O Νίκος Καζαντζάκης σε αυτό το βιβλίο «Όφις και Κρίνο» μας εκπλήσσει με τον έντονο ερωτικό λυρισμό του. Η ημερολογιακού τύπου γραφή ξεκινά από τις 3 Μάη και καταλήγει στις 10 Μάρτη του επόμενου έτους. Σαν ημερολόγιο «ερωτικού καταστρώματος» ο Καζαντζάκης με «μυστική νοσταλγία» λυγίζει την ψυχή μας και με «έναν πόθο λευκό» μας παρασύρει στην «αμαρτωλή πόλη» του έρωτα για να γευτούμε το «μυστικό κρασί των ανοίξεων και των παραληρημάτων». Εδώ, η γυναίκα είναι Άνοιξη και ο άντρας Γη που ανοίγει τις λαγόνες της και περιμένει».
Η ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Η γυναίκα, στην Ιδανική Πολιτεία των ονείρων του, ανεβαίνει στον Ιερό Βράχο και πάνω στο χέρι της κάθεται η «Νίκη». Η γυναίκα είναι «η ευρυθμία, η Αλήθεια, και η Ζωή». Εδώ, η γυναίκα είναι η προμετωπίδα της Ζωής, είναι τα Προπύλαια της Αγάπης.
«Ιερόν οι Αναμνήσεις οι μεγάλες» Έλα. Είναι τα Μεγάλα Παναθήναια της αγάπης μου απόψε».
Κόλαση και Παράδεισος, ζωντανό άγαλμα ειρήνης και πολέμου, πόθου και γαλήνης τα λόγια του σπουδαίου Κρητικού μας αγκαλιάζουν:
«Σ’ έσφιξα μ’ όλο το θρίαμβο των πόθων μου κι εδέθηκα μαζί Σου, σφιχτά σφιχτά κι άκουσα τα βλέφαρα σου να σπαρταρούν και ν’ αγωνιούν κάτω από τα χείλη μου, ένοιωσα πώς συνέλαβα την αιώνια Χίμαιρα, πως σπαρταρούσε μέσα στην αγκαλιά μου αιχμάλωτη η ευτυχία και η αιωνιότητα των μεγάλων φρικιάσεων.»
ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Η χρήση παλαιοδιαθηκικών κειμένων, όπως το Άσμα Ασμάτων, (το απόσπασμα συγκεκριμένα του τέταρτου άσματος) φανερώνει την αγάπη προς τον Νυμφίο από τη Νύμφη, είναι άκρως ποιητικό και υπογραμμίζει υπέροχα την ποιητικότητα του βιβλίου.
«Το νοιώθω-είσαι η Άνοιξη Εσύ, ω Εκλεχτή και ω Ευλογημένη, και είμαι εγώ η γη, η μεγάλη και ακόλαστη μητέρα-που ανοίγει τις λαγόνες της και περιμένει.»
Η αγαπημένη, είναι φόβος και επιθυμία, είναι η μόνη γυναίκα που γεμίζει την ψυχή του, είναι κρίνος και πυρωμένο σίδερο. Πάλη και ταύτιση μαστιγώνουν την ψυχή του ποιητή. Ο νους του πάλλεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, πόλων και ισημερινού, λογικής και παράνοιας.
«…Είχα ζωγραφίσει ένα πελώριο κρίνο κομμένο και ριμένο άσπλαχνα σ’ ένα παράξενο με μύριους ελιγμούς ποτάμι. Και σήμερα βλέπω-δεν είναι ποτάμι, αλλά ένας όφις πελώριος που τρέχει κάπου εκεί πέρα, με μύριους ελιγμούς, και κρατεί στο στόμα του ένα όμορφο, πελώριο κρίνο.»
Το μπόλιασμα του βιβλίου με τις θεολογικές του αναφορές σε συνδυασμό με το λυρικό του στοιχείο το θεώνει ποιητικά!
ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΘΕΩΣΗ Η ΑΓΑΠΗ
«Ποιος ήταν λοιπόν αυτός ο Άγγελος που ‘λθε τη νύχτα στ’ όνειρο μου κι εξάπλωσεν απάνω μου τα φτερά του;» Το μεταφυσικό στοιχείο διόλου δεν λείπει. Η υπαρξιακή αγωνία εκμηδενίζεται εμπρός στην απεραντοσύνη του σύμπαντος. Τα πάθη διαγράφονται εμπρός στην αιώνια γαλήνη. Το μόνο που αξίζει είναι η αγάπη.
«Πόσο θα ΄ναι ωραιότερο να πάψουν όλα αυτά τα πάθη και να υποβαστά ο ένας τον άλλον , να τον παρηγορεί γιατί ζη, να του βγάνει κάθε εμπόδιο από την στράτα, και να τον σπρώχνει ήρεμα και σιγά κι ανώδυνα και ευτυχισμένον στον τάφο.»
Ο φόβος του αποχωρισμού είναι η σκιά του θανάτου, ο όφις που κρύβεται στην ψυχή, η φρίκη του προδότη – φθαρτοποιού Χρόνου.
«Α Δύστυχη, δεν ένοιωσες ακόμα ποιος είμαι κι όταν μένομε μόνοι, αγκαλιασμένοι δεν αισθάνεσαι αποπάνω μας το μεγάλο προαίσθημα του θανάτου; Και πώς μπορείς να ‘σαι ήρεμη και ν’ αγαπάς;»
Η ΑΠΕΙΛΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Εδώ, ο έρωτας ταυτίζεται με τον θάνατο, κι ο Θεός πανεπόπτης, το μεγάλο μάτι που τα πάντα ορά, βλέπει και δοκιμάζει. Κι ο ποιητής απελπισμένος με τη φούρια του θανάτου να τον πάρει μαζί του «πόσο όμορφο θα ‘τανε να κλείσει τα μάτια της η αγαπημένη του και να μη ξυπνήσουν πλειά». Να ‘ναι μαζί στη ζωή μαζί και στον θάνατο. Πριν το τέλος του βιβλίου μιλά με ζέση για το αστρικό του ταξίδι . Το κάλεσμα των άστρων πέρα από τον έρωτα και το γήινο. Το φτάσιμο στο θεϊκό. Γράφει:
«Κάποιος από τα άστρα με σέρνει. Μη με κρατάς δεμένο. Πάνω από την αγάπη κι από τη χαρά της ζωής είναι εκείνο που ζητώ.»
Οι θεολογικές αναφορές κλείνουν ξανά το βιβλίο λίγο πριν το τέλος του, εκεί στην επιθανάτια νύξη του ο συγγραφέας μας θρηνεί τα παιδιά των ονείρων του. Με θαυμάσιο παραλληλισμό, αναφέρεται στο θρήνο της Ραχήλ όταν εκείνη έχασε τα παιδιά της. Σαν προθανάτιος ρόγχος ο λόγος του, σαν παραμιλητό σκεπάζει της νύχτας το στερέωμα. Ένας Θεός γεννιέται, ένας άνθρωπος πεθαίνει, ψυχομαχά λέγοντας:
«Το μικροσκόπιο ασάλευτο μπροστά στα μάτια της ψυχής μου, μου δείχνει δυο σκελετούς φρικώδεις ν’ αγκαλιάζονται κι ακούω το τρίξιμο των κοκκάλων των κι ακούω μέσα και μέσα στην ψυχή μου την κρυάδα και τη φρίκη των τάφων.»
Έρωτας – θάνατος αποτελεί το τέλειο σύμπλεγμα, αμλετικός απόηχος θρήνου όταν γράφει στην δύστυχη αγαπημένη του:
«Έλα να σπεύσομεν αφού θα πεθάνομεν, αφού οι σκελετοί κείτονται απαρηγόρητοι κάτω στο χώμα. Έλα , όλα πεθαίνουν γύρω μας. Κάτω τα λουλούδια ψυχομαχούν και μαραίνονται κι από πάνω μας πόσα δεν ξεψυχούνε άστρα!»
ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΤΕΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ
Το τέλος, παρακαταθήκη γενεών επόμενων, αφύπνιση ζωής και συνείδησης συναρπάζει για την προνοητικότητα του.
«Ω ας μπορούσα ν’ ανέβαζα τον νου μου ίσα με τους πόθους μου και να καλέσω όλη την ανθρωπότητα μια μέρα μπροστά μου και να διδάξω ότι νοιώθω.»
Μέσα σ’ αυτή την δίκη του θανάτου ο Καζαντζάκης επιλέγει μαζί στη ζωή και μαζί και στον θάνατο. Βαθιά του επιθυμία ο έρωτας να τον συντροφεύει με την αγαπημένη του και στο Βασίλειο του Πλούτωνα.
«Θα ‘μαστεν αγκαλιασμένοι οι δυό, αδιάφοροι για όλα τάλλα, δεν θ’ ακούμε τίποτα, οι αιώνες του κάκου θα περνούν από πάνω μας και τα μίση των ανθρώπων και ο θόρυβος της ζωής.»
Ο φιλοσοφικός του στοχασμός μέσα από τον άπλετο φυσιοκεντρισμό μας καθηλώνει.
«Κάθομαι και συλλογούμαι και κλαίω τα πράματα που σέρνονται γοητεμένα κι απαρηγόρητα στον θάνατο.»
Με ένα κλείσιμο τελείως ευρηματικό ο σπουδαίος Νίκος Καζαντζάκης αποδεικνύει για άλλη μια φορά το θεατρικό του ταπεραμέντο, αφού σκηνοθετεί τον ίδιο του τον εαυτό και βάζει τον αναγνώστη στο θεωρείο για να εισπράξει το τελεσίδικο δάκρυ!