμ εκπέμποντας με τη νεανική της ορμή, την νοητική και ψυχική ελευθερία.
Η Χριστίνα Κωνσταντινίδου ως Ιρένε μοιάζει να έχει βγεί από νεκροταφείο. Μια ζωντανή νεκρή που σταμάτησε η ευτυχία της όταν την άφησε ο Ρύμπεκ με τον οποίο δεν είχαν ποτέ σαρκική επαφή αλλά ένα δυνατό έρωτα του καλλιτέχνη και της μούσας του. Η Ιρένε αντιπροσωπεύει τη μούσα, το κάλλος και τη δόξα του καλλιτέχνη που όμως με τα χρόνια έσβησε και μαζί με αυτή έσβησε και η ψυχή της. Η Χριστίνα Κωνσταντινίδου ερμηνεύει εξαιρετικά το ρόλο της προδομένης γυναίκας από τον παλιό της έρωτα, έχοντας μια απάθεια, παγερή και αδιάφορη. Φορώντας ένα μπλέ φόρεμα παραμένει εντυπωσιακή αλλά παγερή σαν νεκρή. Το όνομα Ειρήνη συμβολικά παραπέμπει στην αναζήτηση της Ειρήνης προσωπικά και κοινωνικά ενώ θα ακουστεί στο τέλος της παράστασης η φράση Ειρήνη υμίν.
Η Εύη Τσακλάνου ακολουθεί την Ιρεν ως Σκιά. Μοιάζει να είναι η σύνδεση της με το σκοτάδι, με τον Άδη. Ο ψυχικός θάνατος από τον οποίο δε μπορεί να επανέλθει. Η Εύη Τσακλάνου ως Σκιά σε μια εξαιρετική κινησιολογία, ντυμένη με μαύρη ολόσωμη φόρμα και κατάλευκο πρόσωπο απόκοσμο μοιάζει με το θάνατο. Ενδεχομένως τον ψυχικό θάνατο. Χορεύει με σπασμωδικές κινήσεις κοντά στην Ιρέν και δεν την αφήνει σχεδόν ποτέ μόνη της.
Η Ιρέν σε ένα ξέσπασμα και ένα μακρύ κατηγορώ στο Ρύμπεκ του είπε ότι σκότωσε τα παιδιά της και τους συζύγους της σε ένα αλληγορικό παραλήρημα κατάθλιψης και παραίτησης από τη ζωή. Παρακολουθώντας τη Σκιά να μην την αφήνει καθόλου μόνη, μοιάζει να μη θέλει να αναστηθεί και να είναι αποφασισμένη να βρίσκεται στο λήθαργο τον οποίο βιώνει. Αν και οι δυο θα ταρακουνηθούν μέσω των διαλόγων τους ο Ρύμπεκ με την Ιρένε παραδεχόμενοι ο ένας στον άλλο όλα αυτά που τους έτρωγαν τα σωθικά τα χρόνια που είχαν χαθεί, θα οδηγηθούν σε έναν δρόμο λύτρωσης που είναι μακρύς και σχετικός. Εντυπωσιακή και εύστοχη σκηνοθετική παρέμβαση όπου η Ιρένε φοράει μάσκα οξυγόνου είτε μόνη της είτε βοηθούμενη από τη Σκιά της. Συμβολίζοντας με αυτό τον τρόπο την μηχανική της υποστήριξη στην ζωή. Τελειώνοντας η παράσταση θα φορέσει τη μάσκα οξυγόνου και ο Ρύμπεκ καθισμένος δίπλα στην Ιρέν. Αυτό θα μας κάνει να αναλογιστούμε πως τελικά η σχέση αυτή παρέμεινε αδιέξοδη και παρελθοντική.
Σε αντίθεση με την Εύη Τσακλάνου η Ναταλία Βογιατζόγλου ντυμένη στα λευκά με πιο ευχάριστη κινησιολογία περιφέρεται ως Μετρ. Στα μάτια του θεατή μοιάζει με τη ζωή, τη νιότη και τη φρεσκάδα. Ο Αντώνης Αντωνάκος ως Υλφειμ υποδύεται εύστοχα τον τραχύ, άξεστο κυνηγό, με ζωώδη ένστικτα που ζει στα βουνά και παράλληλα είναι ο ιδιοκτήτης του σανατορίου που παραθέριζε το ζευγάρι Ρύμπεκ.
Ολοι οι ήρωες είναι βαμμένοι με λευκό χρώμα και μαύρες γραμμές σαν αστραπές. Ενώ το μακιγιάζ του προσώπου παραπέμπει σε βαμπίρ κάνοντας τους ηθοποιούς να μοιάζουν απόκοσμοι. Μεταφέροντας έτσι την ψυχολογία των ηρώων που έχει τελματώσει η ζωή τους και είναι σαν ζωντανοί νεκροί. Θα μπορούσε κάλλιστα να πει κανείς πώς πρόκειται για ζόμπι, για αληθινούς νεκρούς, οι οποίοι περιμέμνουν την Ημέρα της αναστασής τους.
Ολοι οι ήρωες βιώνουν το κενό της ύπαρξής τους νιώθοντας μέσα τους νεκροί και αυτό μεταφέρεται εξαιρετικά επί σκηνής από τον σκηνοθέτη Εμμανουήλ Μαύρο. Ο σκηνοθέτης μας μεταφέρει την ψυχολογία των ηρώων όπως ακριβώς την παρουσιάζει ο ίδιος ο Ιψεν στο βιβλίο του. Ο Ιψεν παρουσιάζει τους ήρωες με συμβολικό και ρεαλιστικό τρὀπο ταυτόχρονα. Αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα έργο με έντονο το μεταφυσικό στοιχείο.
Η σκηνογράφος Ρένα Σανταμούρη επιμελείται την ρεαλιστική παραπομπή σε μια απόκοσμη και ψυχρή ατμόσφαιρα. Ένα σκηνικό που μοιάζει μουχλιασμένο με υγρασία, παλιά έργα του γλύπτη ακουμπισμένα στο πάτωμα και περιφερόμενες φιγούρες που μοιάζουν να κάνουν ταξίδι στο χρόνο.
Η Μάγδα Καλορίνη φρόντισε ώστε η αμφίεση να ταιριάζει απόλυτα στον κάθε ρόλο. Ο Ρύμπεκ φοράει σακάκι και φθαρμένα παπούτσια ενώ τα μαλλιά του είναι εντελώς αχτένιστα και μοιάζει ταλαιπωρημένος. Οι φωτισμοί της Χριστίνας Φυλακτοπούλου θα δέσουν με την μουσική ατμόσφαιρα που αγκαλιάζει την παράσταση και επιμελείται η Crypt Insomnia.
Το έργο «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί» αποτελεί το τελευταίο έργο του Ιψεν που γράφτηκε πριν το θάνατο του. Παρατηρεί κανείς ενα φανερό πεσιμισμό του συγγραφέα, πιθανόν περιμένοντας ή γνωρίζοντας ότι πλησιάζει το τέλος της ζωής του. Ένα έργο στο οποίο θα παρατηρήσουμε έντονα τις υπαρξιακές ανησυχίες τόσο του ίδιου του Ιψεν αλλά και των ηρώων του. Ένα συμβολικό παιχνίδι λέξεων πράξεων, κινήσεων που πάνε και έρχονται από τη ζωή στο θάνατο. Ζωντανοί νεκροί που αναζητούν την ευτυχία διακαώς με οποιοδήποτε τρόπο και κόστος και με το ρίσκο της ματαιότητας.