Πριν από δυο χρόνια οι εκδόσεις Νήσος πρόσθεσαν στον κατάλογό τους μια νέα σειρά λογοτεχνίας με έργα Ελλήνων συγγραφέων. Το μυθιστόρημα «Όλα χαμένα» του Κώστα Μιχόπουλου είναι το δεύτερο βιβλίο των πολύ πετυχημένων προτάσεων αυτής της σειράς.
Ο συγγραφέας ξεκινά την αφήγησή του με την επίσκεψη ενός νέου ζευγαριού σε ένα ελληνικό νησί. Ο Άρης είναι λάτρης της θάλασσας και του υποβρύχιου ψαρέματος. Εκείνη τη μέρα ο Άρης καθυστερεί να επιστρέψει στην ακτή. Έχει πια νυχτώσει και η Μαρία ανάστατη ειδοποιεί το λιμενικό. Την ενημερώνουν ότι δεν είναι εφικτή η άμεση άφιξη κάποιου σκάφους του Λιμενικού Σώματος από κοντινό νησί. Έντρομη πλέον, η Μαρία απευθύνεται σε έναν ψαρά ζητώντας του να τη βοηθήσει στην αναζήτηση του Άρη. Στο καΐκι η Μαρία θα μοιραστεί την αγωνία της με τον Νίκο και τον Λευτέρη, δυο άντρες στη δύση τους που της διηγούνται τις διαδρομές τους στη ζωή, δύο διαφορετικούς ανθρώπους που αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικές στάσεις ζωής.
Ο Μιχόπουλος με εφαλτήριο και σταθερά του τη συναισθηματικά φορτισμένη αναζήτηση του Άρη, με έμμεσες αναφορές, παρουσιάζει τις δυσκολίες της ζωής στα ελληνικά νησιά, εξιστορώντας παράλληλα την ιστορία της Ελλάδας από την κατοχή, τη δικτατορία, το Πολυτεχνείο, τη Μεταπολίτευση, την κατασπατάληση και υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος. Από τις αφηγήσεις τους αναδύεται η μορφή του νεοέλληνα που εκμεταλλεύεται πολιτικές καταστάσεις και πλουτίζει ενώ, ταυτόχρονα, σκιαγραφεί τον ηθικά άμεμπτο πολίτη που ακολουθεί αξιοκρατικές όδους.
“Καΐκι… Πρόσεξέ την πώς είναι γραμμένη. Ευλογημένη λέξη. Τα διαλυτικά και ο τόνος πάνω από το γιώτα είναι λες και στόλισες της λέξης το μπροστινό κατάρτι με σταυρό και ρέλια όπως κάνουν οι καραβοκύρηδες στα καΐκια τους τις γιορτινές μέρες. Τα στολίζουν με αγάπη. Είναι τα σπίτια τους.”
–Θα ξεκινήσω τη συζήτηση μας ρωτώντας το αναμενόμενο: ποια στιγμή ανακαλύψατε την επιθυμία να μεταφέρετε σκέψεις στο χαρτί και πώς προέκυψε η απόφαση για το “Ολα χαμένα”.
-Γράφω από μικρός. Πριν το «Όλα χαμένα» έγραψα ένα μυθιστόρημα το «Α έτσι;» αλλά επέλεξα να μην το εκθέσω. Το μοιράστηκα με τους φίλους μου και έμεινε στο συρτάρι. Ενώ είναι μια πολύ αστεία ιστορία γραμμένη με ιδιαίτερο τρόπο δε θέλησα να το εκδώσω γιατί είναι κάπως σαν ημερολόγιο της μετεφηβικής μου ηλικίας με πολλές λεπτομέρειες και αληθινές ιστορίες από την παρέα.
Τελειώνοντας λοιπόν το «Α έτσι;» και αφού το έβαλα στο συρτάρι ήθελα να γράψω κάτι καινούργιο.
Μου ήρθε η ιδέα να γράψω για μια γυναίκα που αναζητά τον σύντροφό της που έχει βουτήξει για υποβρύχιο ψάρεμα και δεν επιστρέφει.
Εγώ το κάνω αυτό. Πηγαίνω συχνά για ψαροντούφεκο, το αγαπάω πολύ. Όταν λοιπόν πριν από αρκετά χρόνια ένα καλοκαίρι πήγα με την τότε σύντροφο μου, την Μαρία, διακοπές σε ένα νησί στις Κυκλάδων και βούτηξα στη θάλασσα να κάνω την αγαπημένη μου δραστηριότητα συνέβη το εξής γεγονός που αργότερα πυροδότησε την επιθυμία μου να γράψω μια παρόμοια ιστορία.
Πήγαμε σε μια απόμερη παραλία, εγώ βούτηξα να πιάσω ψάρια για να φάμε και ενώ της είχα δώσει σαφείς οδηγίες για το πως θα κινηθώ και τι ώρα θα επιστρέψω, όταν γύρισα, ακριβής στην ώρα μου, την βρήκα μέσα στη θάλασσα με θολό βλέμμα από τα δάκρυα να με περιμένει με αγωνία. Νόμιζε πως κάτι κακό μου έχει συμβεί. Πίστεψε πως είχα πνιγεί. Η αγωνία της εκείνη την στιγμή μου φάνηκε εντελώς παράλογη αλλά περνώντας τα χρόνια έμεινε ανεξίτηλη μέσα μου. Η αγωνία της γυναίκας που περιμένει τον καλό της να επιστρέψει από την θάλασσα έχει κάτι αρχετυπικό. Το έχουμε διαβάσει και το έχουμε ακούσει σε πολλά τραγούδια. Είμαστε θαλασσινός λαός. Σε πολλές οικογένειες ναυτικών ή ψαράδων, συνήθως, οι γυναίκες είναι αυτές που περιμένουν τους άντρες τους να επιστρέψουν και αγωνιούν. Αυτήν την αγωνία ήθελα να την διηγηθώ. Ήθελα να γράψω μια τέτοια ιστορία.
Παράλληλα, ήθελα να γράψω για κάτι που αγαπάω πολύ. Τη θάλασσα. Είμαι δεμένος με τη θάλασσα. Θυμάμαι όταν ήμουν πολύ μικρούλης, ίσως έξι εφτά χρονών και έβαλα πρώτη φορά μάσκα έπαθα σοκ. Ξεδιπλώθηκε μπροστά μου ένας άλλος, διαφορετικός και όμορφος κόσμος. Ο υποβρύχιος κόσμος. Τα καλοκαίρια βρισκόμουν όσο περισσότερο μπορούσα και όσο μου επέτρεπαν οι γονείς μου μέσα στην θάλασσα με την μάσκα και ανακάλυπτα κάθε μέρα κάτι καινούριο. Είχα τρελαθεί. Κάποια στιγμή βρήκα ένα καμάκι και άρχισα να πιάνω χταπόδια. Μπήκε μέσα μου το μικρόβιο. Κόλλησα. Έπαθα εμμονή και προσπαθούσα να πιάνω ψάρια και χταπόδια. Τα χταπόδια ειδικά τα είχα τσακίσει. Πλέον δεν τα σκοτώνω και δεν τα τρώω. Έχω τόσο μεγάλο σεβασμό για αυτό το θαυμάσιο πλάσμα που το έχω βγάλει από τις διατροφικές μου συνήθειες αν και είναι πεντανόστιμο. Δε ξέρω τι ήταν αυτό ακριβώς που με τράβηξε στο υποβρύχιο κυνήγι. Καταλαβαίνω μετά από χρόνια κοιτώντας πίσω πως ήταν ένας τρόπος να πάρω επιβεβαίωση από τον πατέρα μου που ήταν κυνηγός, από τον θείο μου που ήταν ψαράς και από τους φίλους μου που έτρωγαν ψάρια και χταπόδια από τα χέρια μου και λέγανε «στην υγειά του ψαρά» και εγώ ένιωθα περήφανος και άξιος. Μεγαλώνοντας μου έμεινε η χαρά του να βουτάω και να ρουφάω υποβρύχιες εικόνες. Ακόμα κυνηγάω ψάρια και τα τρώμε με την οικογένεια μου και τους φίλους μου αλλά έχω γίνει περισσότερο επιλεκτικός. Η θάλασσα είναι μεγάλο κεφάλαιο στην ζωή μου και όταν βρίσκομαι μακρυά της μαραζώνω.
–Πέραν από την αγάπη που έχετε για τη θάλασσα, τι άλλο αποτέλεσε γενεσιουργό αιτία αυτού του μυθιστορήματος;
-Η γυναίκα. Η γυναίκα που μένει πίσω και περιμένει τον καλό της να επιστρέψει. Ήθελα να αποτυπώσω την αγωνία, τις σκέψεις και τις πράξεις της γυναίκας που μένει πίσω και περιμένει τον άνθρωπο της να φανεί. Είναι με κάποιον τρόπο η συγγνώμη μου σε όλες τις γυναίκες που μένουν πίσω και περιμένουν τον άνθρωπο τους να επιστρέψει από μια επικίνδυνη δραστηριότητα. Θυμάμαι την αγωνία της μητέρας μου όταν έφευγε ο πατέρας μου για κυνήγι, έχω βιώσει την αγωνία των φίλων μου και της συντρόφου μου όταν φεύγω με το φουσκωτό για ψάρεμα με φουρτούνα. Ήθελα να αποτυπώσω όλες αυτές τις παράλογες σκέψεις, τα τάματα, τις εσωτερικές σπονδές που κάνει αυτός που περιμένει και αγωνιά.
– Στο βιβλίο σας, μέσα απο την αναζήτηση του Άρη, ο αναγνώστης παρακολουθεί ουσιαστικά δυο παράλληλες ιστορίες. Αυτή της Μαρίας και του Άρη και αυτή του Νίκου και του Λευτέρη. Υπήρξαν δυσκολίες στο συνδυασμό των δύο αυτών ιστοριών;
-Όχι καθόλου. Βγήκε αβίαστα όλο αυτό. Η ιστορία είναι μια. Εγώ, δηλαδή, έτσι την αντιλαμβάνομαι. Σαν ένα κουβάρι που μπλέχτηκαν όλοι μαζί άθελα τους. Η Μαρία έψαχνε να βρει τον αγαπημένο της, τυχαία έπεσε πάνω σε αυτούς τους δυο ψαράδες και τους έπεισε να την πάρουν μαζί τους για να τον ψάξει.
Στην θάλασσα υπάρχει αυτός ο κανόνας, που κάποια στιγμή έγινε και παγκόσμιος νόμος, αυτό που λέμε «άνθρωπος στη θάλασσα». Αν κάποιος κινδυνεύει σταματάει κάθε δραστηριότητα στην θάλασσα και προέχει η ανθρώπινη ζωή. Κάτι που είδαμε να καταλύεται πρόσφατα με το περιστατικό στον Πειραιά και τον άτυχο επιβάτη που και τον έσπρωξε ο ύπαρχος στην θάλασσα την ώρα του απόπλου και μετά δεν έγιναν οι προβλεπόμενες διαδικασίες διάσωσης. Αυτό το γεγονός με συγκλόνισε. Δεν το χωρούσε το μυαλό μου ότι μπορεί κάτι τέτοιο να συμβεί στην χώρα μας. Είμαστε θαλασσινός λαός. Η ναυτοσύνη είναι καταγεγραμμένη στο dna μας. Στην ιστορία του «όλα χαμένα» οι δυο ψαράδες παίρνουν μαζί τους το κορίτσι στην βάρκα τους και ψάχνουν τον Άρη άσχετα αν στο τέλος ανατρέπονται όλα. Δεν μπορώ να πω κάτι παραπάνω για να μην προδώσω το τέλος και χαλάσω το σασπένς της ιστορίας.
–Θεωρώ ότι στη μυθιστορία σας αντανακλώνται απόψεις σας για την πολιτική κατάσταση στην χώρα μας από τη Μεταπολίτευση έως πρόσφατα. Πώς κρίνεται το φαινόμενο ανθρώπων που ως επιχειρηματίες ακολουθούν τις αρχές του καπιταλισμού ενώ δηλώνουν αριστεροί στις πολιτικές πεποιθήσεις τους;
-Δεν είχα καμία πρόθεση να δώσω πολιτικό στίγμα στην αφήγηση μου. Ήθελα η αφήγηση να είναι αμιγώς ρεαλιστική. Για αυτό επιμελώς περιγράφω τις καιρικές συνθήκες, τη θέση του ηλίου, τους αστερισμούς, τις σκέψεις των ηρώων την κάθε στιγμή, περιγράφω την τοπογραφία που εξελίσσονται τα γεγονότα με λεπτομέρεια και προσπάθησα να κρατήσω ένα σφιχτό και στεγανό χρονικό πλαίσιο στην αφήγηση. Δυσκολεύτηκα να βρω αυτούς τους δυο χαρακτήρες, τους δυο ψαράδες που μαθαίνουμε για το παρελθόν τους. Τους έψαχνα καιρό μέσα μου και τελικά τους γνώρισα κάποια στιγμή σε ένα τραπέζι μετά την κηδεία της μητέρας ενός επιστήθιου φίλου μου. Ήταν δυο θείοι του. Είπα μέσα μου αυτοί είναι. Ήθελα πολύ να γράψω για την προηγούμενη γενιά. Τη γενιά του πατέρα μου. Η ίδια η ιστορία με ώθησε να γράψω για δυο εκ διαμέτρου αντίθετους χαρακτήρες και μέσω του παρελθόντος τους που χρονικά συμπίπτει με την περίοδο της χούντας και την μεταπολίτευση να τους σκιαγραφήσω για να τονίσω και να αιτιολογήσω τις αποφάσεις τους και τις πράξεις τους. Είναι σημαντικό το πώς αντιλαμβάνονται ο καθένας ξεχωριστά τον εαυτό του, την ίδια τους την ζωή και το πώς, τελικά, πράττουν βάση του αξιακού τους κώδικα σε μια δύσκολη συνθήκη.
Τώρα στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης σας έχω να πω πως αυτήν την περίοδο βρισκόμαστε σε μια σκληρή φάση του καπιταλισμού. Αυτό που με ρωτάτε έχει τις ρίζες του στην προηγούμενη γενιά, αυτό που λέμε αριστερός με δεξιές τσέπες. Έχει να κάνει με τους ανθρώπους που δήλωναν αριστεροί και συμπεριφέρονταν χειρότερα από τον πιο στυγνό καπιταλιστή. Κάτι που όντως ίσχυε σε μεμονωμένες περιπτώσεις αλλά το έκαναν σημαία τους οι καπιταλιστές, ότι για δείτε και αυτοί που δηλώνουν αριστεροί κάνουν τα ίδια και χειρότερα. Αυτό που ζούμε τώρα θα το χαρακτήριζα ως νεοφιλελευθερισμό με τάση προς τον μπρουταλισμό σε συνδυασμό με οπισθοδρομικές και ακροδεξιές παραφυάδες που πνίγουν οτιδήποτε διαφορετικό και στόχο έχουν την απαξίωση του ανθρώπου. Έχει βγει ο άνθρωπος από την εξίσωση.
Ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και αυτό, δυστυχώς, δεν είναι αποδεκτό σε αυτό το σύστημα όσο και αν επιμελώς προβάλουν τα media καθημερινώς την διαφορετικότητα, περισσότερο το κάνουν σαν βαλβίδα ασφαλείας. Είναι σαν να το προβάλουν επειδή ακριβώς δεν το πιστεύουν.
Παράλληλα, οι ταμπέλες έχουν μεγαλύτερη δύναμη από την ίδια την πραγματικότητα. Βάζουμε ταμπέλες στο καθετί.
Τι πάει να πει αριστερός και καπιταλιστής σε αυτήν την περίοδο που διανύουμε; Σε αυτό το απαξιωτικό σύστημα που αφήνει απέξω τον άνθρωπο και την αγάπη που είναι η ουσία της σύντομης μας διαδρομής στην ζωη. Έχω συναναστραφεί ανθρώπους που τους έχουν φορέσει ή οι ίδιοι φαινομενικά φέρουν την ταμπέλα του καπιταλιστή και μου φέρθηκαν ανθρώπινα, δίκαια και αξιοκρατικά και έχω συναναστραφεί ανθρώπους που δηλώνουν φωναχτά αριστεροί και υπήρξαν απάνθρωποι άδικοι και αναξιοκρατικοί. Στις σχέσεις των ανθρώπων το αποτέλεμα μετράει. Και το αποτέλεμα έχει να κάνει με το πώς πραγματικά στεκόμαστε ο ένας στον άλλο στην δύσκολη στιγμή, στο να σεβόμαστε την διαφορετική άποψη του άλλου, να μην προσπαθούμε να επιβάλουμε τη δική μας άποψη.
Πόσο μάλλον όταν πράττουμε υπό πίεση και σε οριακές συνθήκες, όπως συμβαίνει στους δυο ψαράδες στην υπόθεση με την Μαρία που ψάχνει τον καλό της. Επανέρχομαι στο περιστατικό του Πειραιά που με σόκαρε και δε μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου. Τι σκεφτόταν αυτός ο τύπος όταν πέταξε έναν συνάνθρωπο μας στη θάλασσα; Έχει ξεπέσει η ανθρώπινη αξία. Το ίδιο το σύστημα, μας έχει κάνει να μην σκεφτόμαστε λογικά και η κοινωνία νοσεί βαθειά. Πρέπει κατά την γνώμη μου να αφήσουμε πίσω μας τις ταμπέλες του αριστερού, του καπιταλιστή, του δεξιού, του νεοφιλελεύθερου, του φιλάνθρωπου και να σκύψουμε πάνω από τον άνθρωπο. Δε ξέρω πως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Απλά το αναφέρω σαν σημείο των καιρών που διανύουμε. Νομίζω πως πρέπει να αφήσουμε πίσω μας τις ταμπέλες, να κάνουμε ο καθένας αυτό που πρέπει και μας αναλογεί και να αλλάξουμε πρώτα ως άνθρωποι και μετά αυτό να μας οδηγήσει σε ένα άλλο σύστημα που δεν θα υπάρχουν αριστεροί με δεξιές τσέπες, απάνθρωπες συμπεριφορές, ούτε δεξιοί καπιταλιστές με «φιλάνθρωπες» πράξεις.
Για να μην παρεξηγηθώ, δεν λεω να αποτινάξουμε την ταξική μας συνείδηση αλλά το τσουβάλιασμα και οι ταμπέλες στους ανθρώπους δε μας πάνε μπροστά.
–Τι πιστεύετε ότι κάνει πιο δύσκολη ή πιο εύκολη την απόφαση να ακολουθήσει κάνεις μια πιο ειλικρινή διαδρομή στη ζωή του;
-Πολύ δύσκολη ερώτηση. Τι πάει να πει ειλικρινής διαδρομή στην ζωη ενός ανθρώπου. Ως προς ποιον. Τον εαυτό του ή τους άλλους; Ας πάρουμε πρώτα την ειλικρινή διαδρομή κάποιου ως προς τον εαυτό του.
Αυτό είναι εξωφρενικά δύσκολο. Είμαστε προγραμματισμένοι να λειτουργούμε σε μοτίβα και με επίκτητες πεποιθήσεις. Οι περισσότερες από τις επιλογές μας δεν είναι δικές μας. Είναι ένα συνονθύλευμα παραγόντων και ερεθισμάτων από την «μοναδική» οικογένεια μας και την κοινωνία που έχουμε μεγαλώσει. Παίζει φυσικά πολύ σημαντικό ρόλο στην διαδρομή μας η τύχη, η ιδιοσυγκρασία μας αλλά οι κοινωνικές και οι οικογενειακές καταβολές μας καθορίζουν έντονα. Το πώς επιλέγει τελικά ο καθένας να πορευθεί στην ζωη του είναι ένα μυστήριο. Ερχόμαστε κάποιες φορές στην πορεία της ζωής μας αντιμέτωποι με την ίδια την πραγματικότητα σε δύσκολες και ακραίες καταστάσεις και καλούμαστε να πάρουμε αποφάσεις . Εκεί τίθεται έντονα το ερώτημα αν είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας. Εκεί συμβαίνει αυτό που λέει η λαϊκή ρύση «πόσα απίδια πιάνει ο σάκος». Κάποιοι άνθρωποι έχουν την ωριμότητα να αφουγκραστούν το είναι τους, να κάνουν τον απολογισμό τους και εκεί, πάνω στην δυσκολία ή την επίπονη απόφαση που πρέπει να πάρουν κατανοούν πόσο ειλικρινείς ή όχι είναι με τον εαυτό τους, διορθώνουν την πορεία τους παίρνουν συνειδητά τις αποφάσεις τους και συνεχίζουν. Κάποιοι άλλοι δε θέλουν να έρθουν αντιμέτωποι με τον εαυτό τους ή τις αποφάσεις που πρέπει να πάρουν και το βάζουν κάτω από το χαλάκι. Έρχεται, όμως, κάποια στιγμή που αν δεν είσαι ειλικρινής και παραχώνεις τις μικρές καθημερινές αναμετρήσεις με τον εαυτό σου και τις αποφάσεις που πρέπει να πάρεις κάτω από το χαλάκι, έρχεται το χαλάκι και γίνεται βουνό. Βουνό που σε πνιγεί, σε καταπίνει και σε αφήνει πίσω του στραπατσαρισμένο.
Τώρα αν μιλάμε για την ειλικρίνεια ως προς τους άλλους, αν δεν είσαι πρώτα ειλικρινής με τον εαυτό σου πως μπορείς να είσαι ειλικρινής με τους άλλους. Μου φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο κάτι τέτοιο και χρειάζεται τεράστια σπατάλη ενέργειας για να φαίνεσαι εντάξει ενώ δεν είσαι ειλικρινής ούτε με τον εαυτό σου ούτε με τους άλλους. Ξέρω και γώ. Αξίζει τον κόπο κάτι τέτοιο;
Και, όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είμαστε ειλικρινείς ούτε με τον εαυτό μας ούτε με τους άλλους και έρχεται το χαλάκι, το πλήρωμα του χρόνου και μας καταπίνει. Αυτό συνήθως συμβαίνει έντονα στο τέλος της ζωής των ανθρώπων. Εκεί την τρώμε συνήθως την κατραπακιά. Εγώ για να είμαι ειλικρινής προσπαθώ να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου και με τους ανθρώπους γύρω μου. Δε ξέρω σε ποιο βαθμό το καταφέρνω αλλά το παλεύω έντονα και συνειδητά, τα στερνά θα δείξουν πόσο καλά ή όχι αναμετρήθηκα.
–Σκέψεις για επόμενο βιβλίο υπάρχουν;
-Ναι. Είμαι σε πολύ δημιουργική περίοδο. Έχω γράψει το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας. Σχεδόν τα τρία τέταρτα. Είμαι στο τέλος αλλά έχω πολύ δρόμο μπροστά μου. Δηλαδή και τελεία να βάλω αύριο έχω πολύ δουλειά μπροστά μου. Να το ξαναδιαβάσω, να το χτενίσω να κόψω να ράψω να προσθέσω. Όπως με το «Όλα χαμένα» που όταν έβαλα την τελευταία τελεία είπα ουφ πάει το έγραψα και μετά ακολούθησε ένα βουνό δουλειάς. Είναι μια ιστορία που έχω στο μυαλό μου εδώ και πολύ καιρό. Όταν τελείωνα το «Όλα χαμένα» δούλευα παράλληλα με σημειώσεις το επόμενο, αυτό που γράφω τώρα δηλαδή. Και επειδή είμαι παρανοϊκός αυτήν την περίοδο που δουλεύω και τελειώνω κάνω σημειώσεις για το μεθεπόμενο. Με βοηθάει, μάλλον, να έχω ταυτόχρονα δυο ιστορίες στο μυαλό μου. Ότι γράφω από ένστικτο το γράφω. Δεν ακολουθώ κάποιο μοντέλο συγγραφής. Δεν έχω παραπλήσιο πεδίο σπουδών ούτε έχω παρακολουθήσει κάποιο σεμινάριο δημιουργικής γραφής. Γράφω και όπου με βγάλει. Πάντως ναι. Γράφω και είμαι πολύ χαρούμενος.
–Μπορείτε να μας αποκαλύψετε κάποια στοιχεία;
-Βεβαίως. Με μεγάλη μου χαρά να το μοιραστώ μαζί σας. Είναι μια πολύ σκοτεινή ιστορία. Και εγώ δε ξέρω γιατί καταπιάστηκα με αυτό το τόσο σκοτεινό και άγριο θέμα.
Δηλαδή, αν δε με ξέρει κάποιος και διαβάσει αυτά που γράφω θα νομίσει ότι είμαι κάποιος σκοτεινός και μίζερος τύπος. Κάτι που δεν ισχύει. Το αντίθετο θα έλεγα.
Ο αναγνώστης ενημερώνεται από την αρχή πως πρόκειται για μια άγρια αιματηρή και σκοτεινή υπόθεση.
Στη μεγαλύτερη διάρκεια της αφήγησης ο αναγνώστης γνωρίζεται με τους τρεις κεντρικούς χαρακτήρες το παρελθόν τους και την μεταξύ τους σχέση. Κύριος χαρακτήρας είναι η Μαρίνα, μια γυναίκα τριανταπέντε χρονών που φέρει κάτι πολύ βαρύ, στενάχωρο και δύσκολο από το παρελθόν της. Προσπαθεί να ισορροπήσει με την βοήθεια του Σταύρου και του Μίλτου, αγαπημένοι και επιστήθιοι φίλοι της από την πρώτη γυμνασίου. Οι τρεις τους μπλέκουν σε μια δύσκολη αιματηρή και βίαιη συνθήκη και καλούνται να πάρουν αποφάσεις που θα καθορίσουν τις ζωές τους αλλά και τις ζωές άλλων.
Το πρώτο μέρος έχει να κάνει περισσότερο με το παρελθόν των τριών χαρακτήρων. Ένα μέρος της υπόθεσης λαμβάνει μέρος στη Σύρο και το μεγαλύτερο μέρος διαδραματίζεται σε ένα μικρό άγονο νησί των Κυκλάδων το Πάσχα. Δε μπορώ προς το παρόν να μοιραστώ παραπάνω στοιχεία.
Εύχομαι να το τελειώσω άμεσα αν και μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρίσκω χρόνο αυτήν την περίοδο. Έχει έρθει στη ζωή μας η Μαργαρίτα, η κόρη μας, και μαζί με την σύντροφο μου την Άννα είμαστε στην πολύ ευχάριστη αλλά και δύσκολη φάση να μεγαλώνουμε και να διαπαιδαγωγούμε έναν καινούργιο άνθρωπο. Κάτι που είναι το πιο σπουδαίο και σημαντικό γεγονός που έχει συμβεί μέχρι τώρα στη ζωή μου.