Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αίολος, σε μετάφραση της Μυρσίνης Γκανά, το εμβληματικό μυθιστόρημα της Αφρο-αμερικανίδας Ζόρα Νιλ Χέρστον, με τίτλο «Τα μάτια τους κοιτούσαν τον Θεό», ενός βιβλίου που γράφτηκε το 1937 και έμεινε για χρόνια παραγκωνισμένο, εξαιτίας του φύλου αλλά και της καταγωγής της συγγραφέως. Το 1970, η συγγραφέας του «Πορφυρού Χρώματος», Άλις Γουόκερ, έγραψε ένα άρθρο για το συγκεκριμένο βιβλίο, με αποτέλεσμα αυτό να καθιερωθεί ως ένα από τα πιο διαβασμένα βιβλία της αφρο-αμερικανικής λογοτεχνίας.
Το βιβλίο της Χέρστον, μας ταξιδεύει στη Φλόριντα των αρχών του 20ου αιώνα, στη βεράντα ενός σπιτιού, όπου η σαραντάχρονη πλέον Τζέινι, αφηγείται την ιστορία της ζωής της στην καλύτερή της φίλη, Φίμπι Γουάτσον. Η Τζέινι, με τραχιά, ειλικρινή γλώσσα, θα της μιλήσει για τα παιδικά της χρόνια δίπλα στη δεσποτική γιαγιά της, η οποία ήταν αυτή που την ανέθρεψε. Για τον ρατσισμό που βίωσε στο σχολείο. Για το ξύπνημα της σεξουαλικότητάς της και για το πώς η γιαγιά της αποφάσισε να το καταπνίξει, αναγκάζοντάς την να παντρευτεί έναν άνδρα, κατά πολύ μεγαλύτερό της.
«Η αγάπη είναι σαν τη θάλασσα. Είναι κάτι που κινείται, αλλά παρ’όλα αυτά, παίρνει το σχήμα της από την ακτή που συναντά- και είναι διαφορετική σε κάθε ακτή».
Η δεκαεξάχρονη τότε Τζέινι, θα απογοητευτεί όταν συνειδητοποιήσει πως η αγάπη που ονειρευόταν, δεν πέρασε ποτέ από το κατώφλι του νέου της σπιτιού. Για τον ηλικιωμένο Λόγκαν, η έφηβη Τζέινι λειτουργεί περισσότερο ως εργατικά χέρια για τα κτήματά του, παρά ως σύζυγός του. Όταν στο δρόμο της βρεθεί ο Τζο Σταρκς, ένας φιλόδοξος άνδρας που στοχεύει να γίνει ο άρχοντας της νέας πολιτείας που χτίζεται στη Φλόριντα, η Τζέινι θα τον ακολουθήσει χωρίς δεύτερη σκέψη. Όμως, στην πράξη θα φανερωθεί, από νωρίς, πως οι δυο τους έχουν εντελώς διαφορετική αντίληψη της ζωής και του τι σημαίνει ελευθερία. Η Τζέινι από «μουλάρι» στον προηγούμενό της γάμο, μετατρέπεται σε γυναίκα «τρόπαιο». Ώσπου, την ύστατη στιγμή, θα γνωρίσει τον Βέρτζιλ Γουντς και μαζί του την αγάπη. Μόνο που η Τζέινι είναι γυναίκα και μαύρη, σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο λευκών.
Μια μαύρη γυναίκα υψώνει το ανάστημά της σε ένα κόσμο λευκών
Η συγγραφέας έπλασε μια ηρωίδα ανένταχτη από τα γεννοφάσκια της. Ενώ προσπάθησε να ακολουθήσει την οδό της υποταγής που προέτρεπαν οι νόρμες της εποχής, η ελεύθερη ψυχή της παρέμενε ανυποχώρητη απέναντι σε αυτό που διεκδικούσε, δηλαδή την αγάπη και την ελευθερία. Το παράδοξο με το μυθιστόρημα αυτό, είναι ότι η ηρωίδα επεδίωκε να ελευθερωθεί όχι από τα δεσμά της σκλαβιάς, αλλά από την υποταγή που της επέβαλαν οι άνδρες-δυνάστες της. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως ήταν μια εποχή που η χειραφέτηση κι η ανεξαρτητοποίηση των γυναικών ισοδυναμούσε με ύβρη. Η Τζέινι, παρακινημένη από την εσωτερική της δύναμη, υπέμενε λεκτική και σωματική βία, ταπεινώσεις κι εξευτελισμούς, προκειμένου να φτάσει στον στόχο της. Πάλεψε με τον ρατσισμό, τις κοινωνικές ανισότητες και την πατριαρχία που επέβαλλε σιωπή κι υποταγή και κατάφερε για λίγο να αγγίξει το όνειρο.
Η διαχρονικότητα της γυναικείας λογοτεχνικής φωνής
Με το βιβλίο της αυτό, η Αφρο-αμερικανίδα συγγραφέας επεδίωξε να θίξει μια πληθώρα θεμάτων όπως η ταυτότητα, η φυλή, η γυναικεία κακοποίηση, η ελευθερία κι η γενναιότητα του να κυνηγάς τα όνειρά σου, με κάθε κόστος. Η χρήση της διαλέκτου του Αμερικανικού Νότου σε πολλά σημεία του βιβλίου και κυρίως στους διαλόγους του, καθώς κι η εναλλαγή αφηγηματικού ύφους, από την ποιητική γραφή και τις υπέροχες μεταφορές στην αιχμηρή πρόζα και τις σκληρές σκηνές κακοποίησης, καθιστούν το «Τα μάτια τους κοιτούσαν τον Θεό» απαιτητικό ανάγνωσμα. Ωστόσο, η σπουδαιότητα του να έρχονται στο φως βιβλία σαν αυτά, που εξαίρουν τη δύναμη των γυναικών και το δικαίωμα τους στην ελευθερία και την αναζήτηση της αγάπης, κάνει την ανάγνωσή του κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη.
«Είναι πολύ εύκολο να περνιέστε για θεοί,
αν έχετε να παλέψετε μόνο με γυναίκες και κοτόπουλα».
Όσον αφορά στον τίτλο του βιβλίου, τέλος, θεωρώ πως σκόπιμα επιλέχτηκε από τη συγγραφέα, η οποία άλλωστε είχε εκφράσει ανοιχτά τις απόψεις της περί αθεΐας, ενδεχομένως για να καυτηριάσει την εκφυλιστική δύναμη της εξουσίας που έκανε τους άνδρες να νιώθουν Θεοί και υπεράνω όλων εξουσιάζοντας γυναίκες, αλλά όταν η φύση έδειξε την υπεροχή της, όλοι έστρεψαν το βλέμμα τους στον Θεό, ζητώντας το έλεός του.
Γνωρίστε τη συγγραφέα
Μυθιστοριογράφος, ανθρωπολόγος, θεατρική συγγραφέας, σκηνοθέτιδα και δοκιμιογράφος, η Ζόρα Νιλ Χέρστον γεννήθηκε στην Αλαμπάμα το 1891 και είναι μία από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του κινήματος της Αναγέννησης του Χάρλεμ.
Η πολυβραβευμένη συγγραφέας του Πορφυρού Χρώματος Άλις Γουόκερ την επανανακάλυψε τη δεκαετία του 1970 και έκτοτε η Ζόρα Νιλ Χέρστον θεωρείται μία από τις ζωντανές και ευρηματικές φωνές της αμερικανικής λογοτεχνίας. Περίτεχνη και εικονοκλάστρια, αγωνίστρια που άνοιξε δρόμους, λατρεύτηκε από τους αναγνώστες των βιβλίων της και συγγραφείς όπως η Μάγια Αγγέλου, η Ζέιντι Σμιθ και ο Πολ Μπίτι τη σέβονταν και την τιμούσαν. Η Τόνι Μόρισον τη θεωρεί από τις μεγαλύτερες συγγραφείς της εποχής μας. Το όνομά της ξεχώριζε επίσης για τις απόψεις της περί αθεΐας και την πεποίθησή της για την κοινωνική συσσωμάτωση των μαύρων με τους λευκούς.
Σημαντικά έργα της είναι το Mules and men (1935), μια ανθολογία για την αφρο-αμερικανική λαογραφία στη Βόρεια Φλόριντα και το Voodoo and Life in Haiti and Jamaica (1938) , μια μελέτη για τις τελετουργίες στην Τζαμάικα και την Αϊτή.
Πηγή: Εκδόσεις Αίολος
Βρείτε το βιβλίο εδώ.