Στις 8 Ιουνίου 1937, η όπερα της Φρανκφούρτης παρουσίασε το νέο έργο του Βαυαρού συνθέτη Carl Orff, μία καντάτα με τίτλο Carmina Burana. Για το κείμενο βασίστηκε στη κριτική έκδοση μιας ομώνυμης και ακόμα άγνωστης σχεδόν στο ευρύ κοινό συλλογής μεσαιωνικών τραγουδιών που είχε ανακαλυφθεί στις αρχές του 19ου αιώνα. Μπορεί το περίφημο O Fortuna να απογειώθηκε και να απέκτησε τη θέση που του άρμοζε στη κουλτούρα μας χάρη στη μουσική ιδιοφυία του Orff, αλλά η ύπαρξή του, όπως και των αδελφών του ασμάτων, όχι μόνο τη ξεπερνούσαν, αλλά κουβαλούσαν ήδη μια βαριά ιστορία και σημασία.
Το 1803, ανακαλύφθηκε στα συρτάρια ενός μοναστηριού Βενεδικτίνων στη Βαυαρία ένα χειρόγραφο που αρχικά ονομάστηκε Codex Buranus, Τραγούδια των φοιτητών, κλπ, μα που έμελλε να γίνει γνωστό ως Carmina Burana, δηλαδή Βαυαρικά τραγούδια. Καταγεγραμμένα κατά τον 13ο αιώνα σε ένα κράμα γλωσσών, κυρίως λατινικά σε συνδυασμό με γερμανικά, γαλλικά και διάφορους ιδιωματισμούς, πρωτοεκδόθηκαν σε ψήγματα το 1806 και ακολούθως σε όλο και πιο εμπλουτισμένες εκδόσεις, μέχρι τη πρώτη πλήρη κριτική τους έκδοση το 1930 απ’ τους Hilka και Schumann. Η συντριπτική πλειοψηφία των τραγουδιών είναι αγνώστου πατρότητος, αποδιδόμενη κυρίως σε “βακάντηδες”, δηλαδή φοιτητές περιπλανώμενους σε όλη την Ευρώπη για σπουδές, και σε “γολιάρδους”, δόκιμους κληρικούς και μοναχούς με σατιρική ποιητική διάθεση.

Δε χρειάζονται μεγάλες αναλύσεις για να καταλάβει κανείς, διαβάζοντας απλώς τα Carmina Burana, πως πρόκειται όχι για κάποιου είδους υψηλή ποίηση με τάση για αφαίρεση, ούτε για μια “στρατευμένη” στιχουργία που υπονομεύει -σιωπηλά ή δυνατότερα- τη κοσμική ή εκκλησιαστική εξουσία εν μέσω του ευρωπαϊκού μεσαίωνα. Πρόκειται για απλά τραγούδια, οπωσδήποτε μελωδικά και κάποια ίσως λίγο πρόχειρα, οπωσδήποτε ευχάριστα, που τραγουδούσαν φοιτητές, στις ταβέρνες που σύχναζαν ή όπου αλλού τους γεννιόταν η ανάγκη, και που αφορούν τους έρωτες, τη φτώχεια, τους πόνους και τους καημούς, τους προβληματισμούς τους, τη σάτιρα κατά της Εκκλησίας, τα ξέφρενα γλέντια τους. Οι νεανικές παρορμήσεις, ανησυχίες και κραιπάλες συνυπάρχουν με το δέος ή ακόμα και τρόμο απέναντι στις υπερανθρώπινες δυνάμεις της Τύχης, της Μοίρας και του Θανάτου. Φυσικά, κάποια από αυτά τα θέματα δε διαφέρουν πολύ από αυτά που -άμεσα ή έμμεσα- απασχολούν και τότε και σήμερα όχι μόνο τους νέους, μα εν τέλει και τους περισσότερους ανθρώπους.
Μέσα από αυτά τα αυθόρμητα τραγούδια, προβάλλει ολοζώντανη και παλλόμενη όχι μόνο η εποχή τους, αλλά κι η ίδια η ζωή μέσα στο χαοτικό της μεγαλείο. Χάρη σ’ αυτή τη προσιτότητα, στη θεματολογία, μα και στη μουσική ιδιοφυία του Carl Orff, τα Carmina Burana αποκαταστάθηκαν πλήρως από τη λήθη στην οποία είχαν περιέλθει για σχεδόν έξι αιώνες και απέκτησαν ένα περίοπτο μερίδιο στη σημερινή δυτική -κι όχι μόνο- κουλτούρα.