Ήξερε πολύ καλά πως δεν διαθέτει μαντικές δυνάμεις και συνειδητά πίστευε σε κάποια ανώτερη δύναμη την οποία μάλιστα δεν άφηνε να αιωρείται ως κάτι μετέωρο και αυθαίρετο αλλά αντ’ αυτού την βάφτιζε τον Θεό της Αγάπης, όπως κήρυτταν οι Γραφές. Αυτό το πλάσμα, λοιπόν, ξύπνησε εκείνο το ζεστό και αδιάφορο πρωινό με την γνώριμη εκείνη προαίσθηση. Δεν ήταν άγνωστη αυτή η αίσθηση απλά κάθε φορά την φοβόταν και την τρέλαινε για τον λόγο ότι οριακά την οδηγούσε στο να πιστέψει σε κάτι που ήταν αντίθετο στην προσωπική της ιδεολογία: τα όνειρα.
«Πεταμένα λεφτά» σκεφτόταν. Είναι κάτι που είναι εν μέρει επιστημονικά και μεταφυσικά αποδεδειγμένο. Ναι, ο Φρόυντ, ο πατέρας της Ψυχολογίας, βάσισε ολόκληρο το έργο του στην ερμηνεία αυτών. Ναι, τα όνειρα αποτέλεσαν διαύλους επικοινωνίας της επίγειας υπόστασης με την επουράνια, σύμφωνα με της ρήσεις των Αγίων. Ναι, η αστρολογία καλώς ή κακώς έχει αποτελέσει έναν αναμφισβήτητα αισθητό κομμάτι της λαϊκής και λαογραφικής παράδοσης. Ωστόσο, εκείνη ως Μαίρη δεν μπορούσε να αποδεχθεί κάτι τέτοιο. Θεωρούσε πως τα όνειρα που έβλεπε ήταν απλά μια αφορμή για να αποκτήσει την εντύπωση πως κάτι εξωπραγματικά ιδιαίτερο συμβαίνει στην ζωή της. Με την μόνη διαφορά πως αυτό το εξωπραγματικά ιδιαίτερο ήταν ανεξήγητα και τρομακτικά θλιβερό.
Δηλαδή, ο ονειροκρίτης είχε την απάντηση που απλά η Μαίρη θεωρούσε απόδειξη της δικής της πεποίθησης, πως απλά είναι μια ακόμη αφορμή να γεμίσει με ενδιαφέρον την κατά τα άλλα μίζερη ζωούλας της. Όμως, καλύτερα να γέμιζε με άλλου είδους ενδιαφέρον. Όχι, με αυτόν τον τρόμο στον ρυθμό της αναπνοής της και την σκέψη της να τρέχει χιλιάρι για να προσπαθήσει να θυμηθεί ποιος από τους συγγενείς ή φίλους ήταν πρόσφατα άρρωστος έτσι ώστε να συνειδητοποιήσει πως εκείνος ήταν ο εκλεκτός του ονείρου.
Με μια ρηχή και ταυτόχρονα αστεία ψυχραιμία φρόντισε να επικοινωνήσει με την μητέρα της, όπως έκανε κάθε φορά, για να ανιχνεύσει αν υπάρχει κάποιος που έπαθε κάτι και δεν την ειδοποίησαν για να μην την ανησυχήσουν. Και ήταν πάντα τόσο σίγουρη πως κάποια από τις πολλές φορές θα ακούσει το κακό μαντάτο έτσι απλά και ήρεμα, όπως είχε συνηθίσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια και 85 ημέρες. Λίγο πριν το τελευταίο χαρακτηριστικό τουτ της τηλεφωνικής γραμμής θυμήθηκε πως ο κύριος Αντρέας νοσηλευόταν εδώ και κάτι μέρες στο νοσοκομείο. Επομένως, για να μην ακουστεί περίεργη, το έφερε πλαγίως στην μητέρα της.
-Ναι, μαμά δεν έχω πολύ ώρα που ξύπνησα. Όχι, θα πιω καφέ πρώτα. Εσείς όλοι καλά; Και οι παππούδες; Ο Μιχάλης; Ο κύριος Αντρέας που ήταν στο νοσοκομείο; Ακουγόταν η βραχνή από τον ύπνο φωνή της με την σωστή δόση καμουφλαρισμένης ηρεμίας.
-…Πώς και ρωτάς στα καλά καθούμενα, όμως; Έγινε κάτι;
-Όχι- όχι. Τίποτα ιδιαίτερο. Να απλά πάλι ένα από αυτά τα όνειρα.
-Πάλι; Πρέπει να είναι η δεύτερη φορά αυτόν τον μήνα. Απόρησε με λίγη ανησυχία η μητέρα.
-Το ξέρω και είχα μήνες να το δω. Ήταν πολύ αληθινό και δεν ξέρω έχω αυτό το άσχημο προαίσθημα…
Η σιωπή είναι η πιο αμφιλεγόμενη μορφή απάντησης και το χιούμορ, πέραν της ένδειξης ενός ξεχωριστού είδους ευφυΐας, αποτελεί το πιο τρανταχτό παράδειγμα επιθυμίας να αποφύγει κανείς κάποιο θέμα που δυσαρεστεί.
Η μέρα κύλησε αδιάφορα και με τον ίδιο ρυθμό κύλησε και η επόμενη και η μεθεπόμενη και όλες οι άλλες μέχρι την στιγμή που παγώνει ο χρόνος. Δεν έχει αναρωτηθεί κανείς επί της ουσίας για την ματαιότητα της ύπαρξης και τον μηδενισμό της ζωής. Ό, τι υπάρχει είναι παροδικό. Δεν μένει τίποτα παρά αυτή η πικράδα από το ήδη βιωμένο, όπως η πικράδα του καφέ που γεμίζει την στοματική κοιλότητα.
Και κείτεται η μικροκαμωμένη κοπέλα με το άχαρο στήσιμό της κοντά στο μνήμα χωρίς να αισθάνεται τίποτα. Απολύτως τίποτα. Ένα τεράστιο κενό μέσα στο βαθύ τίποτα. Τόσο πλεονασμός. Το ένιωθε ότι ερχόταν και τώρα που ήρθε ξέρει και την διάρκεια. Το πάντα είναι βαριά κουβέντα.