Οι απαρχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τα σχετικά γεγονότα αποτελούν ένα ιστορικό κεφάλαιο το οποίο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους λοιπούς Βαλκανικούς λαούς. Αν και οι πλείστοι ιστορικοί συμφωνούν ότι η αρχή της αυτοκρατορίας εντοπίζεται στην κατάληψη της Βασιλεύουσας το έτος 1453 εν τούτοις η κατάληψη της δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία» αλλά το φυσικό και αναπόδραστο επακόλουθο των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων.Η Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία έμελλε να δημιουργηθεί ήταν κατά κάποιο τρόπο η συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπως και η Βυζαντινή ήταν η συνέχεια της Ρωμαϊκής.
Η λέξη Τούρκοι είναι κινεζικής προέλευσης (από το κινεζικό Του – Κιού που σημαίνει παίρνω μορφή, μορφοποιούμαι) αφού οι Κινέζοι ήταν οι πρώτοι «αλλόφυλοι» που τους συνάντησαν, ως οι πρώτοι γείτονες τους στις στέππες της Μογγολίας. Διευκρινιστικά, στην επιστήμη της λαογραφίας όταν λέμε Τούρκοι δεν εννοούμε μόνο το γειτονικό μας τουρκικό έθνος αλλά μία τεράστια εθνο-γλωσσολογική ομάδα λαών, η οποιά περιλαμβάνει τους Μαγιάρους, τους Φινλανδούς, τους Αζέρους, τους Ουζμπέκους και ένα σωρό άλλους λαούς, παρελθόντες και νυν. Είτε χρησιμοποιούμε τον επίσης καθιερωμένο όρο Τουρανοί είτε τον όρο Τούρκοι αναφερόμαστε στο ίδιο πράγμα. Το τουρκικό «έθνος» όμως είναι κάτι διαφορετικό και διακριτό, γνωστό σε όλους μας, του οποίου η απαρχή της ιδιαίτερης πολιτιστικής του ταυτότητας μπορεί να ανιχνευθεί με την εμφάνιση στο ιστορικό προσκήνιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Τι ακριβώς όμως ήταν οι Οθωμανοί και πώς ξεχώρισαν δραστικά από την πληθώρα των υπολοίπων τουρκικών λαών; Στις βυζαντινές πηγές συναντούμε για πρώτη φορά το όνομα του ιδρυτή της δυναστείας των Ατμανιδών (Οθωμανιδών) στο ιστοριογραφικό έργο του Γεωργίου Παχυμέρη με την μορφή Ατμάν περί το 1300 μ.Χ. Οι Οσμανλίδες (Osmanli) ή Οθωμανίδες όπως ονομάστηκε η φυλή αυτή δεν ήταν στ’ αλήθεια μια φυλή που βασίστηκε σε διακριτά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Στην πραγματικότητα αποτελούταν από τουρκικά στοιχεία τα οποία μέχρι πρότινος ήταν αναπόσπαστο τμήμα των Σελτζούκων Τούρκων, οι οποίοι με την σειρά τους έλκουν την καταγωγή τους από τους παλαιότερους Ογούζους Τούρκους και οι οποίοι είχαν καταφέρει να ιδρύσουν, μεταξύ άλλων, κράτος στην Μικρά Ασία, το σουλτανάτο του Ρουμ. Από εδω λοιπόν ο ικανότατος Ατμάν μαζί με 2000 μέλή (κατ’ άλλους μόνον με 500) θα εκκινήσει για να ιδρύσει μία τεράστια αυτοκρατορία η οποία θα κρίνει και θα καθορίσει το μέλλον της ανατολικής Ευρώπης και όχι μόνο. Η οθωμανική «φυλή», αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι, ήταν περισσότερο αποτέλεσμα της ισχυρής προσωπικότητας του Ατμάν παρά δημιούργημα εθνικών ιδιαιτεροτήτων.
Το 1326 ο Ορχάν, γιος και διάδοχος του Ατμάν, ολοκληρώνει μετά από εννέα χρόνια την κατάληψη της Προύσας εν μέσω της εμφυλίας σύρραξης των Ανδρονίκων Παλαιολόγων, παππού και εγγονού, οι οποίοι αλληλοσφάζονται «όμορφα και χριστιανικά» συμπαρασύροντας στην σύρραξη Σέρβους και Βουλγάρους. Οι Τούρκοι ξέρουν πολύ καλά να εκμεταλλεύονται τις ιστορικές συγκυρίες και τα εσωτερικά προβλήματα των ομόρων κρατών. Ήταν η πρώτη φορά που οι νομάδες ιππείς Οθωμανοί πολιουρκούσαν μία πόλη και ήταν εκεί ακριβώς που κατενόησαν και εκτίμησαν την αξία ενός συγκροτημένου πεζικού στρατού. Ευθύς αμέσως ο Ορχάν, αφού ασπάστηκε στο νεκροκρέβατο για τελευταία φορά τον πατέρα του που είχε αποδημήσει εις Κύριον Αλλάχ , θέτει τις βάσεις για την συγκρότηση ενιαίου στρατού κατά τα βυζαντινά πρότυπα. Η Προύσα γίνεται η πρώτη έδρα του οθωμανικού κράτους και εκεί γεννιέται κατά κοινήν ομολογία η λεγόμενη οθωμανική τέχνη, η οποία γίνεται κυρίως αισθητή στον τομέα της αρχιτεκτονικής.
Ακολούθως ο Ορχάν ξεκινάει την πολιορκία της Νίκαιας, της σημαντικότερης πόλης της Μ. Ασίας τα τελευταία διακόσια χρόνια, και ο Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος (ο εγγονός που με την στήριξη της αριστοκρατίας εκθρόνισε τον παππού και γίνεται πλέον αυτοκράτορας) αποφασίζει να τους αναχαιτίσει. Οι δύο στρατοί συναντούνται στη τοποθεσία Πελεκάνος το 1329 και στην ομώνυμη μάχη οι βυζαντινοί ηττούνται κατά κράτος. Είχαν προηγουμένως προσπαθήσει να υποχωρήσουν εν ειρήνη αλλά οι Τούρκοι δεν τους το επέτρεψαν, εφαρμόζοντας το κλασικό ρηθέν «στον έρωτα και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται», κάτι που οι Τούρκοι γνωρίζουν πολύ καλά. Τελικά η Νίκαια πέφτει δύο χρόνια αργότερα και ακολουθεί η Νικομήδεια. Στο μεσοδιάστημα οι Οθωμανοί είχαν φροντίσει να συντρίψουν τα απομεινάρια των ομοεθνών και ομόθρησκων τους Σελτζούκων. Όταν πρόκειται περί νομής της εξουσίας και του πλούτου η κοινή καταγωγή και η κοινή θρησκεία αποτελεί οπιούχο ναρκωτικό για βαθιά ναρκωμένους ή για αθεράπευτα ρομαντικούς. Και κάπως έτσι ολοκληρώνεται η κατάληψη η Μικράς Ασίας.
Γύρω στο 1345 και προτού καλά καλά κοπάσουν τα γεγονότα, ο καθ’όλα φιλόδοξος Ιωάννης Καντακουζηνός ζητά βοήθεια από τον Ορχάν στον αγώνα του κατά του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου και μάλιστα του προσφέρει την χριστιανή παρθένα κόρη του Θεοδώρα ως μελλοντική σύζυγο. Βλέπετε ακριβώς αυτή την πρακτική και γνησίως ανταλλακτική αξία έχει η οικογένεια και οι «κοινοί δεσμοί» για τους κατέχοντες και επιθυμούντες την εξουσία. Λίγο αργότερα μάλιστα, οι «χριστιανοί» Βυζαντινοί με την αρωγή Τούρκων μισθοφόρων θα συντρίψουν τους επίσης «χριστιανούς» Σέρβους του Στεφάνου Δουσάν και θα ξεκινήσουν την διαδικασία διάλυσης του σερβικού κράτους. ‘Ολοι σφάζουν όλους ως είθισται στον ιστορικόν ρουν, ο οποίος κινείται μάλλον από το στομάχι και την μασέλα παρά από το μυαλό. Αυτή η εσφαλμένη κίνηση από πλευράς Βυζαντίου έδωσε το πλεονέκτημα στους Οθωμανούς να δουν και να μελετήσουν τις εσωτερικές αδυναμίες του Βυζαντίου, πλεονέκτημα που θα χρησιμοποιήσουν ουκ ολίγες φορές.
Με αυτά τα δεδομένα, ξημερώνει το μοιραίο μαρτιάτικο πρωινό του έτους 1354, κατά το οποίο οι Οθωμανοί καταλαμβάνουν πανηγυρικά την πόλη της Καλλιπόλεως και τοιουτοτρόπως πατούν πόδι για πρώτη φορά και επισήμως, ως κρατικό μόρφωμα δηλαδή, επί ευρωπαϊκού εδάφους και μαγεύονται από τον ευρωπαϊκό πλούτο και τις εύφορες κοιλάδες της Θράκης.Και ιδού πως αφέθηκε στους Οθωμανούς βορά η Καλλίπολη και η γύρω Θράκη: Ένας μεγάλης ισχύος σεισμός που έλαβε χώρα λίγο πριν την πολιορκία της πόλης από τους Οθωμανούς, έτρεψε σε άτακτη φυγή τους δεισιδαίμονες βυζαντινούς, που με λίγη βοήθεια από τους παπάδες είχαν καταντήσει περισσότερο δεισιδαίμονες και από τους «απολίτιστους» και καλά Οθωμανούς. Και εκεί που οι χριστιανοί πιάσαν τα κομποσχοίνια τους, ο Ορχάν πιάνει τα όπλα και εκμεταλλεύεται προς ίδιον όφελος τον σεισμό και εισβάλλει θριαμβευτής στην Καλλίπολη. Σου λέει αφού έχω τον Αλλάχ με το μέρος μου τον σεισμό θα φοβηθώ; Την ίδια αυτή στιγμή τα «πολιτισμένα» χριστιανικά πλήθη στην Κωνσταντινούπολη εκθρονίζουν βιαίως και ταχέως τον Καντακουζηνό και αναλαμβάνει ξανά ο Ιωάννης Ε’.
Ο Ιωάννης Ε’σε κατάσταση πανικού ων σπεύδει στην Αβινιόν για να παρακαλέσει για παπική βοηθεία παίζοντας το τελευταίο χαρτί του, την ένωση των εκκλησιών. Σου λέει αφού τα κάναμε ρημαδιό εμπλέκοντας τους Τούρκους ας μας ξεμπλέξουν οι χριστιανοί δυτικοί. Μάλιστα κατά τα γνωστά «ορθόδοξα» βυζαντινά ήθη δεν διστάζει να παραδώσει τον δευερότοκο γιο του Μανουήλ ως όμηρο της παπικής αυλής και να μεταστραφεί και ο ίδιος στον καθολικισμό, εις μάτην όμως. Οι παπικοί, τότε όπως και σήμερα, γνωρίζουν πολύ καλά ότι ξένη φωτιά δεν κάνει να την ανακατεύεις εκτός και αν πρόκειται επί αυτής να ψήσεις τους αντιπάλους σου.
Με την κατάληψη της Καλλιπόλεως ξεκινά η οθωμανική επέκταση στα Βαλκάνια, η οποία γίνεται εντατικότερη στα χρόνια του σουλτάνου Μουράτ Α’, διαδόχου του Ορχάν. Μάλιστα το 1362 καταλαμβάνουν και την Αδριανούπολη, όπου και μεταφέρουν την έδρα τους καθιστώντας την επίσημη πρωτεύουσα και αφήνοντας την Προύσα συμπρωτεύουσα. Από τότε μέχρι των ημερών μας η τουρκική εξωτερική πολιτική θα ακροβατεί αριστοτεχνικά μεταξύ Δύσεως και Ανατολής, Ευρώπης και Ασίας.
Μέσα σε όλο αυτό το πολιτικό χάος συμπεριλάβετε και την διαμάχη Βενετών και Γενοβέζων για έλεγχο του Αιγαίου και των νησιών του και θα έχετε μια τοξική δηλητηριώδη συνταγή για το Βυζάντιο. Οι Βενετοί έχουν προβεί σε διμερείς συμφωνίες με τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ και οι Γενοβέζοι από την άλλη με τον γιο του Ιωάννη και σφετεριστή του θρόνου Ανδρόνικο Δ’. Το 1376 λοιπόν συμφωνεί μαζί με τον οθωμανό πρίγκηπα Σαβσή Μπέη (Savcı Bey), γιο του σουλτάνου Μουράτ, σε μια περίεργη κοινή εξέγερση βυζαντινοοθωμανών κατά των πατεράδων τους! Και μετά μου λένε οι διάφοροι φίλοι δεξιά και αριστερά να εμπιστευτώ τους έχοντας εξουσία ότι θα μας σεβαστούν και θα μας προστατέψουν λόγω, λέει, κοινής καταγωγής, θρησκείας και για χάριν του έθνους! Ωιμέ, η τάξη των εκμεταλλευτών αλλά και των εκμεταλλευόμενων δεν καταλαβαίνει Θεό – κυριολεκτικά- ούτε καταγωγές. Η οσμή της εξουσίας και η αλλοτριωτική θέλξη της δεν δρα με ρομαντικό τρόπο αλλά με πολύ ωμό θα έλεγα. Και αν δεν το έχετε δει μέσα στους αιώνες της ιστορικής εξέλιξης τότε σας χρειάζεται επειγόντως μάθημα Ιστορίας.
Τέλος πάντων, το 1376 ο «βυζαντινότατος» Ανδρόνικος Δ’ μπαίνει στην Κωνσταντινούπολη μαζί με ένοπλους Τούρκους και συλλαμβάνει πατέρα και αδελφό. Αμέσως χαρίζει με άνεση την ελληνικότατη Τένεδο στους Γενοβέζους υποστηρικτές του και ξαναδίνει την Καλλίπολη στους Τούρκος την οποία εν τω μεταξύ είχαν ανακτήσει για λογαριασμό τους οι Βενετοί με τις ευλογίες του Ιωάννη Ε’ αυτή την φορά! Ένας ωραίος βυζαντινός αχταρμάς. Τρία χρόνια αργότερα, οι εξαιρετικοί στην διπλωματία Τούρκοι θα συμμαχήσουν με τους Βενετούς και εκτελώντας αίσια το πολιτικό τους παιχνίδι θα απελευθερώσουν τον Ιωάννη και τον Μανουήλ από την φυλακή. Όχι τσάμπα όμως, τσάμπα για τους Τούρκους δεν γίνεται τίποτα. Ο αυτοκράτορας υποχρεώνεται σε φορολόγηση και σε στρατιωτικές υποχρεώσεις. Αρχή επί τέλους.
Τον Ιούνιο του 1398 η μάχη του Κοσσυφοπεδίου σφράγισε την μοίρα των Βαλκανίων. Είχαν προηγηθεί οι δύο μάχες του Έβρου, οι οποίες είχαν αποδυναμώσει το άλλοτε ισχυρό σερβικό κράτος. Τελικά, ο ενωμένος στρατός Σέρβων, Βουλγάρων, Βοσνίων, Ρουμάνων και Αλβανών συγκρούεται με τους Οθωμανούς σε μια πολύνεκρη και επική για την εποχή μάχη. Θεωρείται από πολλούς ιστορικούς η φονικότερη μάχη που έγινε ποτέ στην Ιστορία, μέχρι εκείνη τη στιγμή βέβαια. Ο σουλτάνος Μουράτ ξεψυχά εκεί και οι Οθωμανοί κερδίζουν μια καθ’όλα πύρρειο νίκη. Οι βυζαντινοί ήταν παντελώς απόντες από την μάχη, αποδεικνύοντας το κατοπινό όνειρο του Ρήγα για μια παμβαλκανική ένωση θνησιγενές.
Ο διάδοχος του μακαρίτη Μουράτ στον σουλτανικό θρόνο, ο Βαγιαζήτ Α’, αφού συνέτριψε Γάλλους και Ούγγρους στην περίφημη μάχη της Νικοπόλεως, στρέφεται ενάντια στα ομοεθνή του τουρκικά εμιράτα της Μ. Ασίας και κυρίως αυτού της Καραμανίας. Αφού τους υποτάξει θα έρθει αντιμέτωπος με τον Ταμερλάνο και τις μογγολικές ορδές τους στην επίσης πολύνεκρη (φάε γη πτώματα) μάχη της Άγκυρας το 1402. Εκεί θα συλληφθεί και θα αυτοκτονήσει στο κλουβί του λίγους μήνες αργότερα μη αντέχοντας τους εξευτελισμούς των Μογγόλων. Η ήττα των Οθωμανών στην Άγκυρα ανέστειλε την τουρκική προέλαση αλλά για πολύ λίγο.
Οι βυζαντινοί ως γνήσιοι καιροσκόποι ενεπλάκησαν κατά το 1410 στον αδερφοκτόνο πόλεμο των γιων και διαδόχων του Βαγιαζίτ αλλά χωρίς την ίδια μεθοδικότητα που επέδειξαν οι Οθωμανοί σε παρόμοιες καταστάσεις. Η παράνοια συνεχίζεται και κορυφώνεται όταν οι Βυζαντινοί ενώνουν τον στρατό τους με τον Σουλεϊμάν Α’ εναντίον του Μούσα. Φαίνεται πιστεύουν ονειροπολώντας ότι σε περίπτωση νίκης του Σουλεϊμάν θα τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης από τον σύμμαχό τους. Ο Μουσά όμως νίκησε τελικά και οι βυζαντινοί απλά έχασαν επιπρόσθετο έμψυχο και άψυχο υλικό. Μην νομίζετε ότι ο οπορτουνισμός, η ευνοιοκρατία και η αναξιοκρατία είναι σύγχρονα ελληνικά φαινόμενα. Υπήρχαν ανέκαθεν στην Ιστορία όλων των λαών. Και σιγά σιγά φτάσαμε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και στην ίδρυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με τα γνωστά σε όλους μας γεγονότα. Η άλωση επομένως δεν ήταν τυχαίο γεγονός αλλά ήταν η φυσική και αναγκαία κατάληξη των γεγονότων του περασμένου αιώνα. Αν η μελέτη της Ιστορίας δεν μας διδάσκει, τότε είναι αυτόματα μία μάταιη και ανιαρή καταγραφή γεγονότων. Δεν είναι όμως έτσι. Μελετώντας την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τροφή για σκέψη τόσο για τον λαό όσο και για επίδοξους πολιτικούς.
Κατ’ αρχήν, γίνεται κατάδηλο ότι η εξωτερική πολιτική μιας χώρας δεν έχει να κάνει με ρομαντισμούς, μύθους, θρησκεύματα και «ένδοξους προγόνους». Η πολιτική βαδίζει από κτίσεως κόσμου με βάση το ατομικό και ενίοτε το συλλογικό συμφέρον ομάδων και εθνών και δεν διστάζει να κάνει τους εχθρούς φίλους και τους φίλους εχθρούς όχι βέβαια για του «Χριστού την πίστη την αγίαν» ή «προς δόξαν του έθνους» αλλά για το κέρδος, ατομικό και συλλογικό. Γίνεται επίσης πρόδηλη η κοντόφθαλμη πολιτική της υστεροβυζαντινής περιόδου, η οποία εν πολλοίς ομοιάζει με τους σημερινούς πολιτικούς που χαράσσουν εξωτερική πολιτική με βάση θαύματα και ρομαντικούς πόθους.
Δεύτερον, οι «Έλληνες» βυζαντινοί (οι οποίοι ομολογουμένως έχουν τα σπέρματα μιας κάποιας εθνικής συνείδησης, σίγουρα πάντως όχι στον βαθμό που θα διαμορφωθεί έπειτα) δεν διστάζουν να ξεπουλήσουν ολόκληρες περιοχές της κυρίως Ελλάδας και της Μ. Ασίας με την ίδια ευκολία που ξεπουλούν τα μέλη της ίδιας τους της οικογένειας, από καθήκον δηλαδή! Συμπέρασμα ζωτικής σημασίας: Η εξουσία και η ηδονή της εκμετάλλευσης διαφθείρει εξίσου καλά βαπτισμένους και μη βαπτισμένους, ελληνόφωνους και τουρκόφωνους και δεν πολυκαταλαβαίνει από καταγωγές και αίματα.
Τρίτον συμπέρασμα, οι εμφύλιοι σπαραγμοί υπήρξαν ανέκαθεν ανοιχτή πληγή για τους λαούς και ιδιαίτερα για τον απανταχού ελληνισμό. Αυτό οφείλεται και εξηγείται εν μέρει σφαιρικά από τις ταξικές διακρίσεις που ήταν πάντα έντονες στο ελληνικό έθνος αλλά και από το γεγονός ότι ετερόκλητα στοιχεία αποτέλεσαν την εθνοτική βάση του έθνους κατά τα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας όπου η θρησκευτική ταυτότητα είχε υπερισχύσει της οποιασδήποτε εθνικής. Κατάσταση η οποία θα επιδεινωθεί κατά τα χρόνια την Οθωμανικής κατάκτησης.