Ο Χάρλοντ Πίντερ υπήρξε ένας από τους κορυφαίους δραματουργούς του 20ου αιώνα. Ξεκίνησε να δουλεύει στο θέατρο ως ηθοποιός, με το ψευδώνυμο Ντέιβιντ Μπάρον. Το “Πάρτι Γενεθλιών” είναι το πρώτο μεγάλου μήκους θεατρικό έργο του Χάρολντ Πίντερ. Το έργο αρχικά απέτυχε, παρότι έτυχε θετικής κριτικής από τον Χάρολντ Χόμπσον των Sunday Times. Αφού καθιερώθηκε, ωστόσο, ο Πίντερ με την επιτυχία του έργου “Ο επιστάτης”, το “Πάρτι Γενεθλίων” παίχτηκε ξανά και είχε επιτυχία. Η Σουηδική Ακαδημία απένειμε στον Χάρολντ Πίντερ το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2005.
Το γεμάτο σιωπές, λιτό ύφος του έργου του καθιέρωσε τον όρο “πιντερικός” στο θεατρικό λεξιλόγιο. Μεγάλη επιρροή στο έργο του Πίντερ άσκησε και ο Σάμιουελ Μπέκετ. Οι δυο τους ήταν φίλοι επί χρόνια. Το έργο του χαρακτηρίζεται από κυνισμό και χιούμορ. Αποξενωμένοι μεταξύ τους ήρωες προσπαθούν συνήθως να επικοινωνήσουν -ανεπιτυχώς- όταν εμφανίζεται μια απειλή στη ζωή τους. Ο Πίντερ, σύμφωνα με τη Σουηδική Ακαδημία, “στα έργα του αποκαλύπτει το κενό κάτω από τις καθημερινές φλυαρίες και οδηγεί με τη βία στα κλειστά δωμάτια της καταπίεσης “.
Το έργο
Tο αριστούργημα του Χάρολντ Πίντερ “Πάρτι Γενεθλίων” παρουσιάζεται στην Αίθουσα Θεάτρου του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης, σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη, με τους εξαιρετικούς ηθοποιούς Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, Αθηνά Τσιλύρα, Γιάννο Περλέγκα, Γιάννη Στεφόπουλο, Φώτη Θωμαΐδη και Άλκηστη Ζιρώ.
Σε μια παραθαλάσσια πανσιόν, παρηκμασμένη εδώ και χρόνια, κρύβεται ο Στάνλεϊ, ένας νεαρός, μάλλον πρώην πιανίστας, που απολαμβάνει τη φροντίδα των ιδιοκτητών Πιτ και Μεγκ. Δύο άντρες φθάνουν ξαφνικά στην πανσιόν, αναζητώντας τον Στάνλεϊ. Μετά από μια εξουθενωτική ανάκριση, πείθουν την αφελή Μεγκ να του οργανώσει ένα “πάρτι γενεθλίων”. Ο Στάνλεϊ αρνείται πως έχει γενέθλια, ωστόσο δεν του δίνει κανείς σημασία. Το πάρτι γίνεται και η βραδιά σταδιακά εξελίσσεται σε έναν εφιάλτη.
Οι άντρες αυτοί συνδέονται κάπως με το παρελθόν του Στάνλεϊ, αλλά δεν έχει σημασία. Τον Πίντερ δεν τον ενδιαφέρει να περιγράψει τις συνθήκες ζωής των ηρώων, ούτε το παρελθόν τους ή τα κίνητρά τους. Στο έργο του Πίντερ, ακόμα και οι σιωπές και οι παύσεις έχουν τη σημασία τους. Δεν είναι απαραίτητο να εκφράζονται όλα με λόγια. Οι διάλογοι συχνά είναι ασύνδετοι, ασύντακτοι, παράλογοι. Εξίσου σημαντικά με όσα λέγονται, στο έργο του Πίντερ, είναι και όσα δεν λέγονται. Όσα δεν τολμούν οι ήρωες να ξεστομίσουν.
Η παράσταση
Ο Στάνλεϊ του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη είναι ένας άνθρωπος που φοβάται τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον του. Ο ηθοποιός, εκφραστικός και μετρημένος ταυτόχρονα, αποδίδει εύστοχα τον ήσυχο άνθρωπο που αναγκάζεται να υπερασπιστεί το καταφύγιό του, αλλά τελικά καταρρέει υπό την πίεση που του ασκούν.
Η Αθηνά Τσιλύρα ερμηνεύει με άνεση την λαϊκή, καλοκάγαθη Μεγκ, που τρέφει ιδιαίτερη αδυναμία για τον Στάνλεϊ, αλλά -άθελά της- οδηγεί στην καταστροφή του. Εξαιρετικός ο αποστασιοποιημένος και παραιτημένος Πιτ του Φώτη Θωμαΐδη. Παρότι άβουλος, στο τέλος είναι αυτός που παροτρύνει τον Στάνλεϊ να μην αφήσει τους άντρες να του πουν τι να κάνει.
Απολαυστικός ο Γιάννος Περλέγκας, που υποδύεται έναν από τους δύο άντρες που έρχονται για να ανακρίνουν τον Στάνλεϊ. Ερμηνεύει εξαιρετικά τον άνθρωπο που διαλύει τον Στάνλεϊ με τα λόγια του -σε αντίθεση με τον ήρωα που υποδύεται ο Γιάννης Στεφόπουλος, ο οποίος επιβάλλεται με το σώμα- και αναδεικνύει τον κυνισμό αλλά και το θράσος του ήρωά του. Ο Γιάννης Στεφόπουλος, με τη σειρά του, αποδίδει εύστοχα τη σκληρότητα ενός ανθρώπου που βασίζεται κυρίως στη σωματική του δύναμη απέναντι στον αντίπαλό του.
Κάπως πιο αδύναμη η Άλκηστις Ζιρώ, στον ρόλο της νεαρής Λούλου, η οποία δίνει μια ανάλαφρη, αισιόδοξη νότα στο έργο με την εμφάνισή της, αλλά παρασύρεται τελικά κι εκείνη στον ζόφο και την κατάρρευση.
Η σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη ακολούθησε μια ρεαλιστική προσέγγιση, υπονομεύοντας ίσως, όμως, έτσι το στοιχείο του μυστηρίου, του παραλόγου και της αγωνίας, που είναι χαρακτηριστικά του έργου του Πίντερ. Ενδεχομένως μια λιγότερο ρεαλιστική σκηνοθεσία να αναδείκνυε καλύτερα αυτό το εξαιρετικό, αλλά δύσκολο έργο του Νομπελίστα συγγραφέα.