Σήμερα θα μπούμε για λίγο στον κόσμο του Καρόλου Ντίκενς. Πάντα θέλαμε να μαθαίνουμε για τις ζωές των μεγάλων ηθοποιών, των τραγουδιστών και των συγγραφέων. Πως ζουν αυτοί οι άνθρωποι; Πως συμπεριφέρονται; Ποια είναι η καθημερινή τους ρουτίνα; Αναρωτηθήκαμε, μάλιστα, και για κάποιους πώς να είναι το σπίτι τους… Για τους νέους καλλιτέχνες υπάρχει η Vogue που μας λύνει κάποιες παρόμοιες απορίες. Για τους παλιούς και κλασσικούς, όμως;
Μια γεύση μας δίνει η Lifo για το σπίτι του Καρόλου Ντίκενς στο Gad’s Hill. Είχε γράψει κάποτε ο Ντίκενς: «Για να φτάσει κανείς στο Gad’s Hill φεύγει από το Charing Cross στις εννιά με το τρένο προς North Kent, για τη στάση Higham». Και κάπως έτσι φτάνουμε κι εμείς στο σπίτι του σπουδαίου συγγραφέα.
Στις 14 Μαρτίου 1856 ο Τσαρλς Ντίκενς με μια επιταγή 1.790 λιρών αγόρασε το Gads Hill Place από την κυρία Lynn Linton. Η τιμή του σπιτιού ήταν 1.700 λίρες – τα υπόλοιπα ήταν για να αγοράσει ένα ακόμη μικρό κομμάτι γης και να μεγαλώσει το οικόπεδο. Λέγεται ότι ο Ντίκενς ήθελε να μείνει σε αυτό το σπίτι από όταν ήταν παιδί και ζούσε στην περιοχή, καθώς το είχε δει σε μια βόλτα με τον πατέρα του και ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Από τότε ήθελε να μείνει εκεί. Ο πατέρας του, του είχε πει «αν δουλέψεις πολύ, μπορεί μια μέρα να γίνει δικό σου.»
Ο Ντίκενς μπήκε, επιτέλους, στο σπίτι των ονείρων του τον Ιούνη του 1857. Μια ενδιαφέρουσα πληροφορία –και λεπτομέρεια- είναι ότι ο πρώτος επισκέπτης του σπιτιού ήταν ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, ένα μήνα μετά την μετακόμιση. Αν και τα αρχικά σχέδια ήταν να μείνει για 2 εβδομάδες, τελικά έμεινε άλλες 3, γεγονός που δυσαρέστησε τον Ντίκενς.
Γενικά, η οικογένεια ήταν πολύ αγαπητή από τους γείτονες καθώς είχαν πολύ καλές σχέσεις και στην αυλή του σπιτιού τους διοργανώνονταν κάθε χρόνο αθλητικοί διαγωνισμοί και παιχνίδια κρίκετ.
Όταν βγήκε η ανακοίνωση ότι το σπίτι ήταν προς πώληση, ο Ντίκενς δεν έχασε στιγμή και το αγόρασε αμέσως, αν και δεν είχε δει ποτέ μέχρι τότε το εσωτερικό του. Για αρχή, το χρησιμοποιούσε μόνο ως εξοχικό για τα καλοκαίρια, αλλά αργότερα πούλησε το Tavistock House στο Λονδίνο κι έμεινε μόνιμα στο Gad’s Hill.
Μετά το άγχος και την γρήγορη ζωή του Λονδίνου ο συγγραφέας γαλήνεψε ανάμεσα στα «ευλογημένα δάση και λιβάδια». Το σπίτι βρίσκεται συγκεκριμένα σε ένα ύψωμα, σε ένα από τα πιο όμορφα σημεία του Kent. Το σπίτι δεν ήταν πολυτελές, αλλά απλό, παλιομοδίτικο για την εποχή του, διώροφο με δεκατέσσερα δωμάτια. Οι τοίχοι του από κόκκινο τούβλο καταλήγουν σε δίκλινη στέγη με σοφίτα, με ένα μικρό πυργίσκο με καμπαναριό στη μέση. Στη στεγασμένη πρόσοψη η οικογένεια Ντίκενς περνούσε τα καλοκαιρινά απογεύματα. Μέσα από τα μεγάλα παράθυρα που βρισκόταν σε όλες τις πλευρές φαινόταν τα λουλούδια και τα αναρριχόμενα φυτά
Η αυλή του σπιτιού του ήταν το μέρος στο οποίο ο Ντίκενς αγαπούσε να διαβάζει κάποια από τα έργα του σε όσους ήθελαν να τα ακούσουν, ή ακόμα και στον εαυτό του, και οι χειρονομίες, τα γέλια και οι μονόλογοι που συνόδευαν τη μέθοδο συγγραφής του έκαναν τους γείτονες να υποψιάζονται ότι αρχίζει να τρελαίνεται. Στην πίσω αυλή του έγινε και το πιο ανεξήγητο γεγονός στη ζωή του: μάζεψε όλη την αλληλογραφία του και το αρχείο του με ηλικία 20 ετών και τα έκαψε! Ήθελε να κρύψει κάτι, να ξεχάσει; Δεν θα μάθουμε…
Στη συνέχεια με την ξενάγηση, μετά την είσοδο του σπιτιού, στα δεξιά βρίσκεται το γραφείο του Ντίκενς και η βιβλιοθήκη του, το δωμάτιο του διάσημου χαρακτικού «η άδεια καρέκλα». Εκεί είναι τα ράφια με τα βιβλία του, ο τοίχος που είναι ακόμα διακοσμημένος με ψεύτικα βιβλία. Δίπλα στο παράθυρο είναι το γραφείο του στο οποίο έγραψε πολλά έργα του. Δίπλα στο γραφείο είναι το δωμάτιο μπιλιάρδου και απέναντι στο διάδρομο είναι το καθιστικό και η τραπεζαρία, δύο δωμάτια με πολλούς καθρέφτες που του άρεσαν πολύ.
Ο Ντίκενς άφησε την τελευταία του πνοή στις 9 Ιουνίου του 1870, σε έναν καναπέ του σπιτιού αυτού, από εγκεφαλικό. Στην διαθήκη του είχε φροντίσει να αφήσει ένα ποσό σε όλα τα μέλη του υπηρετικού προσωπικού. Για την κηδεία του ζήτησε «να μην φορέσει κανείς φουλάρι, κάπα, μαύρο παπιγιόν, μαύρη κορδέλα στο καπέλο, ή οποιονδήποτε άλλο αποκρουστικό παραλογισμό.»
Έζησε στο Gad’s Hill Place μετά τον δημόσιο και άγριο χωρισμό από τη γυναίκα του, Catherine. Εκεί διοργάνωσε μεγάλα δείπνα, με ένα κελάρι κρασιών αντάξιο ενός εμπόρου κρασιών και εκεί έγραψε την τελευταία του παράγραφο πριν πεθάνει. Τα έπιπλα του σπιτιού μοιράστηκαν και πουλήθηκαν, αλλά το καλύτερα διατηρημένο δωμάτιο του σπιτιού παραμένει το γραφείο του, φυσικά.
Η κόρη του είχε πει: «Όταν δούλευε ο πατέρας μου ήταν πάντα μόνος, με ελάχιστες εξαιρέσεις, και τα αποτελέσματα των περιπετειών των ηρώων του ήταν φανερά στην διάθεσή του, αλλά ξέραμε λίγα για τη δουλειά του. Ήταν εντελώς απαραίτητη η απόλυτη ησυχία όταν δούλευε, ο παραμικρός θόρυβος μπορούσε να προκαλέσει μία καίρια διακοπή στη δουλειά του, αλλά παραδόξως, όταν ήταν ώρα χαλάρωσης, ο σαματάς και η αναστάτωση μιας μεγαλούπολης του προκαλούσαν μεγάλη ευχαρίστηση.
Όπως είπα, ήταν μόνος του όταν δούλευε, αλλά υπήρχαν μερικές εξαιρέσεις που και που, κι εγώ η ίδια ήμουν μία εξαίρεση. Όταν ζούσαμε στο Tavistock House ήμουν σοβαρά άρρωστη για πολύ καιρό, με μεγάλη περίοδο ανάρρωσης. Ο πατέρας μου πρότεινε να με μεταφέρουν κάθε μέρα στο γραφείο του για να είμαι μαζί του, και αν και φοβόμουν ότι θα τον ενοχλούσα, με διαβεβαίωσε ότι ήθελε να με έχει μαζί του. Ένα τέτοιο πρωινό ήμουν ξαπλωμένη στον καναπέ κάνοντας απόλυτη ησυχία, ενώ ο πατέρας μου έγραφε βιαστικά στο γραφείο του. Ξαφνικά, πετάχτηκε από την καρέκλα του και έτρεξε σε έναν καθρέφτη και στην αντανάκλασή του είδα έκπληκτη ασυνήθιστες εκφράσεις του προσώπου του. Γύρισε γρήγορα στο γραφείο του, έγραψε εξαγριωμένος για λίγα λεπτά, και ξαναγύρισε στον καθρέφτη. Συνέχισε την παντομίμα και γύρισε προς το μέρος μου, κι ενώ βρισκόμουν μπροστά του, δε με έβλεπε – άρχισε να μιλάει με χαμηλόφωνα. Τελικά γύρισε στο γραφείο του, όπου έμεινε αμίλητος μέχρι το μεσημέρι. Ήταν μία πολύ παράξενη εμπειρία, αλλά πέρασαν χρόνια μέχρι να καταλάβω τι είδα. Η ένταση με την οποία σχημάτιζε χαρακτήρες ήταν τόσο μεγάλη, που όχι μόνο ξεχνούσε εντελώς το περιβάλλον του αλλά μεταμορφωνόταν και ο ίδιος.»
Πηγή: Lifo