« Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.»
Κώστας Καρυωτάκης: Ο σημαντικότερος ποιητής της δεκατίας του 1920,που επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει έντονα τους ανθρώπους με το έργο του. Γεννημένος στην Τρίπολη το 1896, ήταν γόνος μίας αρκετά πλούσιας οικογένειας. Εξαιτίας του επαγγέλματος του πατέρα του, ο οποίος ήταν πολιτικός μηχανικός, αναγκάστηκε να αλλάξει πολλούς τόπους διαμονής από πολύ νεαρή ηλικία. Ήδη από την ηλικία τον 17 ετών είχε γίνει αρκετά γνωστός, τόσο με τα ποιήματα όσο και τα πεζά κείμενα του.
Σπούδασε στην Νομική Σχολή της Αθήνας, από την οποία αποφοίτησε σε ηλικία 21 ετών με βαθμό «λίαν καλώς». Έπειτα άρχισε να δουλεύει ως δημόσιος υπάλληλος, εργασία την οποία μίσησε. Εργάστηκε σε διάφορες υπηρεσίες όπως: στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, στη Νομαρχία Άρτας, στη Νομαρχία Κυκλάδων, στη Νομαρχία Αττικής, στο Υπουργείο Υγιεινής, στη Νομαρχία Πατρών και τέλος στη Νομαρχία Πρεβέζης. Στο τελευταίο του σημείωμα αναφέρει στο επαγγελμά του ως μία «χυδαία πράξη».
“Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα ’ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν.)”
Το πρώτο του βιβλίο “Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων” δημοσιεύτηκε το 1919.Ακολούθησαν τα βιβλία “Νηπενθή” (1921) και “Ελεγεία και Σάτυρες” (1927).
Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύτηκε την Άννα Σκορδύλη,την οποία εξακολουθούσε να ποθεί για αρκετά χρόνια παρόλο που αυτή είχε παντρευτεί.Το 1922 γνωρίστηκε με την Μαρία Πολυδούρη στην Νομαρχία Αττικής όπου εργαζόταν. Εκείνη τον ερωτεύτηκε παράφορα και αυτός φαινόταν να ανταποκρίνεται στα αισθήματα της αφού μάλιστα σύμφωνα με την Μαρία Πολυδούρη εκείνος ήταν αυτός που είχε εξομολογηθεί πρώτος τον έρωτα του.
Η Πολυδούρη του ζήτησε να παντρευτούν, αλλά εκείνος δεν δέχτηκε με την δικαιολογία του αφροδίσιου νοσήματος από το οποίο έπασχε, δηλαδή τη σύφιλη. Έπειτα εκείνη αναχώρησε για το Παρίσι όπου εργάστηκε ως μοδίστρα. Αρραβωνιάστηκε το δικηγόρο Γεωργίου. Λίγο καιρό αργότερα προσβλήθηκε από φυματίωση και επέστρεψε στην Ελλάδα. Ο Καρυωτάκης είχε έρθει να την επισκεφθεί στο νοσοκομείο στο οποίο νοσηλευόταν.
Η σχέση του με την Πολυδούρη ήταν πλατωνική. Εκείνη τον είχε αγαπήσει παράφορα. Αυτός αν και είχε κάποιο ενδιαφέρον για την Πολυδούρη, δεν μπορούσε να την αγαπήσει τόσο βαθιά όσο τον αγαπούσε εκείνη καθώς είναι δύσκολο να επιστρέψεις τόσο έντονα συναισθήματα όταν δεν είσαι καν σε θέση να αγαπήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό.
Το 1928, ενώ εργαζόταν σε κάποια δημόσια υπηρεσία της Πάτρας, ήρθε σε σύγκρουση με τον υπουργό Μ. Κύρκο. Εκείνος ως αντίποινα τον μετέθεσε στην Πρέβεζα, δίνοντας του μια θέση στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων. Ο ίδιος, βρήκε αυτή την πόλη πληκτική. Δεν άντεχε τη ζωή στην μικρή Πρέβεζα,η οποία του απέπνεε ένα κλίμα θλίψης και απομόνωσης.
“Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται, στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια.
Θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται, καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης. Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.”
Όσο αφορά την αυτοκτονία του, δεν ήταν απλά αποτέλεσμα της κρίσης που του είχαν προκαλέσει τα πρόσφατα ατυχή περιστατικά της ζωής του. Αντιθέτως, φαίνεται πως πήγασε από σκέψη ήρεμη και ζυγισμένη. Φίλοι του Καρυωτάκη, που τον είχαν συναντήσει τις τελευταίες μέρες πριν αναχωρήσει για την Πρέβεζα υποστήριξαν πως τον έβλεπαν πολύ αφηρημένο, χωρίς διάθεση να συμμετέχει στις συζητήσεις τους. Η αφηρημάδα σαφώς αυτή προερχόταν από τις έμμονες σκέψεις του σχετικά με την ιδέα του θανάτου και την απόφαση της αυτοκτονίας.
Την 20η Ιουλιού ο Κώστας Καρυωτάκης επιχείρησε να αυτοκτονήσει, προσπαθώντας να πνιγεί στη θάλασσα. Ωστόσο,απέτυχε στην απόπειρα του αυτή, καθώς όπως αναφέρει και ο ίδιος στο σημείωμα του,ήταν ικανός κολυμβητής. Την επόμενη ημέρα, αφού πέρασε ένα τοπικό καφενείο, στο οποίο ζήτησε ένα τσιγάρο και ένα χαρτί για να γράψει προφανώς τις τελευταίες του σκέψεις, περπάτησε ως τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας. Εκεί κάτω από ένα δένδρο, αυτοκτόνησε με ένα περίστροφο στην καρδιά.
Αυτό ήταν λοιπόν το τέλος αυτού του τόσο σπουδαίου ποιητή που άφησε ένα πολύ σημαντικό στίγμα στον χώρο της ποίησης. Μετά το θάνατο του, δημιουργήθηκε ένα ολόκληρο ρεύμα εμπνευσμένο από αυτόν, με το όνομα «Καρυωτακισμός». Ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά,τα ποιήματα του εξακολουθούν να μαγεύουν τους ανθρώπους, ιδιαιτέρως τους νέους. Το απαισιόδοξο, αλλά γεμάτο συναισθήματα ύφος των έργων του τον καθιστούν έναν από τους πιο σπουδαίους Έλληνες ποιητές που αξίζει να διαβαστεί από τον καθένα.
“Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.”