Ο πατέρας του Φιλοσοφικού ιδεαλισμού και γνωστότερος μαθητής του Σωκράτη, Πλάτωνας, γεννήθηκε στην Αθήνα το 427 π.Χ (πηγές υποστηρίζουν πως γεννήθηκε το 429 π.Χ.). Όπως ειναι γνωστό, καταγόταν απο αριστοκρατική οικογένεια (ο πατέρας του είχε καταγωγή απο τη γενιά του Κόδρου και η μητέρα του απο τη γενιά του Σόλωνα) και ως παιδί έλαβε επιμελημένη παιδεία και γνώσεις στην ποίηση, τη μουσική και τη γυμναστική. Νεαρός, ακόμα, φιλοδοξούσε να ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική ζωή της Αθήνας, όμως η συμμετοχή συγγενικών του προσώπων στην Τυραννία των Τριάκοντα τον απογοήτευσε και σύντομα εγκατέλειψε την ιδέα εκείνη. Αυτό, βέβαια, που έχει περισσότερη σημασία απ’ όλα είναι η συνάντηση του Πλάτωνα, σε ηλικία 20 ετών, με τον Σωκράτη. Ο μελλοντικός τότε φιλόσοφος είχε βρει μια νέα χαρά μέσα στη “διαλεκτική” του Σωκράτη. Κάτω απο την καθοδήγηση του δασκάλου του, πέρασε απο την απλή συζήτηση στην προσεκτική ανάλυση και στον καρποφόρο διάλογο. Η σκέψη του Πλάτωνα επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τους μεταγενέστερους Φιλοσόφους και όλο αυτό που ονομάζεται Δυτική Φιλοσοφία, ενώ ακόμα και σήμερα αποτελεί υλικό μελέτης.
Τα έργα του Πλάτωνα -εξαιρούνται οι Επιστολές και η Απολογία- έχουν τη μορφή διαλόγου με κύριο πρωταγωνιστή τον Σωκράτη, ο οποίος συνομιλεί με κάποιον για ζητήματα όπως η ηθική, το κάλος, η σωφροσύνη, η αρετή, ο έρωτας κλπ. Η δυσκολία, ενδεχομένως, στην κατανόηση του Πλάτωνα βρίσκεται ακριβώς σε αυτό το μεθυστικό μείγμα Φιλοσοφίας και Ποίησης, Επιστήμης και Τέχνης. Δεν μπορούμε να είμαστε σχεδόν ποτέ σίγουροι πότε ο συγγραφέας των διαλόγων εκφράζεται κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Μέσα στους διαλόγους του Φιλοσόφου έχει σημαντική θέση ο μύθος, ο οποίος χρησιμοποιούταν εκεί που ‘τελείωνε’ η αυστηρή διαλεκτική. Θα έλεγε κάποιος οτι τα έργα του Πλάτωνα ομοιάζουν με παραβολές. Βασικός ρόλος του μύθου στους διαλόγους είναι να εκφράσει μια εμπειρία ή μια κατάσταση, η οποία δεν δύναται να αποδειχθεί λογικά. Άλλωστε μην ξεχνάμε πως η μορφή αυτή των διαλόγων αποτελούσε υλικό που απευθυνόταν στο ευρύτερο κοινό. Ο Πλάτωνας επιθυμούσε, εν μέρει, να καταστήσει σαφείς έννοιες και συνειρμούς όχι μόνο σε εκείνους που ήταν μυημένοι στον Φιλοσοφικό στοχασμό αλλά σε όλους. Ο μαθητής του Σωκράτη μέσω του μύθου, λοιπόν, προσπαθεί να παρουσιάσει και να αποκαλύψει ιδέες, αλλά δεν βυθίζει τον αναγνώστη στο χάος κάποιου ασαφούς νοήματος ρηχών πεποιθήσεων.
Ο θάνατος τυγχάνει ων, ως εμοί δοκεί, ουδέν άλλο ή δυοίν πραγμάτοιν διάλυσις,
της ψυχής και του σώματος απ’ αλλήλου
– Φαίδρος, Πλάτωνα
Advertising
Η περίφημη Θεωρία των Ιδεών, ωραιοποιημένη και συσκοτισμένη ταυτόχρονα απο τη φαντασία και την ποίηση του Πλάτωνα, είναι ένας ‘λαβύρινθος’ συλλογισμών. Σύμφωνα με τον Φιλόσοφο οι σταθερές, αναλλοίωτες και αιώνιες πηγές γνώσης είναι οι Ιδέες. Εφόσον ο κόσμος χωρίζεται σε αισθητό και υπεραισθητό και οι ιδέες ανήκουν στον υπεραισθητό, τότε ο άνθρωπος μέσω της νόησης -μόνο μέσω αυτής- καλείται να τις προσεγγίσει και να τις αντιληφθεί. Δεν είναι δυνατόν να προσεγγιστούν με τις αισθήσεις δηλαδή, διότι ανήκουν στον ιδεατό (μη ορατό) κόσμο, χωρίς τον οποίο η πραγματικότητα θα ήταν για ‘μας ό,τι είναι για το παιδί όταν πρωτοανοίγει τα μάτια του, δηλαδή μια μάζα λεπτομερειών χωρίς νόημα, που έγινε αντιληπτή απο τις στείρες αισθήσεις. Τη θεωρία των Ιδεών ο Φιλόσοφος την εξηγεί με τον γνωστό Μύθο του Σπηλαίου. Εκεί λαμβάνουν χώρα όσα ακριβώς πιστεύει για τις ιδέες και τα αναλύει μέσω παρομοιώσεων και συμβόλων (δεσμώτες, σκιές, τεχνάσματα, φωτιά, ανηφορική έξοδος κλπ). Ό,τι υπάρχει γύρω μας, ό,τι αντιλαμβανόμαστε ως αισθητό ειναι είδωλο κάποιας Ιδέας. Ουσιαστικά ο χώρος του σπηλαίου είναι ο αισθητός κόσμος, ενώ η ανάβαση στον έξω κόσμο είναι η θέαση των Ιδεών.
Ο Μύθος του Ηρός είναι η ιστορία με την οποία τελειώνει το έργο «Πολιτεία» του Πλάτωνα. Ο Φιλόσοφος πίστευε πως η Ψυχή ειναι αθάνατος και, ως εκ τούτου, η πορεία της είναι κυκλική και ‘συμμετέχει’ σε πολλές επίγειες ζωές. Η ιστορία αναφέρεται ως επί το πλείστον στη μεταθανάτια κρίση των Ψυχών και στο κατά πόσο έχει σημασία ο τρόπος ζωής των ανθρώπων στην ποιότητα της επόμενης ζωής. Πιο συγκεκριμένα : Αφού ο Ήρ έπεσε νεκρός στη μάχη και παρέμεινε κάποιες μέρες πλάι στους υπόλοιπους νεκρούς, μεταφέρθηκε στη νεκρική πυρά και εκεί ακριβώς ‘ξύπνησε’. Αμέσως ξεκίνησε να διηγείται όσα είχε δει και ακούσει η ψυχή του στον άλλη ζωή. Το ταξίδι στον αόρατο κόσμο, η παρουσία μπροστά στους δικαστές, ο δρόμος που έπαιρναν οι ψυχές μετά την απόφαση ( οι δίκαιες πήγαιναν προς τα πάνω και οι άδικες προς τα κάτω -για να εκτίσουν τις ποινές που τους αναλογούσαν) και ο δρόμος που επέλεγε κάθε ψυχή για την επιστροφή της στη Γη. Εδώ γίνεται αναφορά στο γεγονός πως οι αφιλοσόφητες ψυχές προτιμούσαν μια ζωή με αξιώματα, πλούτη και διασκεδάσεις, αφού δεν εγνώριζαν τη δυστυχία που έκρυβαν, ενώ οι ψυχές που είχαν γνωρίσει δοκιμασίες και είδαν την αλήθεια φρόντιζαν να επιλέξουν μια ζωή ήρεμη και λιγότερο λαμπερή. Έπειτα η κάθε ψυχή προχωρούσε στον Αμέλητα ποταμό. Πίνοντας νερό απο εκεί δεν θυμόταν τίποτα απο την προηγούμενη ζωή της. Μέσω αυτού του μύθου, ο Πλάτωνας, θέλει να εξηγήσει τη σημασία της παιδείας, κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής, και πόσο αναγκαίος είναι ο Φιλοσοφικός στοχασμός, με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να ανακαλύψει την αρετή, τη σωφροσύνη, το κάλος και την ηθική.
Τέλος, το Δαχτυλίδι του Γύγη είναι ένας ακόμα μύθος του Πλάτωνα, σύμφωνα με τον οποίο: μετά απο δυο καταστροφικά φυσικά φαινόμενα κάποιος βοσκός με το όνομα Γύγης βρίσκει ένα δαχτυλίδι, το οποίο μπορούσε να κάνει αόρατο όποιον το φορούσε. Με το δαχτυλίδι οπλίζεται -ο μέχρι τότε απαξιωμένος βοσκός, προχωρά σε αποπλάνηση της συζύγου του βασιλιά, ακολουθεί μοιχεία, ο Βασιλιάς δολοφονείται και την εξουσία παίρνει ο Γύγης. Στο συμπέρασμα, αντιλαμβανόμαστε οτι ο άνθρωπος, όταν γνωρίζει οτι δεν θα τιμωρηθεί για τις πράξεις του και ούτε θα του ασκηθεί επίπληξη, έχει έμφυτη την τάση να αδικεί (άραγε ο καθένας που γνωρίζει οτι οι πράξεις του δεν θα υποβληθούν σε κριτική θα επέλεγε την αδικία εξαρχής;). Ένα αντικείμενο, λοιπόν, γίνεται η αιτία να περάσει ο άνθρωπος απο το φως – ενδεχομένως- της αγνότητας στο σκοτάδι του εγκλήματος· να υποκύψει ο νους στα επίγεια πάθη και τις σωματικές απολαύσεις πραγματοποιώντας άρση της δικαιοσύνης. O Πλάτωνας εδώ φαίνεται πως αναγνωρίζει τη δυσκολία της επιλογής του ορθού, το οποίο μπορεί να υποβιβάζει το προσωπικό συμφέρον ενίοτε, με σκοπό το κοινό καλό. Γίνεται κατανοητό, πως με τον κόσμο της κοσμικής δόξας και των υλικών αγαθών είναι όλοι οι άνθρωποι εξοικειωμένοι, ενώ με την ‘άλλη όχθη’ της νόησης και της Αλήθειας υπάρχει μια δυσκολία ως προς τον εντοπισμό της.