“Θεέ μου, μια ολόκληρη στιγμή ευτυχίας!
Είναι αυτό πάρα πολύ λίγο τάχα
για όλη τη ζωή ενός ανθρώπου;
Φιόντορ Ντοστογιέφσκι
(απ. από το διήγημα “Λευκές Νύχτες”)
Οι έννοιες της μοναξιάς και της μοναχικότητας ορίζονται ως διαφορετικές. Διαφορετικές εξ ολοκλήρου ή απλά διαφορετικές όψεις της ίδιας κατάστασης; Σαν τις όψεις της αγάπης, που η μία ονομάζεται αλτρουισμός και η άλλη εγωισμός. Βασικός άγραφος νόμος του γένους μας είναι πως ό,τι πιστέψεις γίνεται αυτόματα υπαρκτό. Και έτσι οι τέτοιες, έντονα αντίθετες όψεις είναι διάχυτες στη ζωή μας. Τελικά, αν όλα αυτά ισχύουν τι διαχωρίζει το όνειρο από την πραγματικότητα; Οι “Λευκές νύχτες” του Ντοστογιέφσκι είναι μια μικρή ιστορία για τα ανθρώπινα όνειρα.
Τοποθετημένο το 1848 στην Αγιά Πετρούπολη αποτελεί, ίσως, το πιο ποιητικό έργο του συγγραφέα. Χρονολογία καθόλου τυχαία αφού το κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο δε λείπει από καμία ιστορία του Ντοστογιέφσκι. Έτσι κι εδώ, μέσα από την περιγραφή της πόλης, το έντονα αστικοποιημένο τοπίο και την αίσθηση της αναταραχής μεταφέρεται το μήνυμα των ραγδαίων αλλαγών που έφερνε ο επαναστατημένος λαός στη Ρωσία και τη Μολδαβία, εκείνη την περίοδο. Μια υπέροχα γλαφυρή περιγραφή σε συνδυασμό με λυρικούς διαλόγους, σε μια μορφή που μοιάζει με εναλλαγή θεατρικών μονολόγων. Η πένα του Ντοστογιέφσκι μοιάζει να αναζητά πάντα το κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης, τα πάθη και τα βάσανα του ανθρώπου.
Μια κάποια… περίληψη
Σε ένα τέτοιο ατμοσφαιρικό ντελίριο περιπλανιέται ο – χωρίς όνομα – πρωταγωνιστής, ενώ το μόνο χαρακτηριστικό στοιχείο που του δίνεται είναι η λέξη “ονειροπόλος” . Η καθημερινότητα του είναι μια διαρκής ονειροπόληση. Μέσα στη φαντασία του έχει σημασία ό,τι επιλέξει. Έτσι, τα κτίρια γύρω του περιγράφονται σα φίλοι και γνωστοί, κάθε κομμάτι της εικόνας είναι συντροφιά. Μοναδική επιβεβαίωση της πραγματικής του υπόστασης αποτελεί η Ματριόνα, η ηλικιωμένη σπιτονοικοκυρά του που μοιάζει συνεχώς πολύ απορροφημένη από τις σκέψεις της για να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο. Βρίσκεται στην ιστορία σαν “εικαστική παρέμβαση” του συγγραφέα, σαν ανθρώπινος καθρέφτης αυτοκριτικής.
Έτσι, περιπλανώμενος μία λευκή νύχτα συναντά την Νάστενκα. Μόνη και απελπισμένη να κλαίει στην άκρη κάποιας γέφυρας. Και οι δύο περιγράφονται εξίσου λευκοί, αγνοί, ντροπαλοί, τρυφεροί. Αποφασίζουν να βρίσκονται κάθε βράδυ, να συζητούν. Σα σύντροφοι, φίλοι που υποσχέθηκαν να μην ερωτευτούν. Πολλές φορές μια υπόσχεση στέκει ως προοικονομία. Κι όποιος μπορεί να μοιραστεί ζωή μπορεί ίσως και να μην είναι μόνος.
“Έτσι, όταν είμαστε δυστυχισμένοι, αισθανόμαστε πιο πολύ τη δυστυχία των άλλων.
Το αίσθημα δεν κομματιάζεται, μα συγκεντρώνεται.”
Διηγούνται τις ιστορίες τους με την οικειότητα της ταύτισης. Εκείνος έχει ζήσει ως τώρα μόνο μέσα από τα όνειρά του και εκείνη δεν έχει προλάβει ακόμα να ζήσει. Είναι και οι δύο εγκλωβισμένοι, ζουν μόνο μέσα από τις σκέψεις τους. Τα τόσα κοινά στοιχεία τους παρασύρουν σε ένα ταξίδι πέρα από την πραγματικότητα του καθενός τους χωριστά. Για εκείνον είναι η μοναδική πραγματική στιγμή ευτυχίας. Για εκείνη είναι ένα ιντερλούδιο μεταξύ της καθημερινότητας και της αναμονής του αγαπημένου της, που έφυγε αλλά υποσχέθηκε πως θα γυρίσει. Σαν όνειρο, στιγμές που δεν τοποθετούνται χρονικά σε κανένα σημείο στη ζωής της.
Εκείνος την ερωτεύεται σχεδόν αναπόφευκτα, σχεδόν συμβολικά. Με την παραδοχή πως η ευτυχία της είναι πάνω από τα συναισθήματα και τα όνειρά του. Πως οι ελάχιστες στιγμές αυτές ευτυχίας βαραίνουν περισσότερο από κάθε επερχόμενο πόνο. Ένα σύμβολο ανιδιοτέλειας κι έρωτα. Και καθώς οι λευκές νύχτες περνούν και η αναμονή της Νάστενκα δεν την οδηγεί στην ευτυχία, αρχίζει και εκείνη να κάνει άλλα όνειρα. Να φαντάζεται πως θα ερωτευτεί τον συνομιλητή της. Από ανθρώπινη ανάγκη, απογοήτευση, από συμπάθεια, ίσως συμπόνια. Δύο διαφορετικές όψεις της ίδιας κατάστασης.
Το τέλος δηλώνει το περιεχόμενο
Περπατούν, συζητούν, κάνουν όνειρα μαζί. Πάντα με συναισθηματικές παραδοχές και υποχωρήσεις. Με συναισθηματικούς συμβιβασμούς. Μοιάζουν σχεδόν ευτυχισμένοι. Και πώς εκείνη τη στιγμή συμβαίνει και ακούγεται μια φωνή να λέει το όνομα της Νάστενκα, να την αναζητά! Μία που είδε τη σκιά και μία που έτρεξε κοντά του. Ο αγαπημένος είχε επιτέλους φτάσει και εκείνη είχε ξεχάσει. Σε ένα χρόνο η πραγματικότητα αντικατέστησε το όνειρο. Και η αγάπη έμοιαζε τόσο ψεύτικη, όσο και ένα όνειρο. Το επόμενο πρωινό βρίσκει τον πρωταγωνιστή να έχει επιστρέψει στο ίδιο διαμέρισμα, στις ίδιες εικόνες και σκέψεις. Πίσω στην πραγματικότητα της ονειροπόλησης. Η πιο αληθινή του στιγμή έμοιαζε περισσότερο με όνειρο, απ’ ότι έμοιαζαν εκείνα που είχε πριν τις λευκές νύχτες. Και τελείωσε τόσο ξαφνικά όσο άρχισε.
Οι “Λευκές Νύχτες” του Ντοστογιέφσκι είναι μια μικρή αριστουργηματική ιστορία. Ο συγγραφέας καταπιάνεται μέσα σε λίγες γραμμές, με θέματα που έχουν ανά τους αιώνες απασχολήσει την παγκόσμια φιλοσοφία. Τα είδη της αγάπης, η έννοια και η σημασία της, η βαθιά ανάγκη του ανθρώπου για συντροφικότητα, το αναπάντεχο της μεγαλύτερης αλλαγής που συμβαίνει τη στιγμή που δεν κοιτούσες. Ίσως, να είναι και η θεματολογία που κάνει το διήγημα αυτό να ξεχωρίζει τόσο. Που παρά τη θλίψη της απόρριψης, τον πόνο του τέλους και κυρίως σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα έργα του συγγραφέα, η αίσθηση που αφήνει είναι μια γλυκιά μελαγχολία για το όνειρο που χάθηκε αφήνοντας τη σκέψη πως η ανάμνηση κάποιων συναισθημάτων είναι σημαντικότερη από κάθε απόκτηση. Ένα ποίημα για την ανιδιοτελή αγάπη σε μορφή πεζού λόγου.
Λίγα λόγια για το συγγραφέα:
Ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, ένας από τους κορυφαίους Ρώσους δημιουργούς, γεννήθηκε το 1821 στη Μόσχα. Μετά τη συμμετοχή του στην ανατροπή του τσάρου Νικολάου του Ά το 1849 συλλαμβάνεται και καταδικάζεται. Οδηγείται εξόριστος στη Σιβηρία, όπου ζει για τα επόμενα 7 χρόνια. Οι συνθήκες κράτησης και τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλεται έχουν ως αποτέλεσμα την επιδείνωση των επιληπτικών κρίσεων από τις οποίες ήδη έπασχε.
Το 1864 χάνει τη πρώτη του σύζυγο και τον αδερφό του από φυματίωση. Η συναισθηματική κατάπτωση σε συνδυασμό με τα χρέη και την ευθύνη της διατροφής της οικογένειας του αδερφού του, τον οδηγούν σε βαθιά κατάθλιψη και ασταμάτητη ενασχόληση με τον τζόγο.
Το 1967 ερωτεύεται την στενογράφο στην οποία υπαγόρευσε τον “Παίχτη” και παντρεύονται. Για να ξεφύγουν από τα χρέη φεύγουν για την Ευρώπη. Μετά τους “Δαιμονισμένους” και του “Αδερφούς Καραμάζοφ” – που έμελλε να είναι και το τελευταίο του έργο – η φήμη του ως ένας από τους μεγαλύτερους Ρώσους συγγραφείς είναι ήδη καθολικά αναγνωρισμένη και αποδεκτή. Το διήγημα “Λευκές Νύχτες” αποτελεί ένα από τα νεότερα έργα του συγγραφέα.
Με τα χρόνια η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται όλο και περισσότερο. Ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι πεθαίνει το 1981.
Πηγή βιογραφικών στοιχείων: britannica.com