Στο νέο της μυθιστόρημα “Στις δικές μου διαδρομές” η Jhumpa Lahiri θέτει ως πρωταγωνίστρια μια μοναχική γυναίκα να αφηγείται τις δικές της διαδρομές. Το μυθιστόρημα γράφτηκε την τριετία 2015-2018 στα ιταλικά παρότι δεν είναι μητρική γλώσσα της συγγραφέα. Επέλεξε να μετακομίσει στην Ιταλία, μαζί με την οικογένειά της για να κατανοήσει και να κατακτήσει την ιταλική γλώσσα. Το βιβλίο εκδόθηκε το 2018, πρώτα στα ιταλικά και έπειτα στα αγγλικά σε μετάφραση της ίδιας. Στην ελληνική γλώσσα μεταφράστηκε από την Άννα Παπασταύρου και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg.
Η σαρανταεξάχρονη πρωταγωνίστρια παραμένει ανώνυμη, όπως και η πόλη στην οποία κατοικεί. Από έμμεσες αναφορές, π.χ. “έρχονταν σπίτι μου να κάνουν μάθημα Ιταλικών”, συμπεραίνουμε πως ζει στην Ιταλία. Μένει μόνη της και εργάζεται στο πανεπιστήμιο. Περπατά στους δρόμους της πόλης, περιγράφει όσα αντικρίζει, αναθυμάται το παρελθόν. Η μοναξιά της είναι ο τρόπος που επέλεξε έναντι όποιου συμβιβασμού στην προσωπική της ζωή. Μια προσωπική ζωή δομημένη πάνω σε ρουτίνες, περιπάτους, κολύμπι σε πισίνα, φαγητό σε εστιατόρια, βόλτες σε βιβλιοπωλεία, επισκέψεις στο θέατρο.
Η πρωταγωνίστρια γίνεται κοινωνός της ζωής των άλλων. Γεμίζει τα κενά δανειζόμενη στιγμές από τις ζωές των φίλων της. Ακόμα κι εκεί, όμως, υπάρχει μέτρο και όρια. Δεν επιτρέπει στον εαυτό της μεγαλύτερη συναισθηματική σύνδεση. Έχει το ρόλο του παρατηρητή. Καταγράφει σκηνές και στιγμιότυπα όπως μία κάμερα. Αναλογίζεται την εφηβεία και το παρόν της. Ανατέμνει τη σχέση με τους γονείς της, τη σχέση των γονιών της. Επισημαίνει τις διαφορές της με τη μητέρα της. Καταλήγει, στην πεποίθηση πια, μιας σειράς επιλογών που εκπηγάζουν από την υιική σχέση.
“Η μοναχική ζωή έχει γίνει το επάγγελμά μου. Πρόκειται πια για επιστήμη, προσπαθώ να την τελειοποιώ κι όμως υποφέρω από αυτήν, όσο μαθημένη και αν είμαι, με αποκαρδιώνει, θα φταίει η επίδραση της μητέρας μου.”
Ακόμα και η συνειδητή επιλογή της μοναξιάς στοιχειώνεται από την άποψη της μητέρας της, που θεωρούσε το μοναχικό βίο ανεπάρκεια. Η επίδραση αυτή αφαιρούσε μέρος της απόλαυσης που αποκόμιζε από τον τρόπο ζωής της.
Ο ιταλικός τίτλος του βιβλίου είναι “Dove mi trovo”, σε ελεύθερη μετάφραση, “Όπου βρίσκομαι”. Η συγγραφέας συνδέει τον εαυτό της με το σημείο που βρίσκεται συναισθηματικά, γεωγραφικά, γλωσσικά. Η απουσία ορισμού του τόπου δίνει έναν καθολικό χαρακτήρα, την τοποθετεί οικουμενικά στον κόσμο. Οι συναντήσεις, οι περιηγήσεις της, την κρατούν σε συνεχή κίνηση υπογραμμίζοντας την αίσθηση του ανήκειν, τη σχέση μεταξύ ταυτότητας και τόπου. Σε αυτό, βέβαια, προστίθεται η διαμόρφωση του εαυτού μέσα από τη γλώσσα. Στην προκειμένη περίπτωση, την ανασύσταση/διαμόρφωση του εαυτού μέσα από τη δομή μιας μη μητρικής γλώσσας.
Ο όρος Exophony (εξωφωνία) αναφέρεται στη συγγραφή σε γλώσσα εκτός της μητρικής.
Στη λογοτεχνία υπήρξαν πολλοί “εξωφωνικοί” συγγραφείς: Emil Cioran, Vladimir Nabokov, Samuel Beckett, Milan Kundera, China Achebe, Paul Celan, Βασίλης Αλεξάκης, Fernando Pessoa, κ.ά.
Αρχικά λόγω της αποικιοκρατίας, σήμερα λόγω μετανάστευσης, το φαινόμενο της δι-/πολυγλωσσίας είναι πλέον σύνηθες. Η Lahiri πραγματεύεται την αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου που βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση, αλλάζει τόπο, επάγγελμα, επαφές, γλώσσα. Προσαρμόζεται και διαμορφώνεται ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Μόνη ρίζα που συνδέει το σύγχρονο άνθρωπο με τον ίδιο του τον εαυτό είναι οι λέξεις, η γλώσσα. Όσα περιγράφουν την κατάστασή του. Όσα τον προσδιορίζουν.
“Γιατί τελικά το σκηνικό δεν έχει καμία σχέση: ο φυσικός χώρος, το φως, η τύχη. Δεν έχει σημασία αν είναι κάτω από έναν ουρανό ή κάτω από τη βροχή ή μες στο καθαρό νερό το καλοκαίρι… Υπάρχει τόπος όπου δεν είμαστε περαστικοί; Αποπροσανατολισμένη, χαμένη, αναστατωμένη, σαστισμένη, απορυθμισμένη, εντοπισμένη, διωγμένη, αποξενωμένη: ξαναβρίσκω τον εαυτό μου μέσα σε αυτή την οικογένεια όρων. Αυτός είναι ο τόπος, οι λέξεις που με βάζουν στον κόσμο.”
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα της θυμήθηκα τις “Αόρατες πόλεις” του Ίταλο Καλβίνο και τη “Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ” του Jürgen Buchmann. Ένας κόσμος συνεχώς μεταβαλλόμενος, πόλεις και γλώσσες που σαν ζωντανοί οργανισμοί αλλάζουν. Οι έννοιες της πατρίδας και της γενέτειρας αποδυναμώνονται κι αντικαθίστανται λαμβάνοντας μία μεταφορική κι ευρύτερη σημασία.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:
Η Τζούμπα Λαχίρι, κόρη Ινδών μεταναστών, γεννήθηκε το 1967 στο Λονδίνο αλλά μεγάλωσε στις ΗΠΑ. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων, “Interpreter of Maladies” (ελλ. έκδ. “Διερμηνέας ασθενειών”, Ελληνικά Γράμματα, 2001) κυκλοφόρησε το 1999 και βραβεύτηκε με τα βραβεία Pulitzer-Fiction, Pen/Hemingway και The New Yorker Debut of the Year. Το 2003 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο “The Namesake” (ελλ. έκδ. “Η συνωνυμία”, Ελληνικά Γράμματα, 2004). Ακολούθησε το 2008 η δεύτερη συλλογή διηγημάτων της “Unaccustomed Earth”, η οποία βραβεύτηκε με το Frank O’Connor International Short Story Award και το Asian American Literary Award και το 2013 το μυθιστόρημα “The Lowland” (ελλ. έκδ. “Εκεί όπου ανθίζουν οι υάκινθοι”, Μεταίχμιο, 2014). Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και περιλαμβάνονται στις λίστες των μπεστ σέλερ. Ζει μόνιμα στη Ρώμη. [πηγή: biblionet.gr]
Οπισθόφυλλο:
Μια νεαρή γυναίκα περιπλανιέται σε κάποια πόλη που δεν κατονομάζει: παρατηρεί ανθρώπους και μέρη, ανακαλεί σκηνές και γεγονότα που τη σημάδεψαν, συνομιλεί βουβά με πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή της, προβληματίζεται από συζητήσεις που ακούει τυχαία και από απρόσμενες συναντήσεις. Βήμα-βήμα ξεκαθαρίζει τι θέλει πραγματικά και ανακαλύπτει τον εαυτό της.
Η βραβευμένη με Pulitzer Αμερικανίδα ινδικής καταγωγής Τζούμπα Λαχίρι (γενν. Λονδίνο, 1967) επιλέγει να γράψει στα ιταλικά –γλώσσα που δεν είναι η μητρική της– ένα μυθιστόρημα με θέμα οικουμενικό: τη μοναξιά και τη συναισθηματική αποξένωση, αλλά και τα μικρά θαύματα της καθημερινότητας που μπορούν να φέρουν κοντά τους ανθρώπους. [πηγή: dardanosnet.gr]