«Αν κάποιος έπαιρνε το θέατρο, όπως έκανε ο Πεερ Γκυντ με το κρεμμύδι, και προσπαθούσε να το ξεφλουδίσει το ένα μετά το άλλο τα επί μέρους στοιχεία του, για να φθάσει μέχρι τον κυρίως πυρήνα του, θα διαπίστωνε πως το σκηνικό είναι το πιο πρόσφατο στοιχείο του. Σήμερα το σκηνικό είναι εκεί ˙ πριν 350 χρόνια δεν ήταν» (W.Muller:1979). Συνεχίζοντας αυτή την αφαιρετική και συνάμα απελευθερωτική για το θέατρο διαδικασία, απομακρύνοντας δηλαδή όλα τα επιπρόσθετα δεδομένα, καταλήγουμε στη δυαδική σχέση του ηθοποιού με το θεατή ˙ ο ένας ενώπιον του άλλου. Δύο στοιχεία αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα που συνθέτουν μοναδικά το θέατρο. Υπό αυτήν την έννοια η Παντομίμα συναντά στο ενδιάμεσο την αντίληψη για την παράσταση του «Φτωχού Θεάτρου».
Έχοντας κατά νου την κινέζικη παροιμία που αποδέχεται ότι «μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις», θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε στην εικόνα τον ηθοποιό που πολλές φορές δεν μιλά αλλά εκφράζει τα συναισθήματά του. Ο καλλιτέχνης της παντομίμας αφηγείται μια ιστορία χωρίς λόγια, αλλά με χειρονομίες και μορφασμούς. Το στοιχείο όμως εκείνο που ολοκληρώνει τη μιμική είναι «η εκφραστική συμπεριφορά» ολόκληρου του σώματος που επικοινωνεί με το θεατή σε έναν απόλυτο συγχρονισμό και με αρμονία. Το κεφάλι στρέφεται εύκολα προς την κατεύθυνση του σώματος παρασύροντας μαζί και το κορμί έτσι ώστε το κείμενο να γίνεται κατανοητό.
Το θέατρο, σύμφωνα με το R.Southern, είναι η Τέχνη της Αντίδρασης ˙ η εντύπωση, δηλαδή, το συναίσθημα που προκαλείται στο θεατή ως αντανάκλαση της συναισθηματικής κατάστασης που αναπτύσσει τη δεδομένη στιγμή ο ηθοποιός με την έκφρασή του, με το βλέμμα του (W.Muller:1979) Αυτό σηματοδοτεί και τη μετάβαση από την καθαρή παντομιμική τεχνική στη δημιουργική παντομίμα, η οποία δημιουργεί μια ολοκληρωμένη κατάσταση στη φαντασία του θεατή.
Το είδος αυτό του θεάματος έχει τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα. Ο Πυλάδης (1ος αι. π. Χ), με καταγωγή ελληνική, ήταν αυλικός ηθοποιός που ζούσε στην εποχή του Αυγούστου. Ήταν αυτός που επινόησε το 22 π. Χ την ιταλική όρχηση. Επρόκειτο για μια Παντομίμα: μιμούνταν διάφορα πρόσωπα, κουνώντας χέρια, πόδια, χωρίς να μιλάει. Τον αποκάλεσαν Παντόμιμο. Μπορούσε να παραστήσει ολόκληρο δράμα, υποκρινόμενος όλα τα πρόσωπα, ανδρικά και γυναικεία, με τη μίμηση. Ο ίδιος χρηματοδότησε παραστάσεις Παντομίμας που έλαβαν χώρα στη Ρώμη το 2ο π.Χ αι. Μεγάλη άνθιση είχε η παντομίμα κατά τα μέσα του 16ου αι. με την Commedia dell Arte. Στις αρχές του 20ου αι. με την “έκρηξη” του βωβού κινηματογράφου, οι ηθοποιοί απέδιδαν τους ρόλους τους με μορφασμούς και κινήσεις του σώματός τους. Ήταν τότε που εμφανίστηκαν και αναδείχθηκαν σημαντικές προσωπικότητες του είδους, όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Μάστερ Κήτον και αργότερα ο Ζακ Τατί που υποδύθηκε τον κλασικό κύριο Υλό. Στη θεατρική σκηνή αναδείχθηκε με απόλυτη επιτυχία ο Γάλλος μίμος Μαρσέλ Μαρσώ, πασίγνωστος για τον χαρακτήρα που δημιούργησε, τον “Μπιπ, ο κλόουν”. Ο ίδιος χαρακτήριζε τη μιμητική ως την “τέχνη της σιωπής” και με αυτήν την τέχνη που την έκανε γνωστή σε όλον τον κόσμο είπε με τη συναισθηματική-εκφραστική δύναμη του σώματός του όλα όσα άλλοι φλύαροι αδυνατούσαν να εκφράσουν με το λόγο.
ΠΗΓΕΣ
Werner Muller, Παντομίμα, εκδ.Κάλβος
Σταύρος Σταφυλάκης, ΤΟ Θέατρο: οι ρίζες και η ιστορία του στο academia. edu
Σπύρος Πετρίδης, Σωματικό θέατρο και μιμητική από τον 20ο αι. και εξής στο slideplayer.gr