Καλά Χριστούγεννα! Έφτασαν επιτέλους! Η πιο όμορφη εποχή του χρόνου –κατά την γνώμη μου- και σχεδόν όλοι έχουμε να πούμε πολλές ιστορίες και περιπέτειες που περάσαμε κατά την διάρκεια των γιορτών. Γι’ αυτό, σκεφτήκαμε εδώ στο βιβλίο, να ρωτήσουμε κάποιους συγγραφείς να μοιραστούν με εσάς την αγαπημένη χριστουγεννιάτικη ανάμνηση τους.
Να ευχαριστήσουμε, λοιπόν, την Άρτεμις Βελούδου, την Γιώτα Παπαδημακοπούλου και τον Παναγιώτη Δεληγιάννη για τις ιστορίες τους και ελπίζουμε να τις απολαύσετε, όπως εμείς όταν τις πρωτοδιαβάσαμε!
Ας αρχίσουμε με την αγαπημένη ανάμνηση της Άρτεμις Βελούδου, για μια νέα αρχή και ένα αισιόδοξο μήνυμα για τα Χριστούγεννα και το 2017.
«Όσοι με ξέρουν με αποκαλούν Εμπενίζερ, και όχι χωρίς λόγο. Φαίνεται σαν να μισώ τα Χριστούγεννα, αλλά στην πραγματικότητα τα φοβάμαι, γιατί με πιάνει λίγο παραπάνω η μελαγχολία των εορτών. Δεν είναι ότι αντιπαθώ τα πολλά λαμπάκια, τα δώρα, τα χαμόγελα, τη χριστουγεννιάτικη μουσική που κατακλύζει όλους τους χώρους, τις οικογενειακές συγκεντρώσεις και τα ατέλειωτα φαγοπότια∙ είναι ότι τις μέρες εκείνες, ακριβώς επειδή όλα φωτίζονται τόσο πολύ, κρατάω ένα παράθυρο κάπου στην άκρη του οπτικού μου πεδίου με τη στενάχωρη αντίθεση: Οι καιροί που περνάμε, το να μην μπορείς να δεις όσους θες, να δωρίσεις ό,τι θες, να αγνοήσεις εικόνες στους δρόμους που σε θλίβουν, ακόμα και το να θυμάσαι ότι παλιά, τέτοια εποχή, στο τραπέζι κάθονταν περισσότεροι άνθρωποι που αγαπούσες.
Τελικά, μετά από χρόνια κατάλαβα πως οι καλύτερες χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις είναι αυτές που σκοπεύεις να δημιουργήσεις. Δεν με ωφέλησε ποτέ να αναπολώ τις προηγούμενες γιορτές, γιατί η σύγκριση πάντα ήταν κατά των επόμενων, κι αυτό μόνο συμβάλλει στα Christmas blues. Όσο πιο μικρός είσαι, τόσο πιο μαγικές σου φαίνονται οι μέρες αυτές, με την αθωότητα και τον ενθουσιασμό που φιλτράρουν τα πάντα στην παιδική ηλικία. Όσο μεγαλώνεις, τα κριτήρια αλλάζουν και… εντάξει, δεν ζούμε σε έναν υπέροχο κόσμο.
Μία από τις ωραιότερες χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις που έχω, είναι όταν στόλισα για πρώτη φορά το πρώτο ολόδικό μου δέντρο. Είχα μόλις μετακομίσει σε μια γκαρσονιέρα, είχα εφοδιαστεί με όλα τα απαραίτητα στολίδια για το δέντρο, τους τοίχους, τα τζάμια, το τραπεζάκι, τα ράφια, την πόρτα (και ένα πανύψηλο δέντρο, φυσικά) και ετοιμαζόμουν να κάνω ακριβώς αυτό που προείπα: να δημιουργήσω μια όμορφη ανάμνηση. Δεν θα ήταν όμως αυτό μόνο με την υλική ικανοποίηση∙ κάλεσα αγαπημένους φίλους, έφτιαξα γλυκά, ζεστά ροφήματα, μια playlist με χριστουγεννιάτικα τραγούδια (Tim Burton και Frank Sinatra και ο συνδυασμός όσο προχωρούσαν τα κομμάτια γινόταν όλο και πιο παράδοξος). Γέλια, πειράγματα, πολλές φωτογραφίες, μιας ώρας υπόθεση το στόλισμα μας πήρε ένα τετράωρο. Στο τέλος της βραδιάς είχα έναν πανέμορφο, έτοιμο για τις γιορτές χώρο και μια καρδιά ξεχειλισμένη από αγάπη και ευτυχία. Και μάλλον έτσι είναι τα Χριστούγεννα.
Ένα απόγευμα σαν αυτό δεν κατάφερα να το επαναλάβω έκτοτε. Με τους φίλους μπορεί να συναντιόμαστε ακόμη, μπορεί και όχι. Κοιτάζοντας πίσω όμως, συνειδητοποιώ αυτό: Τις γιορτινές μέρες πρέπει να μηδενίζουμε το κοντέρ και να αρχίζουμε κάτι νέο. Μόνο με την απόφαση να δημιουργήσουμε μια όμορφη ανάμνηση μπορούμε να συγκεντρωθούμε αληθινά στο τώρα (κάτι που γενικά αποτυγχάνουμε να κάνουμε). Κοιτάζοντας πίσω ή μπροστά, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να ζούμε στη νοσταλγία ή την προσδοκία και να χάνουμε στιγμές.
Η αγαπημένη μου χριστουγεννιάτικη ανάμνηση για το 2017 λοιπόν, θα είναι μέσα σε αυτές που θα αποκτήσω φέτος. Το ίδιο θα απαντήσω και του χρόνου, τέτοια εποχή.
Εύχομαι μέσα από την καρδιά μου για όλους μας καλές γιορτές, με εσωτερική ζεστασιά, αληθινά χαμόγελα, ειλικρινή αγάπη και διάθεση για αναγέννηση!»
Στην επόμενη ιστορία έχουμε την Γιώτα Παπαδημακοπούλου να μας λέει για τα αγαπημένα της Χριστούγεννα ως μαμά!
«Όταν μου ζητάνε να πω ποια είναι η αγαπημένη μου χριστουγεννιάτικη ανάμνηση, η αλήθεια είναι πως δυσκολεύομαι. Από παιδί, η μέρα των Χριστουγέννων, ήταν η αγαπημένη μου όλης της χρονιάς –μαζί με τα γενέθλιά μου που τυγχάνει να είναι πέντε μέρες αργότερα-, οπότε φρόντιζα κάθε φορά να είναι ξεχωριστή, να περνάω χρόνο με την οικογένειά μου, να τρώμε όλοι μαζί –κάτι που δεν μπορούσαμε να κάνουμε όλες τις υπόλοιπες μέρες-, να δέχομαι με ενθουσιασμό τα δώρα μου που παρίστανα πως δεν ήξερα τι ήταν, αν και πάντα ήξερα καθότι σκάλιζα τις συσκευασίες αφού πήγαιναν όλοι για ύπνο –ναι, ήμουν αρκετά κυνική από μικρή για να πιστεύω στον ΑΪ-Βασίλη-, ενώ αργότερα φρόντιζα να περνάω χρόνο και με τους φίλους μου διασκεδάζοντας, φλερτάροντας, ζώντας την στιγμή –γιατί τα νιάτα περνάνε και χάνονται πριν καν να το καταλάβεις. Όλα αυτά, λοιπόν, θα μπορούσαν ν’ αποτελούν και από μία χριστουγεννιάτικη ανάμνηση. Αυτή, όμως, που θα κρατήσω λίγο πιο έντονα, είναι των πρώτων Χριστουγέννων μου ως μαμά. Ο Βασίλης μου στο καρότσι του, να με κοιτάζει και να ξερογλείφεται –και να είναι τόσο αστεία η φατσούλα του- ενώ έφτιαχνα για πρώτη φορά μελομακάρονα και κουλουράκια με κανέλα, την ίδια ώρα που το ψητό ετοιμαζόταν στο φούρνο για το βραδινό οικογενειακό τραπέζι, τα κάλαντα να παίζουν στο μικρό στερεοφωνικό που είχα στην κουζίνα και τα λαμπάκια –που έκαναν το σπίτι να μοιάζει περισσότερο με φάρο ή έστω, με την πλατεία Συντάγματος προ κρίσης- ν’ αναβοσβήνουν δημιουργώντας ονειρικές σκιές στους τοίχους. Κι εγώ να είμαι τόσο κουρασμένη μα με έναν περίεργο τρόπο, γεμάτη ενέργεια την ίδια στιγμή, και αυτό γιατί –ίσως- εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πραγματικά πόσο πλήρης ήμουν για πρώτη φορά στη ζωή μου.»
Για το τέλος, σας αφήσαμε με μια ιστορία σαν από παραμύθι…τρόμου, από τον Παναγιώτη Δεληγιάννη.
«Η ιστορία μου είναι πραγματική. Ο τόπος των γεγονότων είναι η Βαρυμπόμπη.
Πρέπει να ήμουν εννέα ή δέκα ετών. Εκείνες οι εποχές ήταν ακόμα αθώες για ένα παιδί της ηλικίας μου. Μέχρι τα 14 ζούσαμε σε ένα αθώο σύννεφο ψευδαισθήσεων, δεν ήμασταν σαν τα σημερινά παιδιά που μεγαλώνουν γρήγορα.
Οι διακοπές των Χριστουγέννων ήταν κοντά και στο σχολείο όλα τα παιδιά ανυπομονούσαν. Το μόνο που κάναμε τις τελευταίες ημέρες ήταν ατέλειωτες πρόβες για την σχολική εορτή.
Τον τελευταίο καιρό, από το πρωί που ξυπνούσα μέχρι το βράδυ που κοιμόμουν είχα τρεις έγνοιες.
Η πρώτη αφορούσε την αποστήθιση του ποιήματός μου, που μιλούσε για τον Άη Βασίλη και τα δώρα που έφερνε.
Η δεύτερη ήταν με ποιον φίλο μου θα έλεγα τα κάλαντα εκείνη τη χρονιά.
Και η τρίτη, ήταν και η πιο δύσκολη.
Πως θα έπιανα στα πράσα τον Άη Βασίλη την ώρα που θα μου άφηνε το δώρο κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Είχα προσπαθήσει και τις άλλες χρονιές, αλλά τα σχέδια μου είχαν γνωρίσει παταγώδη αποτυχία.
22 Δεκεμβρίου.
Η σχολική γιορτή είχε τελειώσει και διασχίζαμε το δάσος με τους φίλους μου για να επιστρέψουμε στα σπίτια μας. Ο καιρός ήταν μουντός και πολύ κρύος και το νυχτερινό αεράκι έφερνε μαζί τους και τις πρώτες νιφάδες του χιονιού. Αυτό ήταν το τελευταίο που μας ένοιαζε. Μόλις είχαν αρχίσει οι Χριστουγεννιάτικες διακοπές μας και η διάθεσή μας ήταν στα ύψη. Ένας ένας έφτανε στο σπίτι μου και μας χαιρετούσε, μέχρι που μείναμε εγώ και ο φίλος μου ο Γιώργος που έμενε πιο μακριά από όλους από το σχολείο. Φτάσαμε έξω από το σπίτι μου και με αποχαιρέτισε. Όπως έφευγε όμως σκέφτηκα πως δεν είχα πει σε κανέναν ακόμα για τα κάλαντα.
«Ε Γιώργο», του φώναξα. «Με ποιον θα πεις τα κάλαντα?»
Εκείνος γύρισε πίσω.
«Δεν ξέρω ακόμα. Θες να πάμε μαζί?»
«Φυσικά και θέλω», του απάντησα ενθουσιασμένος.
Χαιρετηθήκαμε και έφυγε να πάει στο σπίτι του, από το σκοτεινό και πιο γρήγορο μονοπάτι, μέσα από την ρεματιά.
Ήμουν πολύ χαρούμενος. Οι δύο από τις τρεις έγνοιες μου είχαν τελειώσει και μπορούσα να επικεντρωθώ στην τρίτη και πιο σημαντική.
24 Δεκεμβρίου
Είχα ξυπνήσει από τις πέντε το πρωί ενθουσιασμένος. Έμεινα στο κρεβάτι μου και διάβαζα το αγαπημένο μου Χριστουγεννιάτικο βιβλίο, το Μαγικό Φίλτρο του Μίκαελ Έντε. Από το παράθυρό μου έβλεπα την χιονισμένη αυλή, μέχρι πέρα το δάσος, όπου έμενε ο Γιώργος. Το σπίτι του ήταν σκοτεινό, πράγμα που σήμαινε πως ακόμα κοιμόταν.
Το βιβλίο το είχα διαβάσει πάρα πολλές φορές αλλά το αγαπούσα. Ένας γάτος και ένα πουλί, προσπαθούσαν να σώσουν τον κόσμο από έναν σατανικό μάγο, ο οποίος ετοιμαζόταν να τον καταστρέψει την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς με σατανική μαγεία. Ο μάγος ήταν διαβολικός και το σχέδιό του δόλιο.
Στο νου μου έφερα τον Άγιο Βασίλη που το βράδυ της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς, ξεκινούσε από το ζεστό του σπίτι για να μοιράσει την χαρά στα παιδιά. Ο Μάγος του βιβλίου ήταν ακριβώς το αντίθετο.
Η ώρα περνούσε και τα πρώτα φώτα άναψαν στο σπίτι του Γιώργου. Είχε πάει 7 και σηκώθηκα και εγώ από το κρεβάτι για να ετοιμαστώ. Η μητέρα μου έπινε τον καφέ της στην κουζίνα αγουροξυπνημένη, ενώ ο πατέρας μου σιγομουρμούριζε έναν σκοπό από το μπάνιο.
«Θα ήταν καλύτερα να μην πας. Έξω χιονίζει. Δεν θα ήθελες να περάσεις άρρωστος τις διακοπές σου», μου είπε η μητέρα μου και με αγκάλιασε.
«Δεν παθαίνω τίποτα», της είπα με μάτια που έλαμπαν από ενθουσιασμό. Δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω εκείνη την ημέρα για τίποτα στον κόσμο.
«Τουλάχιστον φάε ένα καλό πρωινό», μου είπε.
Στις 8 ήρθε ο Γιώργος και μου χτύπησε το κουδούνι. Έτρεξα αμέσως έξω και φύγαμε μαζί για το πρώτο σπίτι, παίζοντας χιονοπόλεμο στον δρόμο.
Κατά τις 12 γυρίσαμε στο σπίτι μου για να ζεσταθούμε και να τσιμπήσουμε κάτι πριν συνεχίσουμε την τραγουδιστική μας καριέρα. Τα μάγουλά μας ήταν αναψοκοκκινισμένα από το κρύο και μία κούπα ζεστή σοκολάτα ήταν ότι χρειαζόμασταν.
Γύρω στις 4 αποφασίσαμε να πάμε σε λίγα σπίτια ακόμα και μετά να γυρίσουμε, αφού θα νύχτωνε σύντομα. Είχαμε απομακρυνθεί πολύ από τα σπίτια μας, ήμασταν στο βόρειο τμήμα της Βαρυμπόμπης, στους πρόποδες της Πάρνηθας. Σε εκείνο το σημείο υπήρχε δάσος και ένα σπίτι κάθε 500 μέτρα. Το δάσος ανηφόριζε και από εκεί έβλεπες την θέα όλης της Αθήνας. Ήταν ένα κομμάτι της περιοχής μας που δεν ξέραμε τόσο καλά. Τα ελάχιστα σπίτια ήταν παλιά, μεγάλα σαν πύργοι και περιτριγυρισμένα από πανύψηλους φράχτες. Μερικά από αυτά ήταν εγκαταλελειμμένα.
Φτάσαμε έξω από ένα μεγάλο οικόπεδο. Από την καγκελόπορτα είδαμε ένα τριώροφο κτίσμα, πάνω σε ένα λοφάκι στο τέρμα του οικοπέδου. Το μόνο φως που βλέπαμε προερχόταν από την σοφίτα του. Πατήσαμε το κουδούνι και περιμέναμε. Πέρασαν δυο λεπτά και δεν έγινε τίποτα. Ξαναπατήσαμε το κουδούνι και το φως της σοφίτας έσβησε. Περιμέναμε για δυο λεπτά και πάλι τίποτα. Και εκεί που πήγαμε να φύγουμε το φως άναψε πάλι. Μια μορφή εμφανίστηκε στο παράθυρο της σοφίτας. Από μακριά έμοιαζε με άντρα. Έναν παχύ άντρα με μεγάλη γενειάδα.
Ξαφνιάστηκα.
Πάτησα άλλη μια φορά το κουδούνι και ο άντρας έκανε βιαστικά στην άκρη και δεν ξαναφάνηκε.
«Πάμε να φύγουμε» είπα στον Γιώργο και ξεκινήσαμε να τρέχουμε προς το δάσος.
Τρέχαμε πέντε λεπτά χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος.
Σταθήκαμε να πάρουμε μια ανάσα.
«Γιατί τρέξαμε?» με ρώτησε ο φίλος μου. «Έγινε κάτι?»
«Τον είδες τον άντρα?» τον ρώτησα εγώ πανικόβλητος.
«Νομίζω ότι κάτι είδα, αλλά δεν κατάλαβα ακριβώς τι».
«Ήταν ένα γέρος. Ήταν ο Άη Βασίλης», του είπα και αισθάνθηκα αμέσως χαζός.
29 Δεκεμβρίου
Είχαν περάσει τόσες ημέρες και μου είχε γίνει έμμονη ιδέα. Ο Γιώργος με είχε κοροϊδέψει εκείνη την ημέρα και δεν του ξαναείπα τίποτα. Δεν του είπα τίποτα για τις καθημερινές παρακολουθήσεις που έκανα. Κάθε πρωί στις δέκα, στηνόμουν έξω από το σπίτι του για δύο ώρες και παρακολουθούσα το παράθυρο της σοφίτας. Τον έβλεπα να πηγαινοέρχεται. Ποτέ δεν κοιτούσε έξω. Ύστερα γύριζα στο σπίτι μου και επέστρεφα πάλι στο πόστο μου στις τρεις το μεσημέρι. Έμενα μέχρι τις πέντε όταν και νύχτωνε. Αυτός ήταν πάντα εκεί. Στην σοφίτα. Ίσως να ήταν το εργαστήριό του και περνούσε όλες τις ώρες του εκεί, για να ετοιμάσει τα δώρα των παιδιών. Ήταν λίγες ημέρες πριν την Πρωτοχρονιά και το εργαστήριό του βρισκόταν σε αναβρασμό εργασιών.
Είχα μαγευτεί με την ανακάλυψή μου. Ποιος να μου το έλεγε πως ο Άγιος Βασίλης ήταν τόσο κοντά μου. Εκείνη την ημέρα πήρα μια απόφαση. Άλλαξα τα πλάνα μου και αποφάσισα να μην πιάσω στα πράσα τον Άγιο Βασίλη, την ώρα που θα έφερνε τα δώρα μου από την καμινάδα, αλλά να επισκεφτώ το εργαστήριό του την ώρα που θα έλειπε για να παραδώσει τα δώρα του σε όλα τα παιδιά του κόσμου. Πίστευα πως το μέρος θα ήταν μαγικό.
31 Δεκεμβρίου
Ο Γιώργος ήρθε από νωρίς και φύγαμε για τα κάλαντα. Δεν του ανέφερα οτιδήποτε για το σχέδιό μου. Όσο κυλούσε η ημέρα έμπαινα στον πειρασμό να του πω για το βραδινό μου σχέδιο, αλλά από την άλλη κάτι με συγκρατούσε. Το είχα σκεφτεί καλά και προτιμούσα να ανακαλύψω μόνος μου τα μυστικά του Άγιου Βασίλη. Όταν ξεκινούσε το σχολείο θα μπορούσα να περηφανευτώ πως όχι μόνο τον είχα δει, αλλά πως είχα πάει και στο σπίτι του.
Γύρω στις δύο είπα στον φίλο μου πως δεν αισθανόμουν καλά και πως θα ήταν καλύτερα να τελειώναμε νωρίτερα. Συμφώνησε και γυρίσαμε σπίτι μου για να μοιράσουμε τα χρήματα. Ύστερα τσιμπήσαμε λίγα γλυκίσματα και έφυγε για το σπίτι του.
20:00
Οι γονείς μου ήταν καλεσμένοι σε ένα Πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν και ετοιμάζονταν για να φύγουν. Εγώ τους είπα πως προτιμούσα να μείνω με την γιαγιά μου στο σπίτι για να της κάνω παρέα. Η αδερφή μου πήγε μαζί τους και ο δρόμος ήταν πλέον ανοικτός για τα σχέδιά μου.
22:00
Οι γονείς μου πήραν τηλέφωνο για να δουν πως τα περνούσα με την γιαγιά μου. Τους είπα πως ήταν όλα εντάξει και πως σε λίγο θα κοιμόμασταν. Μου ευχήθηκαν από το τηλέφωνο και το έκλεισαν για να επιστρέψουν στην διασκέδασή τους. Είπα στην γιαγιά μου πως είμαι κουρασμένος και πως ήθελα να κοιμηθώ. Με πήγε μέχρι το δωμάτιό μου με σκέπασε και μου έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. Έκλεισα τα μάτια μου και άκουσα τα βήματά της να την οδηγούν μέχρι το δωμάτιό της. Δέκα λεπτά αργότερα ροχάλιζε.
22:45
Όλοι οι δρόμοι είχαν ανοίξει, όμως είχα αρχίσει να διστάζω. Το σχέδιό μου είχε αρχίσει και φάνταζε τρελό. Από πού και ως που ο Άη Βασίλης ζούσε στην περιοχή μου? Και αν δεν ήταν αυτός? Θα μπούκαρα έτσι απλά σε ένα σπίτι? Και αν με έπιαναν, ποια θα ήταν η τιμωρία μου?
Εκείνη την στιγμή, το μόνο που δεν μου περνούσε από το μυαλό ήταν ο κίνδυνος. Θα περπατούσα για μισή ώρα μέσα στο δάσος, στη μέση του πουθενά. Ε και? Αυτό δεν ήταν τίποτα για εμένα.
Από την άλλη όμως, ήταν η μοναδική μου ευκαιρία να μάθω την αλήθεια. Και αν δεν έφευγα εκείνη την στιγμή, θα έπρεπε να περιμένω έναν ολόκληρο χρόνο για να μου ξαναδοθεί.
23:15
Οι δρόμοι ήταν θεοσκότεινοι. Έξω από τα σπίτια που περνούσα άκουγα μουσική και χαρούμενες φωνές που περίμεναν να υποδεχτούν το νέο έτος.
Εγώ όμως είχα έναν σκοπό και έπρεπε να βιαστώ. Το ρολόι μου έδειχνε 23:21 την ώρα που έμπαινα στο δάσος στα βόρεια της περιοχής. Λίγα λεπτά με χώριζαν από την αλήθεια.
23:35
Έφτασα έξω από το σπίτι του Άη Βασίλη. Το σβησμένο φως της Σοφίτας μου έδωσε θάρρος. Ο Άγιος ήταν έξω και μοίραζε χαρά στα παιδιά. Σκαρφάλωσα στην καγκελόπορτα και πήδηξα στην αυλή. Για πρώτη φορά αισθάνθηκα μια ανατριχίλα. Όλα είχαν δρομολογηθεί, έπρεπε να συνεχίσω. Η αυλή ανηφόριζε μέχρι το λοφάκι όπου βρισκόταν το σπίτι. Έτσι σκοτεινό που στεκόταν μπροστά μου, έμοιαζε έτοιμο να με κατασπαράξει.
Η δεύτερη ανατριχίλα διαπέρασε από πάνω μέχρι κάτω την ραχοκοκαλιά μου. Έφτασα στην ξύλινη εξώπορτα και δοκίμασα το μπρούτζινο χερούλι. Ήταν κλειδωμένη. Έβγαλα τον φακό από την τσάντα μου και έκανα τον γύρο του κτιρίου. Στην πίσω μεριά βρήκα ένα ανοιχτό παράθυρο, χαμηλά στα πόδια μου. Φώτισα μέσα και είδα πως ήταν ένα παλιό υπόγειο, με πολλές αράχνες στους πέτρινους τοίχους. Πέρασα μέσα το κεφάλι μου και μια μπόχα σαν ξύδι, γέμισε τα ρουθούνια μου. Άρχισα να βήχω. Η ηχώ μετέφερε τον βήχα μου στα πάνω πατώματα και κράτησα την ανάσα μου για να ακούσω κάποια κίνηση. Τίποτα. Πέρασα το σώμα μου από το παράθυρο και πέρασα στο υπόγειο. Η μπόχα των υπολειμμάτων του ξινισμένου κρασιού από τα σάπια βαρέλια ήταν ανυπόφορη.
Μια πέτρινη σκάλα οδηγούσε στο ισόγειο.
Το ισόγειο ήταν ένα τεράστιο άδειο δωμάτιο. Φώτισα τριγύρω για να δω αλλά δεν υπήρχε τίποτα, ούτε καρφάκι στον τοίχο. Η στενή σκάλα οδηγούσε στους πάνω ορόφους και αποφάσισα να πάω κατευθείαν στη σοφίτα. Η ώρα πλησίαζε 12 και σκεφτόμουν πως αν περνούσε η ώρα, ίσως ο Άη Βασίλης να εμφανιζόταν με κάποιο μαγικό τρόπο μπροστά μου και να με έπιανε στα πράσα.
23:58
Έφτασα στην σκάλα της σοφίτας και δίστασα. Η τρίτη ανατριχίλα διήρκησε περισσότερη ώρα. Ήμουν ένα μικρό παιδί στην μέση του πουθενά, που εκείνη την ώρα θα έπρεπε να βρίσκεται στο κρεβάτι του αγωνιώντας για το δώρο που θα έπαιρνε από τον Άη Βασίλη. Αντ’ αυτού βρισκόμουν σε ένα ανατριχιαστικό σπίτι που έδειχνε εγκαταλελειμμένο. Και τι με είχε οδηγήσει ως εδώ? Μία μορφή που είχα δει στο παράθυρο λίγες ημέρες πριν. Και η ανάγκη μου να ξεσκεπάσω τον μυστήριο Άη Βασίλη.
Ανέβηκα διστακτικά το πρώτο σκαλοπάτι. Ύστερα το δεύτερο.
Άνοιξα το πορτάκι της καταπακτής και πέρασα το μισό μου σώμα στο δωμάτιο. Φώτισα. Τριγύρω δεν υπήρχε τίποτα, όπως και στα υπόλοιπα δωμάτια. Από το παράθυρο έμπαινε παγωμένος αέρας, αφού δεν υπήρχε τζάμι.
Περίεργο.
Μα τόσες ημέρες υπήρχε. Πως ήταν δυνατόν?
Έκανα ένα γύρο ψάχνοντας για τον διακόπτη του ρεύματος. Μόλις τον βρήκα τον πάτησα αλλά το δωμάτιο παρέμεινε σκοτεινό. Φώτισα στο κέντρο του δωματίου, όπου υπήρχε το φωτιστικό αλλά δεν υπήρχε λάμπα.
Η απογοήτευση με κυρίευσε. Όλες τις προηγούμενες ημέρες, υπήρχε φως και τζάμι στο παράθυρο. Τι είχε συμβεί?
Ίσως ο Άη Βασίλης με είχε δει και είχε καταλάβει το σχέδιό μου. Και εξαφάνισε όλα τα πειστήρια για να μην τον ανακαλύψω.
Όλος ο κόπος μου ήταν μάταιος.
Με ξάφνιασε το πουλί που πέταξε μέσα στο δωμάτιο κρώζοντας. Πετούσε τριγύρω μου αναστατωμένο. Με τάραξε πολύ, αλλά αυτό που με συγκλόνισε ήταν ο ήχος που ακούστηκε από τα κάτω πατώματα. Μια γάτα γρύλιζε κυριολεκτικά, λες και της αφαιρούσαν το τρίχωμα με καυτό νερό.
Το έβαλα στα πόδια. Τα δύο ζωντανά συνέχισαν να γρυλίζουν.
Δεν ξέρω για πότε έφτασα στο σπίτι μου.
2016
Μέχρι σήμερα δεν ξέρω από ποιον κίνδυνο κατάφερα να ξεφύγω. Ξέρω μονάχα ότι χρωστάω την ζωή μου σε αυτά τα δύο ζωντανά, που είχαν ως σκοπό να με προειδοποιήσουν για το μεγάλο κακό που με παραμόνευε. Σας ευχαριστώ Μαουρίτσιο και Γιάκομπ…
Χρόνια πολλά λοιπόν. Σας εύχομαι χαρούμενες γιορτές με τις οικογένειές σας και τους φίλους σας.
Η ιστορία είναι αφιερωμένη στην γιαγιά μου, που συνεχίζει να με αγαπά και να με προστατεύει από εκεί που βρίσκεται. Σε ευχαριστώ για όλα τα παραμύθια που μου είπες. Χάρη σε αυτά έγινα ο άνθρωπος που είμαι σήμερα.»
Καλά και ευτυχισμένα Χριστούγεννα από όλους εμάς και σας ευχόμαστε να έχετε πολλές ακόμη ευχάριστες και μοναδικές χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις!