Jesus Christ Superstar: Από την θεατρική σκηνή στην μεγάλη οθόνη
Στις αρχές της δεκαετίας του αναδυόμενου ’70, ο Andrew Lloyd Webber είχε μια τρελή ιδέα, να προσαρμώσει την χιλιοειπωμένη ιστορία του Ιησού για το χρονικό διάστημα πριν την σταύρωσή του, σε μια πιο εκσυγχρονισμένη εκδοχή. Παρ’ ότι θα φανταζόταν κανείς ότι μόνο ένας βαθιά μαστουρωμένος θα σκεφτόταν μια τέτοια ιδέα, για την πορεία του Ιησού δοσμένη σε rock opera, προς μεγάλη έκπληξη όλων, εκείνος ήταν ο Webber. Το μιούζικαλ θεατρικό ξεκίνησε το 1970 σαν μια ανεκπλήρωτη ιδέα, αρχίζοντας από το soundtrack, ενώ ένα χρόνο αργότερα ανέβηκε στο Broadway (1971) και έπειτα από δύο έτη στο West End (1972). Ενώ η ανέλπιστα μεγάλη επιτυχία του συνεχίζεται ακόμη και θριαμβεύει στον θεατρικό χώρο παγκωσμίως, το 1973 κυκλοφόρησε η πρώτη κινηματογραφική ταινία, σκηνοθετημένη από τον Norman Jewison. Όπως ήταν αναμενόμενο, απέκτησε αμφιλεγόμενη φήμη και κριτικές αλλά παρ’ όλα αυτά, ευρεία αναγνωρισημότητα όπως και πιο mainstream κινηματογραφικά βραβεία. Η απεικόνιση του Iησού ως παιδί των λουλουδιών με τραγουδιστικές ικανότητες στην ροκ σκηνή, σίγουρα δεν θα μπορούσε να συνυπάρξει με την κλασική εκδοχή της ιστορίας για τους πιστούς Χριστιανούς και ίσως γι’ αυτό εντυπωσίασε τόσο εν τέλει. Αρκετά χρόνια αργότερα, ακολούθησε -παραδόξως καθυστερημένα- ένα remake, αγγίζοντας τα όρια της αποτυχίας καθώς μας παραδώθηκε απευθείας σε βίντεο, παρακάμπτωντας την μεγάλη οθόνη.
Jesus Christ Superstar: Το άλμπουμ
Πριν από την θεατρική παράσταση, πρωταρχική ιδέα αποτελούσε το μουσικό άλμπουμ, το οποίο και προηγήθηκε. Την παραγωγή και την δημιουργία του αυθεντικού soundtrack, ανέλαβε ο ίδιος ο Webber μαζί με τον Tim Rice, κινούμενοι σε folk και progressive ροκ μονοπάτια. Είναι ουσιαστικά και το σημαντικότερο κομμάτι της παραγωγής, που αφήνει την παράσταση και κατ’ επέκταση την ταινία να «σταθεί» στα πόδια της (όσο αυτό είναι εφικτό). Μεγάλες επιτυχίες του επικού soundtrack, αποτέλεσαν το «Everything’s Alright» το «Superstar» (διάσημο ως κύριο theme του έργου) «This Jesus Must Die» και το «Heaven on Their Minds» (του οποίου η μουσική ακόμη ηχεί στα αυτιά μας ως κάτι ιδιαιτέρως γνώριμο, αδυνατώντας πολλές φορές να θυμηθούμε από που προέρχεται), μεταξύ άλλων. Στο αυθεντικό άλμπουμ, τα τραγούδια του Ιησού ερμηνεύει ο Ian Gillan, του Ιούδα ο Murray Head, του Πόντιου Πιλάτου ο Barry Dennen και της Μαγδαλινής η Yvonne Elliman. Στην κινηματογραφική εκδοχή του πολύφημου δίσκου, τους κεντρικούς ρόλους του Ιησού και του Ιούδα, παίρνουν ο Ted Neeley (ο οποίος δικαίως συνεισέφερε στην επιτυχία με το λάγνο βλέμμα μιας βαθιά χίπικης ψυχής) και ο Carl Anderson.
Jesus Christ Superstar: Η ταινία του 1973
Η ιστορία ακολουθεί την πολυδιαδεδομένη ιστορία, που το κοινό λατρεύει να παρακολουθεί -κυρίως την εποχή του Πάσχα- να διαδραματίζεται σε ποικίλα έργα που ασχολήθηκαν με το θέμα αυτό. Ίσως με μερικές προσωπικές πινελιές του σκηνοθέτη, που του έδωσαν μια πιο 70’s διάθεση. Οι τελευταίες εβδομάδες του Ιησού πριν την σταύρωση-θανάτωσή του και η προσπάθειά του να «φωτίσει» τις ανθρώπινες ψυχές, δείχνοντάς τους τον δρόμο του Θεού κατά την διάρκεια αυτή, βρίσκονται σε μια μόνιμη σύγχυση υπό την μελωδία μιας μουσικής πανδαισίας. Ο Ιησούς σε ρόλο μέντορα μιας ψυχεδελικής χορογραφίας, εδώ λειτουργεί περισσότερο ως ένας υποκινητής μιας αίρεσης παρά ως μεσάζοντας του Θεού. Το «Jesus Christ Superstar» του 1973, αποτελεί μια μοναδική εμπειρία και μια αλλόκοτη απεικόνιση μιας ψυχικής κατάστασης, υπό την επήρρεια ψυχεδελικών ναρκωτικών. Ο Ιησούς και οι μαθητές του, περιπλανώνται σε μια πελώρια έρημο σαν τέκνα των λουλουδιών, αναμένωντας όλοι υπομονετικά το πέρασμα της ημέρας και τον ερχομό της επομένης, όποτε και θα επανέλθουν στην αρχική τους κατάσταση, ενώ ο Ιούδας, επιδιώκει «με νύχια και με δόντια» να τους προειδοποιήσει για το κακό που θα επέλθει, όντας ο μόνος νηφάλιος της παρέας. Κινούμενο με αντίστοιχο τρόπο μέχρι και το τέλος, συμπεριλαμβάνοντας ορισμένες επιπλέον τραγελαφικές αποτυπώσεις των χαρακτήρων της ιστορίας μαζί με μια πιο ελεύθερη μεταφορά της -εν συγκρίσει με το πως την γνωρίζουμε έως σήμερα- έπειτα από τον επίλογό της, καταλήγει να αφήσει μια αίσθηση απορίας και έκπληξης περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Τελικά πρόκειται για «βλασφημία», για μια εμπειρία ψυχεδελικών ναρκωτικών ή απλώς μια διαφορετική πτυχή; Η απάντηση βρίσκεται σε όλα αυτά, ανάλογα το εκάστοτε κοινό στο οποίο απευθύνεται. Παρ’ όλα αυτά, δεν παύει να είναι ένα ευχάριστο και εν τέλει αρκετά ψυχαγωγικό «διάλειμμα» από τις ποιοτικές αποτυπωμένες εκδοχές της ιστορίας, καθ’ ότι όλοι αγαπούν ένα ρεπό από το «Gospel According to St. Matthew» του Pasolini.