
Έχει ειπωθεί πως “διαλέγουμε τη φιλοσοφία που μας ταιριάζει”, πως δηλαδή κριτήριο της φιλοσοφίας δεν είναι είναι τόσο κάποιες αντικειμενικές αρχές και η λογική τους, αλλά τα προσωπικά μας πιστεύω και θέλω, όπως και τα ελαττώματα κι οι λόξες μας. Βέβαια, η ισχύς αυτής της πρότασης καθιστά προϋπόθεση της ιστορίας της φιλοσοφίας το να γνωρίζουμε τα “εσώψυχα” των φιλοσόφων σε μεγάλο βαθμό και -ει δυνατόν- από πρώτο χέρι, πράγμα πολύ σπάνιο, αφού ελάχιστοι τόλμησαν να παρουσιάσουν τον προσωπικό εαυτό τους, ακόμα και να τον “γνωρίσουν” -πόσο μάλλον να τον κριτικάρουν. Αλλά είτε ισχύει γενικά είτε όχι, βρήκε την απόλυτη έκφρασή της στη περίπτωση του Schopenhauer.
Ο Arthur Schopenhauer (1788-1860) ανήκει στους κορυφαίους φιλοσόφους της εποχής του, όχι μόνο για τις τόσο ιδιότυπες και αμφιλεγόμενες ιδέες του που τον έφεραν σε σύγκρουση με το φιλοσοφικό κατεστημένο, αλλά και για την οξεία κριτική ματιά του και τον σκληρό και καυστικό λόγο του που την εξέφραζε. Η απαισιοδοξία του στάθηκε μία από τις μεγαλύτερες αντίρροπες δυνάμεις σε μια εποχή που πίστευε με ολοένα μεγαλύτερη θέρμη και αφέλεια ότι η Πρόοδος της ανθρωπότητας είναι ασταμάτητη και επιταχυνόμενη. Κι αυτή η δυσφορία που προκαλούσε και προκαλεί, είναι ένας λόγος που οι περισσότεροι -και τότε και τώρα- δεν παίρνουν και πολύ στα σοβαρά τη φιλοσοφία του, παρότι καθόρισε βασικές φιλοσοφικές και καλλιτεχνικές κινήσεις μέχρι σήμερα.

Αν το αρχικό απόφθεγμα του άρθρου αληθεύει, αυτή η απαισιόδοξη και “μισάνθρωπη” φιλοσοφία του δεν μπορεί παρά να πηγάζει από έναν εξίσου απαισιόδοξο μισάνθρωπο, πράγμα που ο ίδιος o Schopenhauer όχι μόνο δεν έκρυβε αλλά επιδείκνυε κιόλας σε προσωπικά γραπτά του. Κι αυτός είναι, για πολλούς, ακόμα ένας λόγος που τον καθιστά από αδιάφορο ως ενοχλητικό. Το θέμα, όμως, είναι πως στα ίδια γραπτά, με βασική τη Τέχνη του γνώθι σαυτόν*, παρατηρήσεις και στοχασμοί για την ίδια του τη ζωή λαμβάνουν αναπόφευκτα χαρακτήρα πανανθρώπινο, ώστε δύσκολα αντιστέκεται κανείς να παραδεχτεί αλήθειες ή ταυτιστεί με καταστάσεις που συναντά ανάμεσά τους.
Για αρκετά από τα ύστερα χρόνια, κι έχοντας ήδη δημοσιεύσει το μεγάλο έργο του Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση, ο Γερμανός φιλόσοφος συνήθιζε να γεμίζει τις σελίδες ενός συγκεκριμένου τετραδίου με σκόρπιους στοχασμούς, σχόλια, μικρά περιστατικά, μύχιες σκέψεις, που ξέφευγαν από τη θεωρητική του διάσταση και αφορούσαν τη ζωή του. Τους έδωσε τον τίτλο Εις εαυτόν, παραπέμποντας ονομαστικά και θεματικά στο ομώνυμο έργο του Μάρκου Αυρήλιου, ο οποίος τίτλος -μετά τη (μέσω μαρτυριών) μεταθανάτια ανασυγκρότηση κι έκδοση του χαμένου πια χειρογράφου- άλλαξε στον εξίσου εύστοχο σημερινό.
Μέσα από άνοιγμα των πιο προσωπικών “χαρτιών” του, ο Schopenhauer αποκαλύπτει τον άνθρωπο πίσω από το φιλοσοφικό του έργο. Μέσα από μια βαθιά ανατομία του ιδίου ψυχισμού του, των πιο απλών πεποιθήσεων και συναναστροφών, της κοινής και καθημερινής -εν τέλει- ζωής του, όχι μόνον αυτοβιογραφείται, αλλά ανατέμνει και τον ψυχισμό του μέσου ανθρώπου που δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί ορισμένα τουλάχιστον από τα συμπεράσματά του. Παράλληλα, με την ίδια σπάνια ειλικρίνεια, προχωρά τόσο σε αυθερμηνεία όσο και σε αυτοκριτική, σε συνεχή παραπομπή και στον φιλοσοφικό στοχασμό του -πράγμα απαραίτητο για κάθε στοχαστή έντιμο καταρχάς απέναντι στον εαυτό του.
Παρόλα αυτά, το κείμενο δεν πρέπει διόλου να τρομάζει τον αναγνώστη. Σε αντίθεση με έτερους μεγάλους της φιλοσοφίας, ο Schopenhauer υπήρξε ένας κατανοητός και απολαυστικός συγγραφέας, κατά περίπτωση γλαφυρός, καυστικός ή εριστικός. Άλλωστε το βιβλίο προσφέρεται όχι μόνο σαν μια -τρόπον τινά- αυτοβιογραφία σε ψήγματα, μα και σαν μια εύκολη πρώτη επαφή με τον φιλόσοφο -ή και, όπως υπονοήσαμε ήδη παραπάνω, σαν ένα απαραίτητο συμπλήρωμα της φιλοσοφίας του, που καθιστά πρόδηλη τη προέλευσή της.
*Το βιβλίο του Arthur Schopenhauer Η τέχνη του γνώθι σαυτόν κυκλοφορείται στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ροές.